Νέο Σύστημα Διορισμών- Συγκρισιμότητα για…


ΤΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΣΕΑ*

  Έχουν ανακοινωθεί τα αποτελέσματα των εξετάσεων για το Νέο Σύστημα Διορισίμων (Ν.Σ.Δ.) και έχει γίνει ενημέρωση από την Υπηρεσία Εξετάσεων (Υ.Ε.) για τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για να προκύψουν αυτά .Η μέτρηση και η σύγκριση των γραπτών, κατόπιν λαθών που έγιναν στην αρχική νομοθεσία  αποδείχθηκε στην πορεία  ιδιαίτερα πολύπλοκη και θεωρήθηκε σωστό να ανατεθεί το δύσκολο έργο μετά από διαγωνισμό  του ΥΠΠΑΝ στην Ολλανδική Εταιρεία Cito Β.V.

Αυτή η στροφή σε άλλους, της Υπηρεσίας Εξετάσεων, για να επισκιάσει τα λάθη που έγιναν με την σφραγίδα ενός “κολοσσού”, σε καμία περίπτωση δεν την απαλλάσσει από την ευθύνη της. Το ίδιο συνυπεύθυνοι, στο βαθμό που τους αναλογεί με την άγνοια ή σιωπηρή ανοχή τους, για τυχόν λάθη και παρατυπίες που έχουν επισυμβεί, είναι και όλοι οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι φορείς, που ομολογουμένως είναι άτομα εγνωσμένου κύρους.

Ο δικός μου ρόλος σε αυτό το άρθρο, αν και δεν είμαι ειδήμων, αλλά εκ του ιστορικού των προτάσεων μου σχετικά με το Ν.Σ.Δ και εκ των αποτελεσμάτων δικαιωμένος, είναι:

  1.   Να αναδείξω σημεία που προβληματίζουν ως προς την νομιμότητα και την ορθότητά τους
  2.   Να καταθέσω τις δικές μου προτάσεις που θεωρώ ότι είναι εποικοδομητικές  και μπορούν να συμβάλουν στην περαιτέρω βελτίωση  του Ν.Σ.Δ. που είναι το ζητούμενο.
  3.   Προβλήματα ως προς τη νομιμότητα και την ορθότητα των ενεργειών της Υ.Ε.

1.1.  Παραβάσεις νομοθεσιών:

Παράβαση του άρθρου 50 και 52.—(1)  Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 (158(I)/1999)   

50. Οι αρχές της χρηστής διοίκησης επιβάλλουν στα διοικητικά όργανα, κατά την άσκηση της διακριτικής τους εξουσίας, να ενεργούν σύμφωνα με το περί δικαίου αίσθημα, ώστε κατά την εφαρμογή των σχετικών νομοθετικών διατάξεων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να αποφεύγονται ανεπιεικείς και άδικες λύσεις.

Η Υ.Ε. με τη στατιστική επεξεργασία που πραγματοποίησε, δεν έπεισε για τον δίκαιο τρόπο εφαρμογής της, αφού χρησιμοποίησε δύο μέτρα και δύο σταθμά σε κάθε εξεταστική περίοδο.

Για την εξεταστική περίοδο 2017 χρησιμοποιήθηκε μία συγκεκριμένη στατιστική επεξεργασία, ενώ για την εξεταστική περίοδο 2019, χρησιμοποιήθηκε διαφορετική μέθοδος που πραγματοποιήθηκε σε δύο στάδια.

Στο πρώτο στάδιο της εξεταστικής του 2019, εφαρμόστηκε κάτι εντελώς καινούργιο από την εξέταση του 2017 ενώ στο δεύτερο στάδιο, η ίδια  στατιστική επεξεργασία του 2017.  Αυτό σημαίνει ότι στην πραγματικότητα αξιολογείς και συγκρίνεις υποψήφιους με δύο διαφορετικούς-ανόμοιους τρόπους, γεγονός που αυτόματα δημιουργεί δικαίως, το αίσθημα της αδικίας. 

Για να γίνω πιο κατανοητός και πειστικός, προτείνω στην Υπηρεσία Εξετάσεων να πάρει τα αρχικά αποτελέσματα του 2019, αυτά πριν τη στατιστική επεξεργασία και να τα αξιολογήσει σύμφωνα με τη στατιστική επεξεργασία που πραγματοποίησε το 2017. Στη συνέχεια να πάρει τα αρχικά αποτελέσματα του 2017 και να τα επεξεργαστεί όπως έκανε το 2019. Αν βρει τα ίδια αποτελέσματα που κανονικά θα έπρεπε να ήταν τα ίδια, τότε εγώ εκ των προτέρων  απολογούμαι για την αναστάτωση που προκαλώ. Αν όμως διαπιστωθούν τεράστιες διαφορές τότε σίγουρα κάτι πάει λάθος και δεν μας επιτρέπεται να  μιλούμε για δίκαιη συγκρισιμότητα. Είναι μια ρωσική ρουλέτα που εκπυρσοκροτεί με βάση τη χρονολογία που παρακάθισες στις εξετάσεις.

