ΤΩΝ ΛΕΥΚΗΣ ΚΟΥΡΕΑ, ΑΡΓΥΡΩΣ ΦΕΛΛΑ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ*
Όταν ανακοινώθηκε από το Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας (Υ.Π.Π.Α.Ν.) πως στις 21 Μαΐου 2020 μαθητές/τριες Δημοτικών Σχολείων και Γυμνασίων θα επιστρέψουν στις τάξεις τους – μετά από ένα δίμηνο εγκλεισμού στο σπίτι λόγω κορωνοϊού – ο δεκάχρονος Γιώργος πετούσε από τη χαρά του. Είχε κουραστεί στο σπίτι να δουλεύει σε εργασίες που έστελνε η δασκάλα της τάξης, σε δραστηριότητες λογοθεραπείας και εργοθεραπείας καθώς και σε ασκήσεις της ειδικής εκπαίδευσης. Λαχταρούσε να επιστρέψει στην τάξη του, να δει τους φίλους του και να διαβάσει με τις δασκάλες του. Το προηγούμενο βράδυ ο Γιώργος ετοίμασε, με τη βοήθεια της μητέρας του, τη μαθητική του στολή και τη σχολική τσάντα. Καθώς ο πατέρας ετοίμαζε το κολατσιό για το σχολείο, το τηλέφωνο χτυπά. Η μητέρα ενημερώνεται από τον διευθυντή του σχολείου για την τελευταία ανακοίνωση του Υ.Π.Π.Α.Ν. (βλ. εγκύκλιο αρ. 10800 και ημερ. 20 Μαΐου 2020) πως ο Γιώργος «δε θα μπορεί να παρουσιαστεί αύριο στο σχολείο για φοίτηση λόγω των δυσκολιών του και θα πρέπει να επιστρέψει όταν θα ληφθούν κάποια ενισχυμένα ή προστατευτικά μέτρα από το Υπουργείο». Η μητέρα, καθαρίζοντας τα βουρκωμένα της μάτια και καταπίνοντας την τρεμάμενη φωνή της, ανακοινώνει στον γιο της «Γιώργο μου, ο κύριος Πέτρος μας πήρε τηλέφωνο και μας είπε πως αύριο δε θα μπορείς να πας σχολείο γιατί δεν πρόλαβαν ακόμη να το ετοιμάσουν για σένα». Ο Γιώργος κοίταξε με απορία τη μητέρα του γιατί δεν πολυκατάλαβε τη φράση «…να το ετοιμάσουν για σένα».
Ο Γιώργος είναι ένας από τους/τις πολλούς/ές μαθητές/τριες που στερήθηκαν το δικαίωμα επιστροφής στο δημόσιο σχολείο στις 21 Μαΐου. Κι αυτό λόγω της επίσημης διάγνωσης, που έχουν πάρει από την Επαρχιακή Επιτροπή Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης (Ε.Ε.Ε.Α.Ε) για συμμετοχή στο πρόγραμμα της ειδικής εκπαίδευσης.
Κι ενώ -για καθαρά εκπαιδευτικούς λόγους- έχουμε αποδεχτεί τη χρήση των διαφόρων ιατρικών και ψυχολογικών όρων ως δικαιολογητικό για την παροχή εξατομικευμένης, εντατικής και στοχοθετημένης στήριξης προς μαθητές/τριες στο πλαίσιο του δημοσίου σχολείου, εντούτοις φαίνεται πως ένα τέτοιο εγχείρημα σε αυτή την περίπτωση εγείρει προβληματισμό. Πιο κάτω, παραθέτουμε τους προβληματισμούς μας αναφορικά με το πώς η ετικέτα της αναπηρίας έχει αποτελέσει το εισιτήριο αποκλεισμού μερίδας του μαθητικού πληθυσμού από το δημόσιο σχολείο:
Από τα πιο πάνω παραδείγματα, φαίνεται ξεκάθαρα πώς η «ετικέτα» της διάγνωσης χρησιμοποιείται ως αλλότριο επιχείρημα για τη μη επιστροφή μερίδας του μαθητικού πληθυσμού στο δημόσιο σχολείο. Η άνιση και άδικη μεταχείριση μαθητών με αναπηρία από το Υ.Π.Π.Α.Ν. καταδεικνύει τη συστηματική διάκριση ανάμεσα σε μαθητές/τριες με αναπηρία – που συμμετέχουν στο πρόγραμμα της ειδικής εκπαίδευσης - και σε μαθητές/τριες που δεν λαμβάνουν συμμετοχή στο εν λόγω πρόγραμμα.
