ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ*
Προσπαθώντας να ορίσουμε την επιστήμη της γλωσσολογίας, θα λέγαμε ότι αποτελεί την επιστημονική μελέτη της γλώσσας ως καθολικού φαινομένου καθώς και τη διερεύνηση μεμονωμένων γλωσσών. Στόχος της είναι να απαντήσει σε ερωτήματα σχετικά με τη φύση της γλώσσας, τη δομή της και τη σχέση της με τον ανθρώπινο νου και την κοινωνία. Επίσης, μέσω της εξέτασης των γλωσσικών δομών (δηλαδή των τρόπων με τους οποίους οργανώνεται η έκφραση και διαμορφώνεται το νόημα για την επικοινωνία), στοχεύει στο να εξετάσει τη δυνατότητα διατύπωσης κοινών κανόνων για όλες τις γλώσσες. Για να επιτύχει το τελευταίο, χρησιμοποιεί εμπειρικά δεδομένα, θεσπίζει γλωσσικές αρχές και χρησιμοποιεί κατάλληλα μεθοδολογικά εργαλεία. Είναι σημαντικό να προσθέσουμε ότι οι γλωσσολόγοι επικεντρώνονται στην περιγραφή και την ερμηνεία των γλωσσικών φαινομένων χωρίς να παρεμβαίνουν, να αξιολογούν ή να έχουν πρόθεση να επιβάλουν γλωσσικούς κανόνες. Η γλωσσολογία είναι περιγραφική και όχι ρυθμιστική επιστήμη.
Τα πλείστα πανεπιστήμια στον κόσμο προσφέρουν μαθήματα και πτυχία γλωσσολογίας. Η γλωσσολογία, ωστόσο, απουσιάζει από το σχολείο. Δεν υπάρχει γνωστικό αντικείμενο «Γλωσσολογία» όπως υπάρχουν «Μαθηματικά», «Φυσική», «Μουσική», κτλ. Ας το σκεφτούμε απλά. Η γλώσσα είναι προνόμιο όλων των ανθρώπων και αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς τους. Κι όμως, γνωστικό αντικείμενο που μελετά επιστημονικά τη γλώσσα απουσιάζει από την εκπαίδευση!
Μέσα από τη γλωσσολογία, οι μαθητές θα είναι σε θέση να αποτιμήσουν καλύτερα τη γλώσσα ως σύστημα επικοινωνίας, θα αντιληφθούν πώς λειτουργεί το γλωσσικό σύστημα, αποκτώντας παράλληλα μεταγλωσσικές δεξιότητες και θα μάθουν πώς τροποποιείται η γλώσσα στο πέρασμα των χρόνων και πώς συνδέεται με την κοινωνία. To κυριότερο είναι ότι θα ξεφύγουν από τη θεώρηση της γλώσσας ως ένα σύστημα συγκεκριμένων κανόνων συγκεντρωμένο στις γραμματικές που πρέπει τυφλά να υπακούνε και θα την αντιμετωπίζουν ως ένα σύστημα ζωντανό που συνεχώς αλλάζει και το οποίο αποτελείται από ποικίλες δομές. Σε πρακτικό επίπεδο, η γνώση γλωσσολογίας βοηθά στη χρησιμοποίηση της γλώσσας με τρόπο που να ευνοεί την καλύτερη και αποτελεσματικότερη επικοινωνία καθώς και την ευκολότερη εκμάθηση ξένων γλωσσών. Στο κυπριακό συγκείμενο, ειδικότερα, θα υπάρξει μία αισθητή βελτίωση στην απόδοση των μαθητών στο μάθημα των Νέων Ελληνικών (το οποίο πάντοτε δυσκόλευε τους μαθητές).
Η σημασία εισαγωγής της γλωσσολογίας στους μαθητές έχει επισημανθεί από μία πληθώρα ακαδημαϊκών και γλωσσολόγων (Denham 2010, Lobeck 2010, Peng & Ann 2010, Reaser 2010, Sweetland 2010). H Bateman (2019) αφού ενσωμάτωσε τη γλωσσολογία στη μάθηση μέσω επίτευξης έργου (project-based learning) παρατήρησε ότι οι στόχοι των γλωσσολόγων – η αλλαγή της στάσης των μαθητών απέναντι στη γλώσσα και η κατανόηση του γλωσσικού συστήματος – και των εκπαιδευτικών – η βελτίωση της επίδοσης των μαθητών – είχαν επιτευχθεί. Η Loosen (2014) δημιούργησε ένα επιλεγόμενο μάθημα γλωσσολογίας για μαθητές των τάξεων 10-12 (Λύκειο) στο Milwaukee των ΗΠΑ. Μέσα από την εμπειρία της αναφέρει ότι οι μαθητές βρήκαν πολύ ενδιαφέρον το μάθημα. Μετά την αποφοίτησή τους είχαν αμφισβητήσει πολλές εσφαλμένες υποθέσεις που κάνουν συνήθως οι άνθρωποι για τη γλώσσα. Είχαν μεγαλύτερη επίγνωση της ποικιλομορφίας των γλωσσών του κόσμου, αναστοχάζονταν περισσότερο ως προς τη χρήση της γλώσσας και απέκτησαν περιέργεια να μάθουν περισσότερα για τη γλώσσα στο μέλλον. Οι επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι η εισαγωγή της γλωσσολογίας στους μαθητές ενέχει αρκετά πλεονεκτήματα.
Μπρος για αλλαγή.
Μπορούμε να εντάξουμε τη γλωσσολογία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και συγκεκριμένα στο Λύκειο. Αυτό μπορεί να γίνει πιλοτικά με μία περίοδο ανά εβδομάδα. Μπορεί αρχικά να εισαχθεί ως επιλεγόμενο μάθημα. Καλούμε τα σχολεία και το ΥΠΠΑΝ να εξετάσουν σοβαρά το θέμα. Ως ακαδημαϊκοί γλωσσολόγοι, είμαστε ανοικτοί σε συζήτηση σε περίπτωση που υπάρξει θετική ανταπόκριση.
*Επίκουρος Καθηγητής Γλωσσολογίας
Τμήμα Γλωσσών και Λογοτεχνίας
Πανεπιστήμιο Λευκωσίας
georgiou.georg@unic.ac.cy