ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ*
Ένας ιός μπορεί να μεταδοθεί στον άνθρωπο όταν εισπνέει μολυσματικούς μικροοργανισμούς που απελευθερώνονται στον αέρα από μολυσμένα άτομα ή όταν έρχεται σε επαφή με μολυσματικά σταγονίδια που προέρχονται από εκπνευστικές δραστηριότητες όπως το φτέρνισμα, ο βήχας, η αναπνοή και η ομιλία. Από αυτές τις δραστηριότητες, το φτέρνισμα και ο βήχας συχνά λαμβάνουν τη μεγαλύτερη επιστημονική προσοχή κατά τη διερεύνηση των προτύπων μετάδοσης του ιού, δεδομένου ότι παράγουν ακαριαία μεγάλο αριθμό αερολυμάτων και τα ωθούν σε πολύ μεγαλύτερη απόσταση από την ομιλία. Υπάρχει ωστόσο η παραδοχή ότι ακόμα κι η ομιλία δημιουργεί δυνητικά μολυσματικά αναπνευστικά αερολύματα και ως εκ τούτου πιθανότατα παίζει σημαντικό ρόλο στη μετάδοση του ιού.
Προηγούμενη έρευνα πρότεινε ότι ο αριθμός των σωματιδίων αερολύματος που εκπέμπονται κατά τη διάρκεια της ομιλίας μπορεί να διαμορφώνεται από τα φωνητικά χαρακτηριστικά μιας δεδομένης γλώσσας μαζί με άλλους παράγοντες. Αυτό σημαίνει ότι τα ηχητικά ακουστικά χαρακτηριστικά των φθόγγων μπορεί να καθορίσουν τη μεταδοτικότητα ενός ιού μεταξύ των ανθρώπων. Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα φωνητικά χαρακτηριστικά ποικίλλουν μεταξύ των γλωσσών του κόσμου, αυτό μας οδηγεί στην υπόθεση ότι διαφορετικές γλώσσες παράγουν διαφορετικές ποσότητες αερολυμάτων. Επομένως, μπορούμε να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ γλωσσών «υψηλού» και «χαμηλού» κινδύνου όσον αφορά τη μετάδοση του ιού.
Αυτή η ανασκόπηση του πεδίου που δημοσιεύτηκε από τον γραφόντα στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Speech, Language and Hearing (Taylor and Francis) στοχεύει να παρουσιάσει εμπειρικά δεδομένα από τη βιβλιογραφία σχετικά με το ρόλο διαφορετικών τύπων ήχων ομιλίας στην πιθανή μετάδοση μιας μολυσματικής νόσου όπως ο COVID-19. Ο κίνδυνος μετάδοσης υπολογίζεται με βάση την ποσότητα αερολύματος που δημιουργείται από κάθε φθόγγο. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιώντας το πρωτόκολλο ανασκόπησης πεδίου αναλύθηκαν 2217 μελέτες από 5 επιστημονικές βάσεις δεδομένων που δημοσιεύτηκαν από το 2000 μέχρι το 2021. Η τελική ανάλυση συμπεριέλαβε 11 μελέτες που μελετούν τον ρόλο συγκεκριμένων φθόγγων (συμφώνων και φωνηέντων) στην πιθανότητα μετάδοσης μιας ιογενούς λοίμωξης. Τα αποτελέσματα κατέδειξαν ότι οι φθόγγοι που είναι πιθανότερο να μεταδώσουν πιο εύκολα έναν ιό είναι τα ηχηρά κλειστά (π.χ. /b d g/), ακολουθούμενα από τα ρινικά (π.χ. /mn/), άηχα κλειστά (π.χ. /pt/), ηχηρά τριβόμενα (π.χ. /v/), φωνήεντα (π.χ. /ae/) και τέλος άηχα τριβόμενα σύμφωνα (π.χ. /f/). Αν εξαιρέσουμε την ηχηρότητα, η κατηγοριοποίηση μπορεί να διαμορφωθεί ως: κλειστά, ρινικά, τριβόμενα, φωνήεντα.