Για άλλη μια φορά, αντί να επικεντρωθούμε στο πώς θα σχεδιάσουμε την εκπαίδευση όλων των μαθητών/τριών, μηδενός εξαιρουμένου, επικεντρωνόμαστε στο πώς θα συνεχίσουμε με την εκπαίδευση των παιδιών που θεωρούμε ότι αποτελούν τη «νόρμα». Σε ένα κράτος που τα παιδιά με αναπηρία αντιμετωπίζονται διαχρονικά με διαφορετικό τρόπο, η πολιτική αυτή δεν μας εκπλήσσει. Το όραμα του Υ.Π.Π.Α.Ν. για ένα «ανθρώπινο και δημοκρατικό σχολείο» και η ενυπόγραφη δέσμευση της Κυπριακής Πολιτείας για εφαρμογή των διεθνών συμβάσεων των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία καθώς και των δικαιωμάτων του παιδιού παραμένουν επιφανειακές προσεγγίσεις.
Ουσιαστική εφαρμογή των πιο πάνω συμβάσεων θα ήταν το Υ.Π.Π.Α.Ν.:
Ας προβληματιστούμε, λοιπόν, για το πού στεκόμαστε ως κοινωνία και ως κράτος απέναντι σε όλα τα παιδιά για ισότιμη και δίκαιη συμμετοχή στην εκπαίδευση καθώς και στην αναγνώριση αυτού του δικαιώματος ως θεμελιώδους. Τα παιδιά με αναπηρία είναι πολίτες αυτού του κράτους και θα έπρεπε να απολαμβάνουν πλήρως το δικαίωμα για εκπαίδευση χωρίς καμία διάκριση. Οι εκπαιδευτικές αρχές ενός σύγχρονου Ευρωπαϊκού κράτους θα πρέπει να θέτουν ως προτεραιότητα την προώθηση της φιλοσοφίας του σχολείου για όλους/ες τους/τις μαθητές/τριες, χωρίς εξαιρέσεις, όρους και προϋποθέσεις. Αν το Υ.Π.Π.Α.Ν θεώρησε ότι δεν είναι έτοιμα τα σχολεία να δεχτούν μια ομάδα μαθητών/τριών με πρόσχημα τη δημόσια υγεία, τότε όφειλε να παραδεχτεί ότι τα σχολεία μας δεν ήταν έτοιμα να ανοίξουν και να δεχτούν οποιονδήποτε μαθητή και όχι να είναι επιλεκτικοί ως προς το για ποιους/ες μαθητές/τριες ανοίγουν τα σχολεία. Οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται χωρίς την συμμετοχή των άμεσα ενδιαφερομένων, δηλαδή των ίδιων των μαθητών/τριών και των οικογενειών τους, καθώς και της εκπαιδευτικής και ακαδημαϊκής κοινότητας παραπέμπει σε παρωχημένες πρακτικές αποκλεισμού, οι οποίες είναι καταδικαστέες. Έφτασε λοιπόν ο καιρός να προχωρήσουμε στην ουσιαστική αναδιαμόρφωση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων σε καίρια θέματα όπως αυτό της εκπαίδευσης των παιδιών με αναπηρίες.
Λευκή Κουρέα, Επίκουρη Καθηγήτρια Ειδικής και Ενιαίας Εκπαίδευσης, Τμήμα Παιδαγωγικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας
Αργυρώ Φελλά, Λέκτορας Ειδικής και Ενιαίας Εκπαίδευσης, Τμήμα Παιδαγωγικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας
Κυριάκος Δημητρίου, Μέλος ΔΕΠ Ειδικής και Ενιαίας Εκπαίδευσης, Τμήμα Παιδαγωγικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας