ΤΩΝ ΑΡΓΥΡΩΣ ΦΕΛΛΑ*, ΧΡΙΣΤΙΑΝΑΣ ΚΤΙΣΤΗ** ΚΑΙ ΛΕΥΚΗΣ ΚΟΥΡΕΑ***
Τον Σεπτέμβριο ο εξάχρονος Κώστας θα φοιτήσει στην Α΄ τάξη του Δημοτικού σχολείου της γειτονιάς του. Ο Κώστας έχει διαγνωστεί με αυτισμό. Αυτό σημαίνει πως επιδιώκει να απομονώνεται από τα υπόλοιπα παιδιά και να παίζει μόνος του, χρησιμοποιεί συγκεκριμένες λέξεις όταν επικοινωνεί με τους γονείς του, αποφεύγει να κοιτάζει όσους του μιλούν, προτιμά να μη συμμετέχει σε συζητήσεις και νιώθει ασφάλεια όταν ακολουθεί πιστά και ευλαβικά το ημερήσιο πρόγραμμα στο σπίτι και στο σχολείο. Οι γονείς του βιώνουν έντονη ανησυχία και άγχος ως προς το κατά πόσο το σχολείο θα είναι έτοιμο να ανταποκριθεί στις πιο πάνω ιδιαιτερότητες του Κώστα. Ερωτήματα του τύπου: «Το παιδί μου θα κάνει φίλους;», «Θα τον αποδεχτούν τα υπόλοιπα παιδιά της τάξης;» «Θα έχει άμεση βοήθεια και καθοδήγηση από τους δασκάλους και τις δασκάλες;» αποτελούν μερικούς από τους προβληματισμούς των γονιών του μικρού Κώστα. Ο τρίμηνος εγκλεισμός στο σπίτι λόγω κορωνοϊού εντείνει ακόμη περαιτέρω την ανησυχία των γονιών, καθώς θεωρούν ότι η παραμονή στο σπίτι δε συνέβαλε στην προετοιμασία του παιδιού τους για ομαλή μετάβαση στο νέο του σχολείο.
Η μετάβαση από το Νηπιαγωγείο στο Δημοτικό σχολείο θεωρείται μια από τις κρισιμότερες περιόδους της παιδικής ηλικίας. Αποτελεί στάδιο ορόσημο τόσο για το ίδιο το παιδί όσο και για την οικογένειά του. Τα παιδιά έρχονται αντιμέτωπα με μία συστοιχία αλλαγών (π.χ., αλλαγή στην ομάδα των συμμαθητών, αλλαγή του εκπαιδευτικού της τάξης, αλλαγή στον χώρο και στη διαρρύθμισή του, αλλαγή στον τρόπο εργασίας, αλλαγή στον τρόπο αξιολόγησης της σχολικής επίδοσης) και καλούνται να προσαρμοστούν επαρκώς σε αυτές εντός του πρώτου τριμήνου της σχολικής χρονιάς. Η προσαρμογή των παιδιών στους απαιτητικούς ρυθμούς του ωρολογίου προγράμματος και στο περιεχόμενο του Αναλυτικού Προγράμματος κρίνεται αναγκαία για την πετυχημένη πορεία στο Δημοτικό. Η όποια αδυναμία προσαρμογής τους στις νέες απαιτήσεις ενδέχεται να επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις στην ομαλή μαθησιακή και κοινωνική πρόοδό τους.
Για τα παιδιά με αναπηρίες, η μετάβαση από το Νηπιαγωγείο στο Δημοτικό σχολείο παρουσιάζει πολλές προκλήσεις λόγω των περιβαλλοντικών διευκολύνσεων, προσαρμογών και διδακτικών σχεδιασμών που χρειάζεται να εφαρμοστούν για την επιτυχημένη φοίτησή τους στο νέο σχολικό περιβάλλον. Για την ουσιαστικότερη ανταπόκριση σε τέτοιου είδους προκλήσεις, οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς καλούνται να συνεργαστούν αποτελεσματικά και να εφαρμόσουν κατάλληλες στρατηγικές που θα εξασφαλίσουν την επιτυχημένη μετάβαση.
Πιο κάτω, επικεντρωνόμαστε σε λίστα εισηγήσεων που αφορούν στη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών και προοπτικών πετυχημένης μετάβασης των παιδιών με αναπηρίες από το Νηπιαγωγείο στο Δημοτικό.
ü Κατά τις πρώτες δύο βδομάδες φοίτησης του παιδιού στο Δημοτικό ή ακόμη και κατά την τελευταία βδομάδα πριν το κλείσιμο της προηγούμενης σχολικής χρονιάς, καλό θα ήταν οι φορείς που εμπλέκονται στη διαδικασία της μετάβασης (π.χ., ειδικοί και γενικοί εκπαιδευτικοί, γονείς, διευθυντές) να συναντηθούν καταγράφοντας τις διδακτικές ανάγκες του παιδιού και εξασφαλίζοντας τις περιβαλλοντικές προσαρμογές και διευκολύνσεις που χρειάζεται, ώστε να έχει ένα πετυχημένο ξεκίνημα στο νέο σχολείο. Είναι σημαντικό να δημιουργηθεί από την αρχή ένα σταθερό δίκτυο συνεργασίας και ανοικτής επικοινωνίας ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς και τους γονείς, με σκοπό την ισότιμη και δίκαιη πρόσβαση του παιδιού στην εκπαίδευση. Ο σαφής καθορισμός των διαδικασιών, των ρόλων και των ευθυνών των εμπλεκόμενων φορέων καθώς και του χρονοδιαγράμματος για την εκτέλεση των δράσεων και περιβαλλοντικών προσαρμογών στη διαδικασία μετάβασης θεωρείται ότι εμποδίζει τα ρήγματα της μετάβασης από το Νηπιαγωγείο στο Δημοτικό. Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν εξάλλου ότι η προσαρμογή των παιδιών δεν εξαρτάται μόνο από τις δυνατότητες και δεξιότητες του εκάστοτε παιδιού, αλλά διαμορφώνεται από τις σχέσεις μεταξύ των εμπλεκομένων στη διαδικασία της μετάβασης (π.χ., Rimm-Kaufman & Pianta, 2000).
ü Η ανοικτή επικοινωνία μεταξύ γονέων και εκπαιδευτικών πραγματώνεται στη βάση δεξιοτήτων αλληλοαποδοχής, αλληλοσεβασμού και ενεργούς ακρόασης. Οι εκπαιδευτικοί καλούνται να διατηρούν υψηλά επίπεδα ενσυναίσθησης και ενεργούς ακρόασης κατά την επικοινωνία με τους γονείς, ώστε να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των γονέων και να θέσουν σε στέρεα βάση την αποτελεσματική στήριξη του παιδιού με αναπηρία στο σχολείο και στο σπίτι. Κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς είναι απαραίτητη η ουσιαστική και συστηματική ενημέρωση των γονέων από τους εκπαιδευτικούς για την πορεία εξέλιξης του παιδιού τους. Η επαρκής ενημέρωση έχει διαφανεί ότι μειώνει σε σημαντικό βαθμό τα επίπεδα άγχους κατά το μεταβατικό στάδιο (π.χ., Margetts, 2007). Η ενημέρωση μπορεί να λάβει μορφή είτε μέσω πολυθεματικών συναντήσεων, τηλεφωνικής επικοινωνίας, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή ακόμη μέσω τετραδίου επικοινωνίας ανάμεσα σε εκπαιδευτικούς και γονείς.
ü Η πραγματοποίηση ποικίλων δράσεων για προετοιμασία των παιδιών, όπως είναι οι επισκέψεις στο δημοτικό (π.χ., βρίσκουμε πού είναι οι τουαλέτες, το κυλικείο κλπ.), η ετοιμασία καρτών μέσω των οποίων επιδιώκεται η παρουσίαση του προγράμματος και των κανόνων του δημοτικού σχολείου, η έγκαιρη αγορά των απαραίτητων σχολικών ειδών, η ανάγνωση σχετικών ιστοριών για την πρώτη μέρα στο σχολείο (https://www.reader.gr/life/culture/vivlia-poy-tha-proetoimasoyn-paidi-gia-tin-proti-mera-sto-sholeio) θεωρείται ότι συμβάλλουν στην επιτυχημένη μετάβαση στους κύκλους της δημοτικής εκπαίδευσης.
ü Η εξάσκηση σε στρατηγικές επίλυσης προβλημάτων (π.χ., Τι θα κάνεις σε περίπτωση που πέσει το κολατσιό σου στο έδαφος κατά τη διάρκεια του διαλείμματος; Αν ξεχάσεις την κασετίνα σου στο σπίτι;) συμβάλλει στον επιτυχημένο χειρισμό απρόβλεπτων καταστάσεων στον σχολικό χώρο (π.χ., Fabian & Dunlop, 2007).
