ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΣΦΕΝΔΟΥΡΑΚΗ*
Διάβαζα την πρόσφατη συνέντευξη του Επικεφαλής Επιστήμονα και Προέδρου του Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων όπου για άλλη μια φορά συναντάμε την αναφορά στο «οικοσύστημα της έρευνας». Δεν θέλω εδώ να σχολιάσω άλλα σημεία της συνέντευξης. Βάσει του ερευνητικού μου αντικειμένου, μόνο, και επεξεργαζόμενος τους λόγους που η παραπάνω αναφορά μου προξενεί κάποια δυσφορία, σκέφθηκα να μοιραστώ κάποιες σχετικές σκέψεις. Είναι αλήθεια πως την τελευταία δεκαετία συναντάμε συχνά τον όρο «οικοσύστημα» σε αρκετά κείμενα που αφορούν την πολιτική σχετικά με τη επιστημονική έρευνα, κατά κύριο λόγο από ανθρώπους που δεν προέρχονται από τον χώρο της επιστήμης της οικολογίας, από τον οποίο και εμφανώς έχουν δανειστεί τον όρο. Εξυπακούεται ότι το «οικοσύστημα της έρευνας» συνιστά μεταφορά που στοχεύει στο να δώσει έμφαση στις αντιστοιχίες των πραγματικών οικοσυστημάτων με ό,τι συμβαίνει στον «χώρο» της έρευνας[1]. Οι μεταφορές, φυσικά, μπορεί να είναι πολύ χρήσιμες και ο καθείς δικαιούται να τις χρησιμοποιεί στον λόγο του, αρκεί να αντιλαμβάνεται με σαφήνεια τις αντιστοιχίες και όλα όσα προκύπτουν από αυτές. Ταυτόχρονα, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι η έκφραση «οικοσύστημα της έρευνας» έφθασε στην ελληνική γλώσσα από την αγγλική, η οποία είναι πολύ πιο δεκτική σε μεταφορές και λεκτικές ακροβασίες, καθώς και πολύ πιο ανεκτική στη χρήση των όρων απ’ ό,τι η ελληνική. Αυτό δεν συνιστά κατ’ ανάγκην πρόβλημα αρκεί να είμαστε σε θέση να τεκμηριώσουμε τη χρήση της μεταφοράς και στα δικά μας πράγματα. Ας δούμε λοιπόν τις αντιστοιχίες που μπορούμε να αναγνωρίσουμε.
Ο όρος «οικοσύστημα» έχει μακρά ιστορία και περιγράφει μια κομβική έννοια για την οικολογία, αν και χωρίς σαφή οριοθέτηση στην εν λόγω επιστήμη (παρεμπιπτόντως, αναγκάζομαι – δυστυχώς – να διευκρινίσω ότι αναφέρομαι στην επιστήμη της οικολογίας και όχι στην οικολογία ως κίνημα, πολιτικό κόμμα ή στάση ζωής – άλλη μια μεταφορά, μάλλον ατυχής στην προκειμένη περίπτωση).
Ένα οικοσύστημα, λοιπόν, περιλαμβάνει τους πληθυσμούς των ζωντανών οργανισμών που ζουν εντός των (ασαφών) ορίων του καθώς και τα αβιοτικά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος των οργανισμών αυτών. Προσπερνώ το πρόβλημα των ορίων ενός οικοσυστήματος, πρόβλημα που ενδιαφέρει την οικολογία, αφού στην έρευνα αυτά είναι κάπως σαφέστερα. Έτσι, είναι εμφανές ότι οι «έμβιες» συνιστώσες (πληθυσμοί) αντιστοιχούν στις ερευνητικές ομάδες και οι «άβιες περιβαλλοντικές» στο κοινωνικοπολιτικό και οικονομικό περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιούνται αυτές.
Το ζήτημα της κλίμακας που επίσης τίθεται στην οικολογία (οικοσύστημα είναι μια σταγόνα νερού αλλά και ολόκληρη η βιόσφαιρα), στον χώρο της έρευνας μπορεί να οριοθετηθεί στη βάση της οργάνωσης των σχετικών πολιτικών. Εδώ με αφορά η κλίμακα του κράτους, όπως εξάλλου προκύπτει από τη χρήση της μεταφοράς στην προαναφερθείσα συνέντευξη για την εθνική πολιτική της έρευνας στην Κύπρο (αλλά και σε πολλά άλλα σχετικά κείμενα).
