ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ*
Η πρόβλεψη της ικανότητας διάκρισης δύο αντιθετικών φθόγγων σε μία μη μητρική γλώσσα έχει διερευνηθεί από μία πληθώρα μελετών. Αυτό που δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς είναι η συγκριτική συμβολή της ακουστικής ομοιότητας και της αντιληπτικής ομοιότητας των φθόγγων της πρώτης γλώσσας (Γ1) με αυτούς μιας μη μητρικής γλώσσας. Μία μελέτη που δημοσιεύτηκε από τον Δρα Γιώργο Γεωργίου και την κ. Δήμητρα Δημητρίου επιχειρεί στο να καλύψει αυτό το κενό διερευνώντας την αντίληψη των ολλανδικών φωνηέντων από ομιλητές της κυπριακής ελληνικής, που λειτουργούν ως ακροατές της ολλανδικής γλώσσας.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο κορυφαίο επιστημονικό περιοδικό Attention, Perception and Psychophysics, που αποτελεί έκδοση της Ψυχονομικής Εταιρείας μέσου του εκδοτικού οίκου Springer. Αποτελεί το 9ο καλύτερο περιοδικό στον κόσμο ως προς τον δείκτη Hirsch ανάμεσα σε 1159 περιοδικά στην κατηγορία Γλωσσολογία και Γλώσσα με βάση τον αξιόπιστο ερευνητικό οργανισμό SCImago.
Η ακουστική ομοιότητα των φθόγγων της Γ1 και της μη μητρικής γλώσσας υπολογίστηκε με τη χρήση ενός αλγορίθμου μηχανικής μάθησης, ο οποίος εκπαιδεύτηκε με τα ακουστικά χαρακτηριστικά (τρεις πρώτοι διαμορφωτές και διάρκεια) των φωνηέντων της κυπριακής ελληνικής και ο οποίος στη συνέχεια τροφοδοτήθηκε με τα αντίστοιχα ακουστικά χαρακτηριστικά των φωνηέντων της ολλανδικής, όπως συλλέχθηκαν από ενήλικες φυσικούς ομιλητές των γλωσσών αυτών. Ο αλγόριθμος παρείχε υπολογισμούς για το πώς κατηγοριοποιούνται τα φωνήεντα της ολλανδικής σε φωνήεντα της κυπριακής ελληνικής, επιτρέποντας τη δημιουργία προβλέψεων σχετικά με τη διάκριση φωνηεντικών αντιθέσεων. Η αντιληπτική ομοιότητα ελέγχθηκε με τη χρήση του μοντέλου ομιλίας Universal Perceptual Model, που αναπτύχθηκε από τον Δρα Γεωργίου. Το μοντέλο παρέχει προβλέψεις στη βάση της ταξινόμησης των φθόγγων μη μητρικής γλώσσας σε φθόγγους της Γ1, η οποία πραγματοποιείται με τη συμπλήρωση ενός ψυχομετρικού τεστ στον υπολογιστή. Στο πείραμα έλαβαν μέρος φυσικοί ομιλητές της κυπριακής ελληνικής ως ακροατές της ολλανδικής.
Τα ευρήματα κατέδειξαν ότι οι ακροατές ταξινόμησαν κάθε φωνήεν της μη μητρικής γλώσσας σε ένα ή περισσότερα φωνήεντα της Γ1 τους, ενώ η ακρίβεια διάκρισης σε σχέση με τις αντιθέσεις της μη μητρικής γλώσσας ήταν μέτρια. Επιπλέον, η ακουστική ομοιότητα προέβλεψε σε μεγάλο βαθμό την ταξινόμηση των ήχων της ολλανδικής στις κατηγορίες της Γ1 και τόσο η ακουστική όσο και η αντιληπτική ομοιότητα προέβλεψαν την ακρίβεια διάκρισης όλων των αντιθέσεων. Συμφωνώντας με προηγούμενα ευρήματα, αυτά τα ευρήματα καταδεικνύουν ότι τα ακουστικά και αντιληπτικά σήματα είναι αξιόπιστοι προγνωστικοί παράγοντες της διάκρισης ηχητικών αντιθέσεων μιας μητρικής γλώσσας και ότι το μοντέλο Universal Perceptual Model μπορεί να κάνει ακριβείς εκτιμήσεις για τα πρότυπα διάκρισης ήχων από μη φυσικούς ομιλητές.
Μέσα από τα ευρήματα αυτής της μελέτης μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τον ρόλο των ακουστικών σημάτων στην αντίληψη ομιλίας. Για παράδειγμα, φαίνεται ότι οι φυσικοί ομιλητές της κυπριακής ελληνικής στηρίζονται πάνω στους πρώτους δύο διαμορφωτές των φωνηέντων της μη μητρικής γλώσσας για να τα διαχωρίζουν. Αυτοί ανταποκρίνονται στο ύψος και στη θέση της γλώσσας στη στοματική κοιλότητα. Πρακτικά, τα αποτελέσματα υποστηρίζουν ότι είναι εφικτό να χαρτογραφηθούν οι δυσκολίες μανθανόντων μιας δεύτερης/ξένης γλώσσας μέσω της ανάλυσης των ακουστικών σημάτων των φθόγγων όπως παράγονται από φυσικούς ομιλητές της Γ1 και της δεύτερης/ξένης. Ακόμη, η χρήση μοντέλων ομιλίας όπως το Universal Perceptual Model για αυτή τη χαρτογράφηση είναι εξίσου αποτελεσματική.
Η δημοσίευση:
https://link.springer.com/article/10.3758/s13414-023-02781-7
*Επίκουρος Καθηγητής Γλωσσολογίας
Τμήμα Γλωσσών και Λογοτεχνίας
Πανεπιστήμιο Λευκωσίας
Διευθυντής του Φωνητικού Εργαστηρίου Πανεπιστημίου Λευκωσίας
georgiou.georg@unic.ac.cy