Τα παιδιά έχουν φωνή. Άκουσέ την!


ΤΗΣ ΔΡΟΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΧΑΤΖΗΣΩΤΗΡΙΟΥ*

Τις τελευταίες δύο εβδομάδες, η καθημερινή ειδησεογραφία καταγράφει περιστατικά έντονων (ενίοτε και ακραίων) περιστατικών αντίδρασης αρκετών γονέων και άλλων φορέων στα μέτρα κατά της πανδημίας που αφορούν τα παιδιά. Το δικαίωμα στη διαμαρτυρία και την ελεύθερη έκφραση των ενστάσεων της ευρύτερης κοινωνίας των πολιτών σε κρατικές αποφάσεις σαφέστατα και είναι αναφαίρετο. Εντούτοις, το δικαίωμα αυτό απορρέει από τη δημοκρατικότητα που θα πρέπει να χαρακτηρίζει τη λειτουργία του κράτους, και ως εκ τούτου - ή καλύτερα εξ ορισμού - θα πρέπει να ενασκείται δημοκρατικά. Τίθεται ευλόγως το ερώτημα: Σε ποιο βαθμό η  εργαλειοποίηση των παιδιών ως «φερεφώνων» των απόψεων των ενηλίκων αντιστρατεύεται τη δημοκρατική υφή των διαμαρτυριών;

Η «υποβολή» των θέσεών μας στα παιδιά λειτουργεί ως «επιβολή» και εν τέλει, έχει εξίσου «φιμωτικό» χαρακτήρα με την αποσιώπηση των αυθεντικών φωνών των ίδιων των παιδιών. Αλήθεια, αναλογιστήκαμε ως κράτος, κοινωνία των πολιτών, ακαδημαϊκή κοινότητα, οργανωμένοι εκπαιδευτικοί φορείς ή/και ως γονείς τι έχουν πραγματικά να πουν τα ίδια τα παιδιά για την πανδημία; Ποιες επιπτώσεις στον ψυχισμό τους έχουν να αναφέρουν; Τι έχουν να προτείνουν για τη βελτίωση της εκπαίδευσής τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας; Μετράμε σχεδόν δύο χρόνια σ’ αυτόν τον «κυκεώνα» των αλλεπάλληλων lockdown και των ολοένα μεταβαλλόμενων μέτρων. Είναι καιρός πλέον να δούμε τις συνέπειες της πανδημίας μέσα από τα μάτια των ίδιων των παιδιών – όχι μόνο διαισθητικά, αλλά οργανωμένα, ερευνητικά, και επιστημονικά. Το κράτος και κυρίως το ΥΠΠΑΝ και η Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας επιβαρύνονται ακόμη περισσότερο με αυτή την ευθύνη.      

Την τελευταία εικοσαετία, η ενεργός ακρόαση των φωνών των μαθητών θεωρείται από την διεθνή ερευνητική κοινότητα ως  μια σημαντική πτυχή που διευκολύνει τη βελτίωση του σχολείου, αλλά και την ενίσχυση της οικογενειακής αγωγής. Παρά τις όποιες εκκλήσεις από ακαδημαϊκούς και ερευνητές, στο κυπριακό πλαίσιο, δεν υπάρχει καμία απτή απόδειξη ότι οι φωνές των παιδιών λαμβάνονται «σοβαρά» υπόψη. Η διαπαιδαγώγηση θα πρέπει, λοιπόν, να νοηθεί από όλους μας, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών ιθυνόντων και των γονέων, ως μια προσέγγιση στην οποία τα παιδιά συμμετέχουν ελεύθερα στις προσπάθειες για κοινωνική χειραφέτηση, η οποία προϋποθέτει τη συμμετοχή των παιδιών στη λήψη αποφάσεων. Ως εκ τούτου, τα παιδιά δεν πρέπει να αποτελούν το «αποτέλεσμα» της επίσημης εκπαίδευσης ή της οικογενειακής αγωγής της οποίας τυγχάνουν ως «αντικείμενο» της δράσης των ενηλίκων, αλλά θα πρέπει να νοούνται ως «υποκείμενα» που αναλαμβάνουν ενεργό δράση για να «διαμεσολαβήσουν» στην εκπαίδευση και την αγωγή τους. Σαφέστατα όμως, δεν αρκεί μόνο να ακούμε τις φωνές των παιδιών, αλλά αυτές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ως ένας σημαντικός (ίσως ο πιο σημαντικός) τρόπος για βελτίωση της εκπαίδευσης και της αγωγής.

Αν ακροαστούμε τα παιδιά, τότε και μόνο θα λειτουργήσουμε δημοκρατικά, πιστώνοντάς τους το αναφαίρετο δικαίωμά τους να διαμεσολαβούν όχι μόνο στις επίσημες εκπαιδευτικές πολιτικές, αλλά και στις γονικές συμπεριφορές, μέσω των ιδεών, των εμπειριών, των επιλογών και των κοινωνικών σχέσεων τους.

Τα παιδιά έχουν τις δικές τους φωνές! Ας τις ακούσουμε στην αυθεντική τους μορφή!

*Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση
Πανεπιστήμιο Λευκωσίας

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










1172