Ας εξετάσουμε αναλυτικότερα τα βασικά στοιχεία και τις διεργασίες που διέπουν τα οικοσυστήματα, πραγματικά και μεταφορικά.
Α) Αλληλεπιδράσεις. Σημαντικό στοιχείο ενός πραγματικού οικοσυστήματος είναι οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των πληθυσμών των διαφορετικών βιολογικών ειδών που το συνιστούν. Τα είδη αυτά μπορεί να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την πρόσβαση σε ίδιους πόρους, μπορεί να συνεργάζονται μέσα από στενότερες ή χαλαρότερες αποκλειστικές ή μη σχέσεις, μπορεί το ένα να εκμεταλλεύεται άλλα προς όφελός του χωρίς κόστος για εκείνα («ομοσιτισμός»), ή και το ένα να θηρεύει ή να παρασιτεί άλλα, ακόμα και να συνυπάρχουν χωρίς κάποια ιδιαίτερη αλληλεπίδραση («ουδετερότητα»). Ως αντιστοιχία, θα περιμέναμε οι ερευνητικές ομάδες να ανταγωνίζονται, να συνεργάζονται, να αντλούν όφελος η μία από την άλλη με κόστος ή χωρίς κόστος στο άλλο μέλος της σχέσης, αλλά και να ακολουθούν μοναχικές πορείες χωρίς αλληλεπιδράσεις. Επιπλέον, επειδή τα όρια ενός οικοσυστήματος είναι συχνά ασαφή, μπορεί να εκδηλώνονται και αλληλεπιδράσεις με πληθυσμούς που δεν ανήκουν απαραίτητα στο εκάστοτε οικοσύστημα ή που μπορεί να συμμετέχουν περιστασιακά σε αυτό. Αυτές, πάντως, ούτε αναγκαίες είναι ούτε κι εκδηλώνονται παντού και πάντοτε. Κατ’ αντιστοιχία, θα λέγαμε ότι οι αλληλεπιδράσεις των ερευνητικών ομάδων με άλλες οντότητες, όπως ας πούμε οι επιχειρήσεις, μπορεί να παίζουν τον ρόλο τους αλλά αυτός δεν είναι οπωσδήποτε αναγκαίος ή κομβικός. Αναφέρομαι φυσικά σε επιχειρήσεις που δεν ασκούν έρευνα, όπως η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων στη χώρα μας.
Β) Αβιοτικοί παράγοντες. Οι αβιοτικοί παράγοντες που έχουν κάποιον ρόλο στα πραγματικά οικοσυστήματα μπορεί να είναι είτε περιοριστικοί είτε ζωτικής σημασίας (οι παθητικοί ή αδιάφοροι συνήθως δεν συνυπολογίζονται ως μέρος του οικοσυστήματος). Οι περιοριστικοί θέτουν όρια στην ανάπτυξη των πληθυσμών και δεν τους αφήνουν να φθάσουν στο μέγιστο της αποδοτικότητάς τους ενώ οι ζωτικοί είναι αναγκαίοι για την επιβίωση των έμβιων οργανισμών που συγκροτούν τους πληθυσμούς. Έτσι, το περιβάλλον των ερευνητικών ομάδων είτε θα περιορίζει την ανάπτυξη και την παραγωγικότητά τους, όπως ας πούμε η γραφειοκρατία, οι κοινωνικές αντιλήψεις για το τι είναι σημαντικό και τι όχι, οι απαιτήσεις της εγχώριας οικονομίας κ.λπ., είτε θα είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή τους, όπως, ας πούμε, το διαθέσιμο ανθρώπινο δυναμικό, η υλικοτεχνική υποδομή και οι δυνατότητες συντήρησης/προμήθειάς της κ.λπ.
Γ) Ενέργεια. Θα παρατηρήσατε ίσως ότι στους ζωτικούς παράγοντες δεν ανέφερα τον πλέον κρίσιμο ίσως, δηλαδή τη χρηματοδότηση της έρευνας. Υπάρχει σοβαρός λόγος γι’ αυτό. Τα πραγματικά οικοσυστήματα είναι συστήματα ανοικτά, τα οποία βασίζονται στη διαρκή εισροή ενέργειας για να συνεχίζουν να υπάρχουν. Την ενέργεια αυτή στη συντριπτική πλειονότητα των οικοσυστημάτων προσφέρει ο Ήλιος (και σε ελάχιστα μόνον κάποιες άλλες πηγές γεωλογικής ή χημικής φύσης). Έτσι, η πηγή ενέργειας θεωρείται εξωτερικό, εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο και όχι συνιστώσα του οικοσυστήματος. Τα πραγματικά οικοσυστήματα στα οποία η ροή ενέργειας δεν είναι διαρκής παραμένουν φτωχά και πολύ ευάλωτα, όπως εκείνα στους πόλους. Επιπλέον, όταν το αβιοτικό περιβάλλον δεν προσφέρει επαρκείς πόρους ή όταν είναι υπερβολικά περιοριστικό, τα οικοσυστήματα παραμένουν απελπιστικά φτωχά, όπως στις ερήμους και στα πολύ μεγάλα υψόμετρα των βουνών, αντίστοιχα. Τα πιο παραγωγικά και σύνθετα οικοσυστήματα είναι εκείνα που δέχονται αδιάλειπτα και πολλή ενέργεια, όπως τα τροπικά δάση. Η αναγκαία ενέργεια για κάθε οικοσύστημα έρευνας είναι η χρηματοδότησή του. Η οποία, εάν θέλουμε να συνεχίζει να υπάρχει και να είναι παραγωγικό, πλούσιο και σύνθετο, θα πρέπει να είναι συνεχής και αδιάλειπτη.
Δ) Ροή και μετατροπή ενέργειας. Άλλο ένα σημαντικό στοιχείο των πραγματικών οικοσυστημάτων, το οποίο μάλιστα είναι και η κύρια λειτουργία τους όταν τα εξετάζουμε ως συστήματα (ο βασικός λόγος που θεωρήθηκαν ως οικο-συστήματα εξαρχής) είναι η ροή και η μετατροπή της ενέργειας στο εσωτερικό τους. Η πορεία που ακολουθεί η ενέργεια μέσα τους στηρίζει τη συνέχιση της παρουσίας των πληθυσμών των ειδών και ρυθμίζει την παραγωγικότητά τους. Θα πρέπει να επισημανθεί, επίσης, ότι αναπόφευκτο στοιχείο της ροής αυτής είναι και η απώλεια μέρους της ενέργειας συνήθως με τη μορφή θερμότητας. Έτσι, σε ένα οικοσύστημα έρευνας θα πρέπει να αναμένουμε ότι η χρηματοδότηση θα στηρίζει τη συνέχιση της ύπαρξης ή ακόμα και την αύξηση των ερευνητικών ομάδων, θα προσφέρει τη δυνατότητα παραγωγής αποτελεσμάτων (παραγωγικότητα), αλλά και μέρος της θα χάνεται, δηλαδή δεν θα παράγει απτά αποτελέσματα, καθώς κάποιες ερευνητικές προσπάθειες δεν θα ευοδώνονται ή, έστω, δεν θα παράγουν κάτι που να γίνεται αντιληπτό ως «χρήσιμο».
Ε) Οικοσυστημικές υπηρεσίες. Στην οικολογία, τουλάχιστον στην εφαρμοσμένη πτυχή της, έχουν αποκτήσει σημαίνοντα ρόλο οι λεγόμενες «οικοσυστημικές υπηρεσίες», δηλαδή τα όσα απολαμβάνουμε οι άνθρωποι χάρη στις λειτουργίες των οικοσυστημάτων. Τα πραγματικά οικοσυστήματα, βέβαια, περιλαμβάνουν κι ένα σωρό λειτουργίες που δεν έχουν σχέση με τους ανθρώπους και την ποιότητα της ζωής τους. Ίσως, μάλιστα, αυτές να είναι κατά πολύ περισσότερες από τις «υπηρεσίες» αλλά και πολύ πιο κρίσιμες για την ίδια την ύπαρξη των οικοσυστημάτων. Αντίστοιχα, στον χώρο της έρευνας ως «υπηρεσίες» μπορούμε να θεωρήσουμε τις πρακτικές εφαρμογές των αποτελεσμάτων της έρευνας, όπως εκείνες στην υγεία, τη διατροφή, την τεχνολογία κ.λπ. Αλλά το οικοσύστημα της έρευνας θα πρέπει να περιλαμβάνει κι ένα σωρό άλλες «λειτουργίες» που δεν θα μεταφράζονται σε τέτοια αποτελέσματα αλλά που είναι κρίσιμες για την ύπαρξή του. Αυτές αφορούν κατά κύριο λόγο τη λεγόμενη «βασική έρευνα», όπως η έρευνα σε πεδία που δεν προσφέρουν ή και δεν φαίνεται να προσφέρουν πρακτικά αποτελέσματα.
Ε) Αειφορία. Ένα απ’ τα βασικά χαρακτηριστικά της μεταφοράς, η οποία έχει κομβικό ρόλο στις σχετικές χρήσεις του όρου, είναι η (πασπαρτού) έννοια της «αειφορίας». Έννοια που παρά τα φιλοσοφικά, εννοιολογικά της προβλήματα, παραμένει κεντρικός στόχος, τόσο στον χώρο της εφαρμοσμένης οικολογίας (π.χ. διατήρηση προστατευόμενων περιοχών) όσο και σ’ εκείνον της οικονομίας. Στην οικολογία, ο όρος χρησιμοποιείται με σαφή γνώση του πρόσκαιρου χαρακτήρα της αειφορίας, αφού όλα τα οικοσυστήματα μεταβάλλονται διαρκώς, αλλάζουν κι ενίοτε «καταρρέουν» (δηλ. αλλάζουν δομή απότομα). Αντίστοιχα, στον χώρο της έρευνας η «αειφορία» δεν μπορεί παρά να έχει μεσοπρόθεσμο χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αυτή εξαρτάται από: α) τη διαρκή εισροή ενέργειας, β) τη διαρκή παροχή των ζωτικών πόρων, και γ) την αποφυγή καταστρεπτικών εξωγενών επιδράσεων. Η τελευταία προϋπόθεση για την έρευνα, αν εξαιρέσουμε τους μη διαχειρίσιμους παράγοντες (φυσικές καταστροφές, πόλεμοι κ.ά.), μπορεί να αφορά και αλλαγές πολιτικών (π.χ. αλλαγές κυβερνήσεων), την επιβολή επιλογών από οικονομικά, συντεχνιακά ή άλλα συμφέροντα, τις εφήμερες προτεραιότητες της οικονομίας (που μεταφράζονται σε «πυλώνες», «έξυπνη εξειδίκευση» και άλλα χαριτωμένα κενά λόγια) κ.λπ. Έτσι, ο όποιος στόχος αειφορίας δεν μπορεί παρά να περνά από την εξασφάλιση τουλάχιστον όσων παραγόντων είναι εφικτό να διαχειριστούμε. Δηλαδή, τη διαρκή και αδιάλειπτη χρηματοδότηση, την ενίσχυση και διατήρηση των υποστηρικτικών δομών (υποδομές, εξοπλισμός κ.λπ.), και τον αποκλεισμό όσο περισσότερων εξωγενών παραγόντων γίνεται από την πολιτική της έρευνας. Πόσα από αυτά έχουν ενσωματωθεί στις αναπτυσσόμενες πολιτικές για την έρευνα στη χώρα;
Είναι καλό να χρησιμοποιούμε ωραίες μεταφορές, η ποίηση εξάλλου βασίζεται σε αυτές, αλλά στην πολιτική θα πρέπει να γνωρίζουμε τις συνδηλώσεις και τις συνέπειές τους. Συνοπτικά, λοιπόν, το «οικοσύστημα της έρευνας» απαιτεί πρώτα απ’ όλα διαρκή και αδιάλειπτη εισροή ενέργειας (βλ. χρηματοδότηση). Χωρίς αυτή δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει, πολύ περισσότερο να παράγει και να αναπτύσσεται. Μάλιστα, όσο περισσότερη και αδιάλειπτη θα είναι αυτή τόσο πιο παραγωγικό και σύνθετο θα είναι. Κι όσο πιο παραγωγικό και σύνθετο θα είναι τόσο περισσότερη ενέργεια θα χάνεται ως θερμότητα (βλ. δεν θα παράγει πάντοτε απτά, μετρήσιμα και κατανοητά απ’ την κοινωνία αποτελέσματα). Και τέλος, χρειάζεται σταθερή πολιτική στήριξης της έρευνας με έμφαση στο ανθρώπινο δυναμικό και τις υποδομές, χωρίς εξωγενείς παρεμβάσεις και με μείωση ή και εξάλειψη εάν είναι δυνατόν, των περιοριστικών παραγόντων του περιβάλλοντος(βλ. περιορισμοί στις κατευθύνσεις, προτεραιότητες βάσει εξωγενών ή εφήμερων παραμέτρων, γραφειοκρατία).Διαφορετικά, εάν πρόκειται να συνεχίζεται η τρέχουσα πολιτική της άτακτης εισροής (χρηματοδότησης), των περιορισμένων πόρων, της επιβολής εφήμερων προτεραιοτήτων και της επιλεκτικής τροφοδότησης συγκεκριμένων τύπων αλληλεπίδρασης (βλ. υποτιθέμενες ή πραγματικές συνεργασίες με επιχειρήσεις), καλύτερα να βρούμε άλλη μεταφορά. Αν επιμείνουμε στην τρέχουσα, πάντως, οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι το «οικοσύστημα» αυτό βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσης και οφείλει να χαρακτηριστεί απειλούμενο. Όχι πως αυτό θα οδηγήσει αναγκαστικά και στην προστασία του, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τα απειλούμενα πραγματικά οικοσυστήματα και είδη, αφού τα οικονομικά συμφέροντα ή έστω αυτό που αναφέρεται ως «προτεραιότητες της οικονομίας», κατέχουν πρωτεύουσα θέση σε όλες τις πολιτικές αλλά και στις κυρίαρχες αντιλήψεις (και η επιστήμη της οικολογίας εξάλλου ασκείται, εν πολλοίς, εις μάτην όσον αφορά τις εφαρμογές της). Πάλι, τα ποσοστά του ΑΕΠ που επενδύονται στην έρευνα, οι πλείστοι περιορισμοί στις κατευθύνσεις και τους όρους άσκησής της, και η γραφειοκρατεία, δεν προοιωνίζονται τη διατήρησή του για πολύ.
Εν κατακλείδι, χωρίς κούραση επαναλαμβάνω το «εκ των ων ουκ άνευ» στοιχείο κάθε οικοσυστήματος: διαρκής και αδιάλειπτη εισροή ενέργειας. Οι αρμόδιοι για την ερευνητική πολιτική καλούνται, λοιπόν, να παίξουν τον ρόλο του Ήλιου στο οικοσύστημα της έρευνας και να ενισχύσουν τους ζωτικούς παράγοντες, αφήνοντας τα «έμβια» στοιχεία, τις ερευνητικές ομάδες, να αναπτυχθούν ελεύθερα.
*Καθηγητής Οικολογίας και Βιοποικιλότητας, Τμήμα Βιολογικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Κύπρου
[1] Βλ., για παράδειγμα, τη σαφή αναφορά στις αντιστοιχίες που κάνουν οι Pandey & Pattnaik (2015: ReviewofEconomic & BusinessStudies8(1): 169-181).
Kosta Kosta:
Mar 28, 2022 at 11:47 AM
Πραγματικά έχεις πολύ χρόνο για να γράψεις τέτοιο άρθρο, το οποίο δεν λέει κάτι που δεν ξέρουν όλοι. Ίσως να ήταν καλύτερα να αναλώσεις χρόνο στο να προβάλεις κάποιο ερευνητικό σου εύρημα που θα διαφωτίσει τον κόσμο.