Πώς σχετιζόμαστε με το μέλλον;


ΤΟΥ ΧΑΡΙΔΗΜΟΥ Κ. ΤΣΟΥΚΑ*

Κάθε φορά που παίρνω το τρένο, και στη συνέχεια το μετρό, για να πάω από το Μαρούσι στο κέντρο της Αθήνας χρειάζομαι 45 περίπου λεπτά. Η σταθερότητα της κίνησης των μέσων σταθερής τροχιάς προσδίδει προβλεψιμότητα στις μετακινήσεις μου. Ενίοτε, βέβαια, συμβαίνουν απορρυθμιστικά γεγονότα, είτε απροσδόκητα (π.χ. απόπειρα αυτοκτονίας σε αποβάθρα), είτε προαναγγελθέντα (π.χ. στάση εργασίας), τα οποία ανατρέπουν τους υπολογισμούς μου και με αναγκάζουν να προσαρμόζομαι καταλλήλως (π.χ. να χρησιμοποιήσω άλλο μέσο μεταφοράς).

Η προβλεψιμότητα βασίζεται στη  στοιχειώδη αναλυτική μου ικανότητα – να υπολογίζω και να καταγράφω επαναλαμβανόμενες εμπειρίες μετακίνησης. Η προσαρμοστικότητα  απορρέει από την όποια αυτοσχεδιαστική μου ικανότητα – να ανα-θεωρώ και να ανα-σχεδιάζω ανάλογα με τα προκύπτοντα συμβάντα. Αν, δε, είχα την ατυχία των κατοίκων της Ουκρανίας να υφίσταμαι τους βάρβαρους βομβαρδισμούς του Πούτιν, τότε, για να επιβιώσω, θα έπρεπε να έχω μια ακόμη ικανότητα – νοηματοδοτική. Να δώσω, δηλαδή, νόημα σε κάτι βαθιά ανατρεπτικό και υπαρξιακά απειλητικό. (Ο Βίκτωρ Φράνκλ, αναλύοντας την εμπειρία του από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, απέδωσε τις διαφορετικές ικανότητες επιβίωσης των κρατουμένων στη «βούληση για νόημα». Όσοι έβρισκαν προσωπικό νόημα ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες, ήταν πιθανότερο να επιζήσουν).    

Αναλυτικότητα, αυτοσχεδιασμός και νοηματοδότηση είναι οι τρεις διαστάσεις της σχέσης μας με το μέλλον – από την μικροκλίμακα του ατόμου στη μακροκλίμακα των εθνών. Η βιολογική μας υπόσταση, η υλικότητα της φύσης, και η σχετική σταθερότητα των συμπεριφορών μας,  δημιουργούν συνθήκες αναλυτικότητας (διαγνωστικότητας και προγνωστικότητας) – μπορούμε να αναζητήσουμε όλο και καλύτερους τρόπους καταγραφής και ανάλυσης δεδομένων για να διακριβώσουμε μοτίβα (patterns) και να οργανώσουμε τη ζωή μας κατάλληλα. Στο μέτρο, όμως, που ζούμε σε ένα εύτακτο αλλά «ανοιχτό σύμπαν» (Πόπερ), η προβλεψιμότητα είναι πεπερασμένη. Δεν ξεφεύγουμε από την επικράτεια της ενδεχομενικότητας – το τυχαίο και το απρόβλεπτο. Χρειάζεται, συνεπώς, ετοιμότητα να εντάσσουμε το ενδεχομενικό σε έναν υπάρχοντα τρόπο κατανόησης και δράσης – χρειάζεται προσαρμοστικότητα. Περαιτέρω, το εύτακτο «ανοιχτό σύμπαν» ενδέχεται, σε συνθήκες κρίσης, να καταστεί νοηματικά ά-τακτο – να μην παράγει νόημα. Τότε χρειαζόμαστε νοηματοδοτικότητα – «ελευθερία ή θάνατος», «we shall never surrender», «ο Θεός είναι μεγάλος», «ζω για τα παιδιά μου», κλπ.     