ü Η ανάπτυξη των κοινωνικών δεξιοτήτων των παιδιών αποτελεί ένα κρίσιμο στοιχείο της διαδικασίας μετάβασης στο δημοτικό (π.χ., Margetts, 2009). Με τον όρο «κοινωνικές δεξιότητες» αναφερόμαστε σε δεξιότητες που το παιδί καλείται να αναπτύξει για να αλληλεπιδράσει με έναν υγιή και κοινωνικά αποδεκτό τρόπο με τα υπόλοιπα μέλη του σχολικού χώρου (π.χ., Είμαι ενεργός ακροατής στο μάθημα, Χρησιμοποιώ ευγενικές λέξεις κλπ.). Η διδασκαλία των εν λόγω δεξιοτήτων είναι σαφής και άμεση και παρουσιάζεται με ξεκάθαρο και βιωματικό τρόπο η σωστή και η λανθασμένη συμπεριφορά εμπλέκοντας τα παιδιά σε δραστηριότητες εξάσκησης («Ενεργός ακροατής σημαίνει πως βλέπω και ακούω αυτόν που μιλά. Έχω τα πόδια και τα χέρια κοντά στο σώμα μου. Η φωνή μου είναι στο μηδέν και περιμένω να ολοκληρώσει ο ομιλητής. Τότε, σηκώνω το χέρι μου ψηλά.»). Όταν ο εκπαιδευτικός αφιερώνει χρόνο κατά την έναρξη της σχολικής χρονιάς να διδάξει με σαφή τρόπο τις αναμενόμενες και κοινωνικές δεξιότητες, έπειτα παρέχει συχνές υπενθυμίσεις και επανέρχεται με σύντομες επαναδιδασκαλίες κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, τότε ο διδακτικός χρόνος μεγιστοποιείται και τυχόν προβλήματα συμπεριφοράς περιορίζονται (Κουρέα, 2020∙ Sugai & Horner, 2009).
ü Κρίσιμο στοιχείο στη διαδικασία μετάβασης αποτελεί και η διδασκαλία ρουτινών τόσο από τους γονείς όσο και από τους εκπαιδευτικούς. Στις «ρουτίνες σπιτιού» τα παιδιά μαθαίνουν από νωρίς να ακολουθούν μία συγκεκριμένη διαδικαστική συμπεριφορά κατά τις ώρες ύπνου, φαγητού, διαβάσματος, κλπ. Στις «ρουτίνες τάξης» τα παιδιά εκπαιδεύονται να ακολουθούν το πρόγραμμα και τις διαδικασίες της τάξης όπου καλούνται να λειτουργήσουν (π.χ., πώς γίνεται η είσοδος και η έξοδος στην τάξη, πώς γίνεται η διανομή των φυλλαδίων καθώς και διδακτικών μέσων, πώς παραδίδουν τη συμπληρωμένη κατ’οίκον εργασία τους στον εκπαιδευτικό, κλπ.) (Κουρέα, 2020).
ü Εκπαιδευτικοί και γονείς είναι απαραίτητο να στηρίζουν αλλά και να επιβραβεύουν κάθε προσπάθεια των παιδιών, καθώς η επιβράβευση αποτελεί ένα ισχυρό κίνητρο για την εξέλιξη και την πρόοδο και συμβάλλει στην απόκτηση σημαντικών δεξιοτήτων. Ιδιαίτερα ο συγκεκριμένος λεκτικός έπαινος, ο οποίος αποτελεί περιγραφική, συγκεκριμένη και άμεση θετική ανατροφοδότηση (π.χ., «Μαρία, σ’ ευχαριστώ που κάθισες στη θέση σου γρήγορα μετά το διάλειμμα.»), έχει συνδεθεί ερευνητικά με βελτίωση των μαθησιακών και κοινωνικών δεξιοτήτων των παιδιών (π.χ., Ennis, Royer, Lane, & Dunlap, 2020∙ Κουρέα, 2020). Εκπαιδευτικοί και γονείς θα πρέπει να έχουν κατά νου ότι κάθε παιδί έχει τους δικούς του αναπτυξιακούς ρυθμούς, τις δικές του ικανότητες και δυνατότητες. Αξιοποιώντας διδακτικές μεθόδους που έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές (όπως ο συγκεκριμένος λεκτικός έπαινος) στο να βοηθήσουν τα παιδιά με αναπηρίες επιδιώκουμε τη μεγιστοποίηση των δυνατοτήτων των παιδιών για μάθηση και προσαρμογή και στηρίζουμε τις ανάγκες τους, χωρίς να τα πιέζουμε ανάλογα με τις δικές μας προσδοκίες και φιλοδοξίες.
Καταλήγοντας, η μετάβαση σε ένα καινούριο σχολείο συνοδεύεται από σημαντικές αλλαγές στη ζωή του παιδιού και της οικογένειάς του. Όπως σε κάθε αλλαγή, χρειάζεται χρόνος, υπομονή, επιμονή και θετική στάση από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Εκπαιδευτικοί και γονείς θα πρέπει να συνεργαστούν αποτελεσματικά και να εφαρμόσουν μία συστοιχία κατάλληλων στρατηγικών, ώστε να εξασφαλίσουν την επιτυχημένη μετάβαση στο Δημοτικό σχολείο. Ας μην ξεχνάμε ότι μόνο όταν ένα παιδί, με ή χωρίς αναπηρίες, αισθανθεί ασφάλεια στο περιβάλλον όπου ζει και εργάζεται, θα μπορεί να εξελιχθεί και να δημιουργήσει!
*Λέκτορας Ειδικής και Ενιαίας Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας
**Ειδική Εκπαιδευτικός, ΥΠΠΑΝ και ΣΕΠ Τμήμα Παιδαγωγικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας
***Επίκουρη Καθηγήτρια Ειδικής και Ενιαίας Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας