ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ*
Μεταξύ των παραγόντων που επιδρούν και ενισχύουν, την αποτελεσματική λειτουργία της σχολικής μονάδας είναι η σχολική ηγεσία και ο ρόλος που καλείται να διαδραματίσει ο Διευθυντής σε αυτή. Επιστημονικές μελέτες (Τριλιανός 1987, Θεοφιλίδης 1994, Σαΐτης 1997), επιβεβαιώνουν την άποψη ότι σε κάθε σχολική μονάδα η ηγεσία είναι αυτή που καθορίζει την ποιότητα του παραγόμενου έργου της, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως δεν είναι δυνατό να βρεθούν εξαιρετικοί δασκάλοι-ηγέτες σε διαφορετικά σχολεία. Ασυνήθιστο όμως είναι να βρεθεί ποιοτική δουλειά μέσα σ' ένα σχολείο, αν ο Διευθυντής και οι λοιποί διδάσκοντες δεν ασκούν κατάλληλη ηγεσία.
Ως κύριες λειτουργίες της διοίκησης και καθήκοντα του Διευθυντή, με βάση τα σχέδια υπηρεσίας του, θεωρούνται ο προγραμματισμός, η οργάνωση, η διεύθυνση και ο έλεγχος (Κουτούζης, 1999; Μπουραντάς, 2002, Σαΐτης, 2007). Οι βασικότερες υποχρεώσεις του προς το σύλλογο διδασκόντων είναι να οργανώνει συγκεντρώσεις στις οποίες μιλάει ο ίδιος ή κάποιος άλλος με κύρια θέματα τον διαχωρισμό αρμοδιοτήτων σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά των μελών, η διαμόρφωση του ωρολογίου προγράμματος της σχολικής μονάδας, η διατήρηση και διαφύλαξη ενός καθαρού και ασφαλούς περιβάλλοντος, καθώς επίσης και η επάρκεια στα απαραίτητα εποπτικά μέσα.
Παρόλο που ο Σαΐτης (2008: 99) υποστηρίζει ότι ο Διευθυντής σε συνεργασία με τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς οργανώνουν εξωσχολικές δραστηριότητες για να αναδειχθεί το σχολείο στο κοινωνικό περιβάλλον, σε συνεργασία μεταξύ τους μελετούν το κοινωνικό περιβάλλον του σχολείου με σκοπό να αναπτυχθεί ένα εργασιακό περιβάλλον όπου οι εκπαιδευτικοί θα νοιώθουν άνετα, να είναι ευτυχισμένοι και να ικανοποιούν τις ανάγκες τους, η προσκόλληση των Διευθυντών στα γραφειοκρατικά δρώμενα και μόνο δημιουργεί στα σχολεία αρνητικά περιβάλλοντα για τους εκπαιδευτικούς και κατ΄ επέκταση για τους μαθητές.
Ο ρόλος του λοιπόν στον 21ο αιώνα, σύμφωνα με τους Σαΐτη και Σαΐτη (2011), ο έγκειται σε αυτόν του οργανωτή, του επόπτη, του εκπαιδευτή, του συντονιστή και του ρυθμιστή λειτουργικών ζητημάτων. Οφείλει να γνωρίζει και να εφαρμόζει πιστά τις διατάξεις που ρυθμίζουν τη λειτουργία του σχολείου και να οργανώνει τα υπηρεσιακά βιβλία, το σχολικό αρχείο και τη νομοθεσία. Επίσης έχει την ευθύνη της εποπτείας και του συντονισμού όλου του προσωπικού και της εφαρμογής του ωρολογίου προγράμματος.
Μέσα από την προσωπικότητα και τα διοικητικά του καθήκοντα συμμετέχει στα σχολικά δρώμενα και συμβάλλει στην διατήρηση και εξέλιξη του σχολείου (Κιρκιγιάννη, 2011). Οφείλει να παίρνει αποφάσεις λαµβάνοντας υπόψη τη γνώµη των εκπαιδευτικών και εξασφαλίζοντας τη συναίνεσή τους. Οφείλει να οργανώνει, να συντονίζει και να χειρίζεται επιδέξια τις καταστάσεις. Οφείλει να θέτει υψηλούς και σαφείς στόχους (Αναγνωστοπούλου, 2001), να συναποφασίζει για τις ενέργειες που θα πρέπει να ακολουθήσει η σχολική μονάδα με σκοπό την ανάπτυξη αυτών των σχέσεων (Ζάχαρης 1985, όπως αναφέρει ο Σαΐτης, 2008: 99). Τέλος, οφείλει να λειτουργεί ως μέντορας, κυρίως για τους νεοδιοριζόμενους εκπαιδευτικούς.
Είναι ξεκάθαρο πως στο έργο του έχουν προστεθεί επιπλέον αρμοδιότητες λόγω των απαιτήσεων της κοινωνίας όπως η οργάνωση της διοίκησης στο σχολείο, ο συντονισμός του προσωπικού και η συμμετοχή του στην αναβάθμιση κάθε σχολικής πρακτικής. Για το λόγο αυτό οφείλει να συγχρονίζεται με τις απαιτήσεις αυτές, να θέτει υψηλούς στόχους και να μη σταματά ποτέ να εξελίσσει τις γνώσεις του (Σιάπκα, 2011: 50, Κιρκιγιάννη, 2011: 96). Να συμβάλει στην δημιουργία των ανθρωπίνων σχέσεων μεταξύ όλων των μελών της σχολικής μονάδας αποτρέποντας τα διάφορα προβλήματα που προκύπτουν προωθώντας την αποτελεσματική επικοινωνία (Κιρκιγιάννη, 2011: 101) και γενικότερα να είναι αποτελεσματικός σε μια ευρύτερη έννοια από εκείνην του απλού διευθυντή.
Λόγω της αύξησης των υποχρεώσεών του, καθήκοντά του όπως η υποχρέωσή του να πληροφορεί τα μέλη για τους νόμους που σχετίζονται με τη σχολική μονάδα, να οργανώνει ένα θετικό σχολικό κλίμα, να ενημερώνει τους κηδεμόνες των μαθητών και να παρέχει πληροφορίες στους εκπαιδευτικούς με σκοπό να μπορέσουν να υλοποιήσουν καλύτερα το έργο τους κάνοντας τις παρατηρήσεις του όποτε αυτό είναι απαραίτητο, διατηρώντας ένα φιλικό κλίμα, τα τελευταία χρόνια έρχονται σε δεύτερη μοίρα με αποτέλεσμα οι υπευθυνότητες του να μην είναι πια αρκετοί κινητήριοι παράγοντες για την παρακίνηση των εργαζομένων και την απόδοση μιας σχολικής μονάδας.
Σε μελέτες που ασχολήθηκαν με τη σύγκριση της διοίκησης και της ηγεσίας, έχει παρατηρηθεί πως η διοίκηση είναι προσανατολισμένη στην επιτέλεση καθημερινών γραφειοκρατικών αρμοδιοτήτων για τη λειτουργία του οργανισμού, σε αντίθεση με την ηγεσία, η οποία δίνει έμφαση στο κοινό όραμα και στην κατεύθυνση που θα πάρει ο οργανισμός θέλει να κινηθεί (Πασιαρδής, 2014). Με άλλα λόγια η διοίκηση εστιάζει στην εκτέλεση των διαδικασιών και εργασιών, σε αντίθεση με την ηγεσία που επικεντρώνεται στον ανθρώπινο παράγοντα.
Πιο συγκεκριμένα, κατά τον Μπουραντά (2005:197) «ηγεσία είναι μια διαδικασία επηρεασμού της σκέψης, των συναισθημάτων, των στάσεων και των συμπεριφορών μιας μικρής ή μεγάλης, τυπικής ή άτυπης ομάδας ανθρώπων από ένα άτομο (ηγέτη) με τέτοιο τρόπο ώστε εθελοντικά και πρόθυμα και με τη κατάλληλη συνεργασία να δίνουν τον καλύτερο τους εαυτό για να υλοποιούν αποτελεσματικούς στόχους που απορρέουν από την αποστολή της ομάδας και τη φιλοδοξία της για πρόοδο ή ένα καλύτερο μέλλον».
Διοικεί δηλαδή με γνώμονα την ψυχολογία του εργαζομένου, τις αρχές διοίκησης ανθρώπινου δυναμικού, με πρώτιστο το κριτήριο της δημιουργίας ενός περιβάλλοντος όπου οι εργαζόμενοι νιώθουν ευτυχισμένοι και ικανοποιημένοι και συνεπώς γίνονται και παραγωγικότεροι. Διοικεί τον εκπαιδευτικό οργανισμό μέσω της οργανωσιακής ψυχολογίας η οποία έχει ως αρχή της πως ο ευτυχισμένος υπάλληλος παράγει αποδοτικότερο έργο και το αντίστροφο.
Χρησιμοποιεί τις αρχές της Οργανωσιακής Ψυχολογίας και Συμπεριφοράς, ενός κλάδου που αντλεί τα θέματά του από τις συμπεριφορικές επιστήμες με ειδική αναφορά στην Ψυχολογία και Κοινωνιολογία. Εφαρμόζει δηλαδή, τις αρχές της Ψυχολογίας στους οργανισμούς.
Οι απαρχές της μελέτης της συμπεριφοράς των ανθρώπων στα εργασιακά περιβάλλοντα, των σχέσεων μεταξύ τους καθώς και των κανόνων που διέπουν αυτή τη συμπεριφορά εντοπίζονται στα αρχαία χρόνια με τους Taylor,Weber και Fayol να είναι τα τρία πρόσωπα τα οποία σημάδεψαν την πεντηκονταετία 1880 – 1930. Από τις δεκαετίες του 1970, 1980 όμως είναι που αρχίζει να σημειώνεται η ωρίμανση της οργανωσιακής ψυχολογίας και ειδικά τα τελευταία χρόνια με τις νέες τεχνολογίες, την παγκοσμιοποίηση, την εργασία εξ αποστάσεως που φέρνουν σημαντικές αλλαγές στην εργασία και στον εργαζόμενο ωθούν τον κλάδο στον 21ο αι. θεωρείται πλέον αναγκαιότητα στη Διοίκηση οποιουδήποτε οργανισμού.
Aρκετές μάλιστα, είναι οι θεωρίες, που έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια, και οι οποίες υποστηρίζουν πως ο ηγέτης του 21ου αι. οφείλει να έχει αναπτυγμένη και τη συναισθηματική του νοημοσύνη.
Η πιο γνωστή είναι η έρευνα του Goleman, σύμφωνα με την οποία, η βασική προϋπόθεση για να ασκήσει επιρροή ένας ηγέτης στους οπαδούς τους είναι η κατανόηση και η διαχείριση, τόσο των δικών του συναισθημάτων, όσο και των μελών της ομάδας της οποίας ηγείται.
Συγκεκριμένα, οι Goleman, Boyatzis και McKee (2002) συγκέντρωσαν τις ικανότητες αυτές στις ακόλουθες τέσσερις:
Αυτεπίγνωση: η βαθιά κατανόηση του ατόμου για τα όρια που έχει, τις αξίες, τα ιδανικά, τις προτιμήσεις και τα κίνητρά του.
Αυτοδιαχείριση: η ικανότητα του ατόμου για αυτοέλεγχο, την πρωτοβουλία, διαχείριση συναισθημάτων, την αισιοδοξία και την ψυχραιμία.
Κοινωνική επίγνωση: η επίγνωση των συναισθημάτων και των αναγκών των άλλων με συνακόλουθο το ενδιαφέρον του για αυτούς (ενσυναίσθηση).
Διαχείριση διαπροσωπικών σχέσεων: περιλαμβάνει χαρακτηριστικά, όπως τη διαχείριση συγκρούσεων, την ανάπτυξη και παρακίνηση των άλλων, τη συνεργασία.
Οι ανάγκες των δημόσιων εκπαιδευτηρίων του 21ου αι. έχουν αλλάξει. Τα δημόσια εκπαιδευτήρια είναι πλέον μεγάλοι οργανισμοί και επιβάλλεται αναθεώρηση και αλλαγή του ρόλου του Δν/τη της σχολικής μονάδας. Τα εκπαιδευτήρια στην πλειοψηφία τους φιλοξενούν άνω των 200 μαθητών, με ότι αυτό συνεπάγεται σε εκπαιδευτικό προσωπικό, γονείς, προσωπικές ανάγκες των μαθητών, συνεργασία με διάφορους φορείς. Δεν αρκεί λοιπόν σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα ο Διευθυντής να είναι απλά ένα εκτελεστικό όργανο των ανωτέρων.
Η Διοίκηση ανθρώπινου Δυναμικού και η Διοίκηση με Οργανωσιακή Ψυχολογία είναι τα όπλα με τα οποία ένας Διευθυντής θα καταφέρει να γίνει αποτελεσματικός στα σχολεία του 21ου αιώνα.
*Εκπαιδευτικός
ΜΒΑ – Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού / Εργασιακές Σχέσεις
Μιχάλης Α. Πόλης:
Jul 15, 2020 at 04:36 PM
Για να επιτελέσει όλα αυτά τα καθήκοντα πρέπει ο διευθυντής να μην έχει διδακτικό χρόνο. Όταν αναθέτεις σε ένα διευθυντή το 50% των καθηκόντων απλού δασκάλου ( 11-21 περ. έναντι 25 - 29 του δασκάλου ) πότε θα σου κάνει τον ηγέτη; Αναρίθμητες φορές έρχονται και με ψάχνουν ενώ κάνω μάθημα για να επιληφθώ διαφόρων θεμάτων. Ίσως θα ήταν καλά να με κλωνοποιήσουν. Το ένα αντίγραφο να είναι στην τάξη να κάνει μάθημα και το άλλο στο γραφείο να κάνει διεύθυνση ή " εκπαιδευτική ηγεσία ".
Εσύ τι λες επί τούτου;
Μαρία Στυλιανού :
Jul 15, 2020 at 09:26 PM
Δε διαφωνώ καθόλου με το μηδενικό χρόνο του Δντη όπως και με το ξεκαθάρισμα των γραφειοκρατικών εργασιών οι οποίες σε αρκετές περιπτώσεις μπορούν πλέον να γίνονται από τις/τους γραμματείς. Ο ρόλος του Δντή καθώς και το καθηκοντολόγιο αλλά και ο τρόπος και το περιεχόμενο της επιμόρφωσής του πρέπει να αλλάξουν. Οι ανάγκες απαιτούν εκσυγχρονισμό. Γνώσεις οργανωσιακής ψυχολογίας και διαχείρισης ανθρώπινου Δυναμικού. Διαφορετικά θα πρέπει να ξεχωρίσουν οι εκτελεστικοί Δντες από τους Δντες τομέα οι οποίοι διοικούν προσωπικό.