Η ικανότητα μιας συλλογικής οντότητας να ευημερεί εξαρτάται ουσιωδώς από τη σχέση της με το χρόνο. Ο ανθρώπινος βίος συντίθεται τόσο από προβλεψιμότητα όσο και από ποικίλης έντασης αβεβαιότητα. Δεν μπορώ να ξέρω πότε και πώς θα πεθάνω  αλλά μπορώ να κάνω ασφάλεια ζωής. Οικονομικά μιλώντας, η απροβλεψιμότητα του θανάτου μου δεν χρειάζεται να δημιουργήσει απρόβλεπτες συνθήκες ζωής για την οικογένειά μου. Σε μια ευπρεπή κοινωνία, που παίρνει σοβαρά υπόψη τόσο την ισότητα, όσο και την κοινή έκθεση των μελών της στις αναπότρεπτες αντιξοότητες της ζωής, η αλληλεγγύη με άγνωστους άλλους δημιουργεί θεσμούς αντιμετώπισης της κοινής μοίρας. Το κράτος πρόνοιας συνιστά την πλέον ηθικά στιβαρή (και αποτελεσματική) διαχείριση ρίσκου: εδράζεται στην αναγνώριση της κοινής υπαρξιακής συνθήκης (είμαστε όντα ευάλωτα στην ασθένεια και την ατυχία) για τη συλλογική αντιμετώπιση της ενδεχομενικότητας του ατομικού βίου.

Μια χώρα ακμάζει στο μέτρο που, αφενός η κρατική γραφειοκρατία διαθέτει την αναλυτική ικανότητα να διακριβώνει μοτίβα που αφορούν στην ποιότητα ζωής των πολιτών της («Τι συμβαίνει; Τι θα συμβεί;»), αφετέρου έχει τη γνώση και τη βούληση για να παρέμβει σε αυτά τα μοτίβα («Τι θα κάνουμε; Πώς; Πότε;»). Αν λ.χ. γνωρίζουμε τον τρόπο εξάπλωσης μιας πανδημίας, τις εξωτερικότητες που παράγει μια οικονομική δραστηριότητα, ή τη δυσμενή εξέλιξη του δημογραφικού, μπορούμε να παρέμβουμε για να τα αντιμετωπίσουμε. Απαιτείται βούληση για γνώση και βούληση για δράση. Τη γνώση παρέχουν οι θεσμοί – ιδιαίτερα η τεχνοεπιστήμη και η κρατική (και διεθνής) γραφειοκρατία. Τη βούληση για δράση διαμορφώνουν, εν πολλοίς, οι ηγεσίες .   

Σκεπτόμαστε το μέλλον σοβαρά όταν, γνωρίζοντας τις ανάγκες μας αύριο, περιορίζουμε ενσυνείδητα τις επιλογές μας σήμερα. Οι γονείς αποταμιεύουν για την εκπαίδευση των παιδιών, οι εργαζόμενοι στερούνται εισοδήματος σήμερα για να έχουν σύνταξη αύριο, η κυβέρνηση αποφεύγει τον υπερβολικό δανεισμό. Ωστόσο, ένα ανταγωνιστικό πολιτικό σύστημα, όπως η φιλελεύθερη δημοκρατία, κινείται στον χρονικό ορίζοντα των βραχυχρόνιων εκλογικών κύκλων. Ο μακρύς χρόνος λαμβάνεται υπόψη στο μέτρο που ο πολιτικός ανταγωνισμός αγκιστρώνεται σε μερικές σταθερές, οι οποίες αποτυπώνουν συναινέσεις. Οι συναινέσεις διαμορφώνουν αυτονόητα δεσμευτικές αξίες (π.χ. ακεραιότητα στο δημόσιο βίο, δημοσιονομική σύνεση) και παράγουν συλλογικούς σκοπούς (π.χ. φιλοδυτικός γεωπολιτικός προσανατολισμός, ανάγκη θεσμικών μεταρρυθμίσεων, ενσωμάτωση μεταναστών), για την υλοποίηση των οποίων στο μέλλον απαιτείται η ανάληψη δεσμεύσεων στο παρόν.

Μια χώρα με τοξική κομματική αντιπαλότητα και πολιτικοποιημένους δημόσιους θεσμούς, καθιστά δύσκολη τη δημιουργία κοινών πολιτικών αξιών και συλλογικών σκοπών. Επιπλέον, υποσκάπτει τη θεσμική μνήμη και μάθηση της κρατικής γραφειοκρατίας, καθότι εντάσσει ήδη κομματικά εξαρτημένους θεσμούς στον βραχυχρόνιου ορίζοντα πολιτικό ανταγωνισμό. Η ηθική της ευθύνης για το μέλλον – τον μακρύ χρόνο - απαιτεί αυτοπεριορισμό στο παρόν. Είναι μια αρετή που, σε συλλογικό επίπεδο, πρέπει να εμπεδώσουμε (ιδιαίτερα τα κόμματα) αν θέλουμε να έχουμε μέλλον.

Καλή Χρονιά!

*Καθηγητής Στρατηγικής Διοίκησης στην Έδρα Columbia Ship Management και Κοσμήτορας της Σχολής Μεταπτυχιακών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Αντεπιστέλλον μέλος  της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών (www.htsoukas.com)

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










600