Τα δημιουργικά ίχνη της ψυχικής μας ανθεκτικότητας


ΤΗΣ ΣΤΕΛΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ - ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ*

Η δημιουργικότητα εξ’ ορισμού συνδέεται με την ενεργοποίηση του εκάστοτε υποκειμένου, καθώς ταυτίζεται και υλοποιείται με την «πράξη» και τη «δράση» του. Με αφετηρία τη θέση ότι πίσω από κάθε δράση αναπόφευκτα εδράζουν νοητικές διαδικασίες, συνδεδεμένες με την επεξεργασία και αφομοίωση των αντιληπτικών προσλήψεων, η δημιουργική διαδικασία θα μπορούσε να ταυτιστεί με την καρτεσιανή ρήση «Cogito, ergo sum» (Σκέφτομαι άρα υπάρχω)[i], μιας και η υλοποίηση της σκέψης μέσα από τη δράση αφήνει αδιαμφισβήτητο και αδιαπραγμάτευτο ίχνος ύπαρξης.

Επαγωγικά η δημιουργία, ως ενέργεια, θα μπορούσε να ταυτίζεται με την ίδια τη ζωή, καθώς κάθε αντίθετη αυτής έννοια, αναπόφευκτα, συνδέεται με την απουσία της -ως κατάσταση αδράνειας- ή την αντιστράτευσή της -ως καταστροφική δράση. Κάπου εδώ, είναι αναγκαίο να ορίσουμε τον άνθρωπο ως δημιουργό, αφού φέρει a priori τη δεξιότητα της δημιουργίας η οποία ενυπάρχει σε δυνητική κατάσταση, σε κάθε άτομο και σε κάθε ηλικία. Φέροντας την ταυτότητα του «δημιουργού» και όχι του «δημιουργήματος», ο άνθρωπος συνδέεται με τη δημιουργική διαδικασία, σε υπαρξιακό επίπεδο, και η δημιουργική του δραστηριότητα τείνει να ταυτίζεται με μια γενικότερη στάση ζωής, παρά να συρρικνώνεται σε μεμονωμένες δραστηριότητες συγκεκριμένου (καλλιτεχνικού συνήθως) ενδιαφέροντος. Βρίσκεται, συνεπώς, σε μια διαρκή αναζήτηση των δυνατοτήτων του, αποδεικνύοντας πρωτίστως στον εαυτό του την ύπαρξή του.

Ο όρος «Δημιουργικότητα (Creativity)», διαφεύγει ενός μονοδιάστατου ορισμού, με τους μελετητές να αποκλίνουν σημαντικά στις εισηγήσεις τους. Σύμφωνα με τον Peter Meusburger (2009)[ii], στη βιβλιογραφία εντοπίζονται πάνω από́ εκατό́ διαφορετικές αναλύσεις της δημιουργικότητας, ενώ σύμφωνα με τον Brown (1989)[iii], οι αναλύσεις αυτές, διαφοροποιούνται ανάλογα με το αντικείμενο εστίασής του ενδιαφέροντός τους, καθώς δύναται να εστιάζουν στη δημιουργική διαδικασία, στο προϊόν, στο άτομο ή στο περιβάλλον. Ο JP Guilford (1967)[iv], πρώτος συνέδεσε  τη δημιουργικότητα με την εφευρετικότητα και τη σύνθεση, διακρίνοντας τη δημιουργική σκέψη σε συγκλίνουσα (Convergent Thinking) και αποκλίνουσα σκέψη (Divergent Thinking). Σύμφωνα με τον Guilford η συγκλίνουσα σκέψη απαντά στην αναζήτηση μιας μοναδικής λύσης σε ένα πρόβλημα, ενώ η αποκλίνουσα σκέψη αφορά στην αναζήτηση ενός συνόλου από πολλαπλές απαντήσεις.

Φέρνοντας όλα τα πιο πάνω σε ένα ιδεατό consensus, θα μπορούσε κανείς, σε πολύ γενικές γραμμές, να ορίσει τη «δημιουργικότητα» ως την έμφυτη τάση του ανθρώπου να δρα, παράγοντας νέες ιδέες, οι οποίες απαντούν στην ανάγκη του να λύνει προβλήματα, να επικοινωνεί και να ψυχαγωγεί(ται).

Tο μοντέλο διάκρισης «four C» (Big-C, little-c, mini-c, Pro-C), των James Kaufman και Ronaldo Beghetto (2009)[v], επιχειρεί να ενσωματώσει σε τέσσερεις κατηγορίες το ευρύ φάσμα όλων των ορισμών της δημιουργικότητας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατηγορία little-c, με την οποία οι Kaufman και Beghetto ορίζουν τη δημιουργικότητα ως αναπόσπαστο κομμάτι των καθημερινών μας ενεργειών και παραγομένων, που άλλοτε βοηθά στην εύρεση λύσης σε αυθεντικές προβληματικές καταστάσεις και άλλοτε αποτελεί μέσο για την έκφραση συναισθημάτων και σκέψεων.

Είναι τελικά αυτό το τόσο υποτιμημένο little-c, που έχει ενεργοποιηθεί ως στρατηγική -τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο- για τη διαχείριση της κρίσης την οποία προκαλεί η πανδημία Covid στην καθημερινότητάς μας;

 Τοποθετημένοι σε μια δοσμένη προβληματική κατάσταση, της οποίας το μέγεθος μας υπερβαίνει και η λύση μας διαφεύγει, καλούμαστε να επινοούμε καθημερινά νέους τρόπους να απαντάμε σε διαχρονικά εφήμερα «προβλήματα» διασκεδάζοντας την πλήξη μας και επικοινωνώντας τους εαυτούς μας. Στην τελική δεν μαγειρεύουμε απλά για να φάμε, δεν σκηνοθετούμε αστεία βιντεάκια απλά και μόνο για να γελάσουμε, δεν ποστάρουμε καθώς κουρευόμαστε γιατί βαριόμαστε, δεν παίζουμε μόνο για να εκτονωθούμε. Απλές καθημερινές δραστηριότητες επαναπροσδιορίζονται ως προβληματικές καταστάσεις, λαμβάνουν μεγαλύτερες νοηματικές διαστάσεις και επιδέχονται πολλαπλές απαντήσεις. Και η κάθε απάντηση ως καθαρτική πράξη αυτοεπιβεβαίωσης, κουβαλά το φορτίο της εσωτερικής μας ανάγκης να αποτυπώσουμε και να αποδείξουμε την ύπαρξής μας. Να σφραγίσουμε τη ζωή δημιουργώντας, για να εξορκίσουμε τον θάνατο που συνεπάγεται η επιβεβλημένη αδράνεια της καραντίνας μας.

Κάπου εκεί, ανάμεσα στην έμφυτη δημιουργικότητα και στην τραυματική πραγματικότητα αναζητούμε τις αντιστάσεις για να υπερβούμε τις περιστάσεις. Και καθώς μεγαλουργούμε με κλαδευτήρια, ψαλίδια, κουτάλες, κινητά, οθόνες και πληκτρολόγια, ουσιαστικά διερευνούμε και διευρύνουμε τα όρια της «ψυχικής μας ανθεκτικότητας»[1][vi], αφήνοντας το δημιουργικό (ψηφιακό) ίχνος μας ως υπαρξιακή πράξη αντίστασης.

[1]Με τον όρο «ψυχική ανθεκτικότητα» εννοείται μια δυναμική διαδικασία, κατά την οποία τα άτομα εμφανίζουν θετική προσαρμογή/ ανταπόκριση παρά την έκθεσή τους σε αντίξοες ή τραυματικές περιστάσεις.

[i] Cogito, ergo sum, (Latin: “I think, therefore I am) dictum coined by the French philosopher René Descartes in his Discourse on Method (1637) as a first step in demonstrating the attainability of certain knowledge. 

[ii] Meusburger, Peter (2009). "Milieus of Creativity: The Role of Places, Environments and Spatial Contexts".

[iii] Brown, R. T. (1989). Creativity. In Handbook of creativity (pp. 3-32).

[iv] Guilford, J. P. (1967). Creativity: Yesterday, today and tomorrow. The Journal of Creative Behavior, 1(1), 3-14.

[v] Kaufman, J. C., & Beghetto, R. A. (2009). Beyond big and little: The four c model of creativity. Review of general psychology, 13(1), 1.

[vi] Luthar, S. S., Cicchetti, D., & Becker, B. (2000). The construct of resilience: a critical evaluation and guidelines for future work. Child development, 71(3), 543–562.

  Masten, A. (2018). Resilience Theory and Research on Children and Families: Past, Present, and Promise. Journal of Family Theory & Review. 10(10064).

*Εκπαιδευτικός Προσχολικής




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










1637