ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΡΟΣ ΑΡΕΤΟΥΣΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ*
Παρά το ότι υπάρχει πληθώρα ερευνών που επικεντρώνεται στις ικανότητες αντίληψης ομιλίας από ομιλητές/τριες μιας δεύτερης γλώσσας (Γ2), εξακολουθεί να υπάρχει ένα σημαντικό κενό στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο γνωστικές λειτουργίες, όπως η φωνολογική βραχυπρόθεσμη μνήμη και η μη λεκτική νοημοσύνη, επηρεάζουν την αντίληψη της ομιλίας της Γ2.
Μια πρόσφατα δημοσιευθείσα μελέτη του Δρος Γιώργου Γεωργίου και της Δρος Αρετούσας Γιαννακού από το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Journal of Psycholinguistic Research (Scopus-Q1) επιχειρεί να καλύψει το κενό αυτό διερευνώντας τη διάκριση φωνηεντικών αντιθέσεων της αγγλικής ως Γ2 με σκοπό να αξιολογήσει την επίδραση της μνήμης και της νοημοσύνης των ομιλητών/τριών στην διάκριση αυΟι συμμετέχοντες/ουσες αποτελούνταν από ενήλικες ομιλητές/τριες της Κοινής Νέας Ελληνικής, οι οποίοι/ες συμπλήρωσαν μια συμπεριφορική δοκιμασία διάκρισης ΑΧ στον υπολογιστή, μια δοκιμασία ανάκλησης εύρους ψηφίων (ευθεία και αντίστροφη) και μια δοκιμασία μη λεκτικής νοημοσύνης (Ravens Standard Progressive Matrices). Μια ομάδα ελέγχου από αγγλόφωνους ομιλητές συμπλήρωσε επίσης τη δοκιμασία AX. Τα δεδομένα αναλύθηκαν με τη χρήση μπεϋζιανών μοντέλων παλινδρόμησης
Τα αποτελέσματα φανέρωσαν ότι οι ελληνόφωνοι/ες ομιλητές/τριες παρουσίασαν χαμηλότερα ποσοστά διάκρισης των φωνηεντικών αντιθέσεων της αγγλικής σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ότι δεν υπήρξαν σημαντικές ενδείξεις υπέρ της ακριβέστερης διάκρισης των αντιθέσεων της Γ2 από τους/τις συμμετέχοντες/ουσες με υψηλή μνήμη σε σύγκριση με εκείνους/ες με χαμηλή μνήμη. Ωστόσο, η μελέτη απέδωσε σημαντικά στοιχεία που υποδεικνύουν ότι οι συμμετέχοντες/ουσες με υψηλότερη νοημοσύνη επέδειξαν μεγαλύτερη ακρίβεια στη διάκριση των περισσότερων αντιθέσεων σε σύγκριση με τους αυτούς/ες με χαμηλότερη νοημοσύνη.
Η περιορισμένη επίδραση της φωνολογικής βραχυπρόθεσμης μνήμης στην αντίληψη της ομιλίας υποδηλώνει την ανάγκη περαιτέρω διερεύνησης, λαμβάνοντας υπόψη την πιθανή επίδραση των μεθοδολογιών δοκιμής και την περίπλοκη αλληλεπίδραση άλλων παραγόντων, όπως η κούραση και το ψυχολογικό άγχος. Επιπλέον, η μελέτη αποκαλύπτει μια αξιοσημείωτη σχέση μεταξύ της μη λεκτικής νοημοσύνης και της αντίληψης της ομιλίας στη Γ2, η οποία πιθανώς συνδέεται με τη συσχέτιση της υψηλής νοημοσύνης με ενισχυμένες ικανότητες προσοχής, ικανότητες επεξεργασίας πληροφοριών και μαθησιακές δεξιότητες – όλα αυτά είναι ζωτικής σημασίας για την ακριβέστερη αντίληψη της ομιλίας.
Η δημοσίευση:
https://link.springer.com/article/10.1007/s10936-024-10038-z
*Επίκουρος Καθηγητής Γλωσσολογίας Διευθυντής του Φωνητικού Εργαστηρίου Πανεπιστημίου Λευκωσίας georgiou.georg@unic.ac.cy
** Λέκτορας Γλωσσολογίας, Τμήμα Γλωσσών και Λογοτεχνίας Πανεπιστήμιο Λευκωσίας giannakou.a@unic.ac.cy