Ο ρόλος της ομιλίας στη μετάδοση του ιού είναι σημαντικός καθώς η παραγωγή ήχων ομιλίας εκπέμπει έναν αριθμό σταγονιδίων, τα οποία διαφέρουν από φθόγγο σε φθόγγο. Λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές ανάμεσα στα φωνητικά συστήματα των γλωσσών του κόσμου, αναμένουμε ότι η μετάδοση του ιού εξαρτάται από την ύπαρξη και τη συχνότητα χρήσης συγκεκριμένων φθόγγων σε κάθε γλώσσα. Έτσι, ορισμένες γλώσσες είναι «υψηλού» και άλλες «χαμηλού κινδύνου» όσον αφορά τη μετάδοση του ιού. Για παράδειγμα, δεδομένου ότι τα ηχηρά κλειστά σύμφωνα είναι δυνητικά οι πιο μεταδοτικοί τύποι ήχων, μπορούμε να προβλέψουμε ότι τα Αγγλικά και τα Γερμανικά είναι «υψηλότερου κινδύνου» σε σύγκριση με τα Ελληνικά, καθώς τα ηχηρά κλειστά /b d g/ εμφανίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα στις πρώτες γλώσσες.
Τα συμπεράσματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως επιδημιολογικές μετρήσεις, επιτρέποντας στους επιδημιολόγους να μοντελοποιήσουν καλύτερα τους παράγοντες που επηρεάζουν την εξάπλωση των αναπνευστικών ασθενειών, καθώς η γλώσσα που μιλάει κάθε άτομο μπορεί να καθορίσει τη μεταδοτικότητα του ιού. Επίσης, η μοντελοποίηση της πιθανής μεταδοτικότητας ενός ιού μέσω των ήχων ομιλίας μπορεί να βοηθήσει τους λογοπαθολόγους να διαχειριστούν καλύτερα και να μειώσουν τον κίνδυνο μετάδοσης μιας ιογενούς ασθένειας. Για παράδειγμα, όταν παρέχουν θεραπείες για ήχους «υψηλού κινδύνου», όπως τα κλειστά σύμφωνα, που απαιτούν τόσο από τους κλινικούς ιατρούς όσο και από τους ασθενείς να παράγουν αυτούς τους ήχους, μπορεί να λάβουν πρόσθετα προληπτικά μέτρα, όπως η χρήση μάσκας προσώπου ή η αύξηση της απόστασης από τους ασθενείς τους. Αυτά τα μέτρα μπορεί να είναι λιγότερο αυστηρά όταν αντιμετωπίζουν άλλους ήχους ομιλίας που δεν εκπέμπουν τόσα σωματίδια και επομένως θεωρούνται λιγότερο επικίνδυνοι για τη μετάδοση μιας ιογενούς ασθένειας (π.χ., φωνήεντα).
Τελειώνοντας, η έλλειψη πολλών στοιχείων σχετικά με την επίδραση διαφορετικών ειδών φθόγγων στην εξάπλωση του ιού αποτελεί πρόκληση για τους επιστήμονες καθώς δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Επίσης, οι μεθοδολογικοί και πρακτικοί περιορισμοί αυτών των μελετών περιορίζουν τη δημιουργία ακριβών εξηγήσεων για το πώς η παραγωγή συγκεκριμένων φθόγγων μπορεί να μεταδώσει έναν ιό. Η μελλοντική έρευνα μπορεί να διεξαχθεί σε περιβάλλοντα πραγματικής ζωής με την εξέταση της επίδρασης άλλων παραγόντων εκτός από τους φυσικογλωσσικούς: αυτοί μπορεί να είναι πολιτιστικοί, κοινωνικοί, ανατομικοί, κ.λπ.
Δείτε τη δημοσίευση εδώ:
*Ακαδημαϊκός
Τμήμα Γλωσσών και Λογοτεχνίας, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας
Συντονιστής του The Cyprus Linguistics and Humanities Research Group
georgiou.georg@unic.ac.cy