Και ενώ όλα αυτά επισυμβαίνουν και είναι προφανώς αντιληπτά σε αρκετούς, το ερώτημα που εγείρεται είναι, γιατί επιτρέπεται να υιοθετούνται τέτοιες πρακτικές; Ποια είναι η αιτία του κακού; Μήπως θα μπορούσε να υπήρχε καλύτερη λύση;

Αν και αυτά τα ερωτήματα θα έπρεπε, κατά κύριο λόγο, να τα απαντήσουν άλλοι, εντούτοις νιώθω την ανάγκη να δώσω εγώ, με επιφύλαξη,  την δική μου ερμηνεία  γιατί αυτό θα με βοηθήσει στην συνέχεια να στοιχειοθετήσω τη δική μου εμπεριστατωμένη εισήγηση που είναι και το ζητούμενο.

Το κουτί της Πανδώρας, λοιπόν, κατά την άποψή μου,  πηγάζει από το γεγονός ότι η Υπηρεσία Εξετάσεων λανθασμένα  δεν ήθελε να εφαρμόσει αναδρομικά, στα αποτελέσματα του 2017 την αλλαγή  της νομοθεσίας του άρθρου 4. (επιτυχόντες σύμφωνα με το άρθρο 4, των Γραπτών Εξετάσεων για Εγγραφή και Κατάταξη στους Πίνακες Διορισίμων Κανονισμών του 2017 και 2019, είναι υποψήφιοι που εξασφάλισαν στατιστικώς επεξεργασμένη βαθμολογία τουλάχιστον 50% σε κάθε ένα από τα τρία (3) αντικείμενα εξέτασης και τα επιμέρους γνωστικά αντικείμενα)

Θέλω να πιστεύω ότι, οι ιθύνοντες θα μέτρησαν τα αρνητικά και τα θετικά της υιοθέτησης της νομοθεσίας αναδρομικά.

Θα είδαν λοιπόν ως προς τα θετικά  ότι με την αναδρομικότητα ως εργαλείο, δίνεται η δυνατότητα στην Υ.Ε. να:

  • Οικοδομήσει ένα πλήρως ελεγχόμενο δίκαιο σύστημα που θα μπορεί να αντέχει στο χρόνο, αφού θα εξασφαλίζει δίκαιη ομοιόμορφη και κατανοητή  συγκρισιμότητα.
  • Διαχειριστεί αυτόνομα το σύστημα, χωρίς την απατηλή ανάγκη να στηριχτεί σε ξένα χέρια και οίκους, ξοδεύοντας έτσι αχρείαστα τα λεφτά του φορολογούμενου πολίτη και υποτιμώντας έμμεσα  το επιστημονικό προσωπικό που διαθέτει το κράτος.
  • Θέσει τα εχέγγυα για να αγκαλιαστεί  το Ν.Σ.Δ.  με αίσθημα εμπιστοσύνης ως προς την ορθότητα, λειτουργικότητα, αμεροληψία και αντικειμενικότητα.

Ως προς τα αρνητικά της αναδρομικότητας της νομοθεσίας οι εμπλεκόμενοι θα διαπίστωσαν, προφανώς, ότι η εφαρμογή της:

  • Δημιουργεί πολλές ανακατατάξεις στις βαθμολογίες του 2017 που κάποιους τους ωφελεί και άλλους τους ζημιώνει. Το αίσθημα του κεκτημένου έστω και αδίκως επί της ουσίας της δικαιοσύνης θα προβληθεί από τους ζημιωμένους ως ασπίδα προστασίας.
  • Ερεθίζει και υποκινεί τους ζημιωμένους να απαιτούν την τιμωρία των υπαίτιων που προκάλεσαν σε αυτούς την όλη αναστάτωση, για λόγους που αυτοί δεν είχαν καμία εμπλοκή.
  • Δίνει μηνύματα διοικητικής ανικανότητας εκ μέρους της Αρμόδιας Αρχής, ως απόρροια της μη έγκαιρης κοινοποίησης της  αναδρομικότητα της νομοθεσίας προς τους υποψηφίους, έτσι ώστε να μπορούν να  πάρουν τις αποφάσεις τους για την νέα εξεταστική περίοδο, με τα νέα δεδομένα που θα είχαν ενώπιον τους.
  • Άλλα…. πιθανόν  εσωτερικά  ζητήματα τα οποία δεν μπορούν  να διατυπωθούν, αφού δεν υπάρχει πλήρης ενημέρωση για το τι διαδραματίστηκε μεταξύ των εμπλεκομένων μερών. 

Η Υπηρεσία Εξετάσεων γυρνώντας την πλάστιγγα προς την μη υιοθέτηση της αναδρομικότητας της νομοθεσίας, εκείνο που κατάφερε τελικά είναι, η τοποθέτηση της ταφόπετρας στο Ν.Σ.Δ. Χωρίς την αναδρομικότητα της νομοθεσίας, καμία δίκαιη συγκρισιμότητα δεν μπορεί να επιτευχθεί και ούτε μπορεί να οικοδομηθεί ένα ορθολογιστικό βιώσιμο σύστημα διορισίμων.

Η έλλειψη βούλησης για παραδοχή του λάθους, που στην συνέχεια έπρεπε να τύχει πρακτικής εφαρμογής για να διορθωθεί το σύστημα, αναλαμβάνοντας την ίδια ώρα  θαρραλέα και την ευθύνη των αρνητικών συνεπειών, δυστυχώς,  κυριάρχησε και φθάσαμε σήμερα σε αυτό το σημείο: Να έχουμε ένα αναξιόπιστο σύστημα διορισίμων που αιμορραγεί και έχει μετατραπεί σε ένα ηφαίστειο που από στιγμή σε στιγμή είναι έτοιμο να εκραγεί. Αυτός, ίσως, είναι και ένας από τους λόγους απαξίωσης προς τον θεσμό, από τους επηρεαζόμενους εκπαιδευτικούς, αφού ένας στους τέσσερις, περίπου, παρακάθονται στις εξετάσεις.

1.2. Παραβίαση Αρχή της Αναλογικότητας

Ως απόρροια της μη εφαρμογής της αναδρομικότητας του κανονισμού, προέκυψαν και άλλα σοβαρά ζητήματα. Η λευκή επιταγή έδωσε τελικά το δικαίωμα και την κάλυψη στην Υ.Ε., υπό τον μανδύα της επιστημονικής στατιστικής επεξεργασίας, να καθορίζει, εν πολλοίς, διαφοροποιημένα ποσοστά επιτυχίας ανά ειδικότητα, καθιστώντας έτσι το Ν.Σ.Δ. σύστημα πολλών ταχυτήτων με διαφορετικούς αποδέχτες. Έτσι καταλήξαμε και σε επιπρόσθετες παραβιάσεις σχετικής νομοθεσίας διοικητικού δικαίου. Αρχή της Αναλογικότητας:

52.—(1) Το διοικητικό όργανο, κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, οφείλει να λαμβάνει υπόψη και να σταθμίζει όλα τα άμεσα αναμιγμένα στην υπόθεση συμφέροντα.

Τα αποτελέσματα των εξετάσεων του 2017 παρουσίασαν ένα μεγάλο χάσμα διαφοράς (6,88%-90,40%) ως  προς το ποσοστό επιτυχίας ανά ειδικότητα.  Αυτή η ανομοιομορφία θα μπορούσε να ρυθμιστεί απόλυτα, αν εφαρμοζόταν η αναδρομικότητα του άρθρου 4, αφού υπήρχε, πλέον, το κατάλληλο εργαλείο της στατιστικής επεξεργασίας που θα το πραγματοποιούσε. Δυστυχώς, για τους λόγους που αναφέρθηκαν προηγουμένως, δεν έγινε και έτσι το πρόβλημα εξακολουθεί να υφίσταται και να μονιμοποιείται .

Η Υπηρεσία Εξετάσεων, για να μπορέσει να προχωρήσει στην συγκρισιμότητα των αποτελεσμάτων, χρησιμοποίησε σαν σημείο αναφοράς, κυρίως, τα πρώτα αρχικά αποτελέσματα κάθε αντικειμένου, της κάθε ειδικότητας ξεχωριστά. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι, εγκλωβίζεται το σύστημα σε καταστάσεις που δεν μπορούν να διαχειριστούν με τρόπο ομοιόμορφο (αφού τα αρχικά αποτελέσματα είναι αναμενόμενο να διαφέρουν), με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πολλές στρεβλώσεις και αδικίες αφού τελικά το Ν.Σ.Δ. λειτουργεί διαφορετικά σε κάθε ειδικότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο κλάδος των φιλολόγων  όπου έχουμε χαμηλά ποσοστά επιτυχίας. Όσοι επιτυγχάνουν, διορίζονται άμεσα και εύλογα δημιουργείται το ερώτημα, γιατί αυτό να μην επισυμβαίνει και στους άλλους κλάδους.

Το ίδιο πρόβλημα δημιουργείται και εσωτερικά σε κάθε ειδικότητα. Το ποσοστό επιτυχίας του κάθε αντικειμένου εξέτασης δεν είναι ομοιόμορφο, με αποτέλεσμα να ευνοούνται κάποια αντικείμενα. Λειτουργούν έτσι δυσανάλογα, σύμφωνα με τη καθορισμένη βαρύτητα βαθμολογίας που έχει ψηφιστεί και θα θέλαμε να επικρατήσει.  Το συνεπακόλουθο και συνάμα τραγικό  δε, αυτής της φιλοσοφίας και λογικής, είναι το γεγονός ότι θα συνεχίσουμε να έχουμε στο διηνεκές, περίπου αυτή την κατάσταση πραγμάτων.

Ως απόκοτο αυτής της πρακτικής, δημιουργείται βάσιμος κίνδυνος, να καταλήξουμε σε καταστάσεις που ο αντίκτυπός τους θα αντανακλάται ζημιογόνα στο εκπαιδευτικό σύστημα. Αυτό εκπέμπει ένα S.O.S. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το πιο κάτω :

Στο κλάδο δασκάλων το ποσοστό επιτυχίας  το 2017 ήταν 24,72% και το 2019 22,30% . Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι στο αντικείμενο γνώσης των μαθηματικών, παρατηρούνται χαμηλά ποσοστά επιτυχίας, για λόγους που χρήζει μεγάλης συζήτησης. Η ουσία όμως και εδώ θέλω να επικεντρωθώ, είναι ότι η πλειοψηφία  των μελλοντικών μας δασκάλων είναι θετικής κατεύθυνσης και αυτό δεν συνηγορεί στα καλώς νοούμενα συμφέροντα της εκπαίδευσης. Ως διευθυντής δημοτικής εκπαίδευσης, μπορώ να διαβεβαιώσω πως, για να μπορέσει μια σχολική μονάδα να μεγιστοποιήσει την αποτελεσματικότητά της πρέπει να επανδρώνεται με εκπαιδευτικούς που διαθέτουν όλο των φάσμα ικανοτήτων, σύμφωνα με το ωρολόγιο πρόγραμμα. Η διδασκαλία των μαθηματικών έχει βαρύτητα γύρω στο 20%. Τι  αναμένεται λοιπόν να γίνει με τα άλλα μαθήματα; Θα τα αφήσουμε να οδηγηθούν στην υποβάθμιση;

1.3. Προβλήματα ως προς την ορθότητα ενεργειών της Υπηρεσίας Εξετάσεων

Αξιολογώντας τις πολιτικές που η Υ.Ε. υιοθέτησε, καταλήγω στο συμπέρασμα πως, δεν διαδραμάτισε τον ρόλο και την αποστολή που όφειλε να διαδραματίσει. Αναμέναμε, με επιστημονικά τεκμηριωμένη στατιστική επεξεργασία να ελεγχθεί ο βαθμός δυσκολίας των εκάστοτε δοκιμίων σε κάθε εξεταστική περίοδο, έτσι ώστε να είναι συγκρίσιμα. Εκ του αποτελέσματος, δυστυχώς, διαπιστώνεται το αντίθετο. Αλχημείες και αντιφάσεις που δεν πείθουν και επιδεινώνουν την κατάσταση.

Αλχημείες γιατί, πέραν των όσον έχω αναφέρει, διαπιστώνω, να χρησιμοποιείται ο δείκτης D στην στατιστική επεξεργασία κατά το δοκούν, σε διαφορετικές ειδικότητες και αντικείμενα. Αλλού να υιοθετείται το ένα στοιχείο, αλλού το άλλο, με υποκειμενικά κριτήρια και ασάφειες, που επιδέχονται και αμφισβητήσεις ως προς την ορθότητά τους. Η παραδοχή της Υ.Ε. ότι επισυμβαίνουν αυτά, αλλά, είναι το καλύτερο υπό τις περιστάσεις, δεν μπορεί να γίνει αποδεχτό. Χωρίς να θέλω να γίνω μάντης νέων προβληματικών καταστάσεων, κρούω τον κώδωνα του κινδύνου! Είναι πολύ πιθανόν και την επόμενη εξεταστική περίοδο να μην μπορεί να χρησιμοποιηθούν οι ίδιες μέθοδοι για το δείχτη D σε κάποιες ειδικότητες, με αποτέλεσμα να ξεκινά ένας νέος φαύλος κύκλος διακρίσεων, αφού αναγκαστικά νέες αλχημείες θα επιστρατευτούν…

Αντιφάσεις υπάρχουν πολλές και ίσως να είναι ανώφελο και κουραστικό  να αναφερθούν όλες.

Το μεγαλύτερο λάθος και συνάμα αντίφαση της Υ.Ε. είναι η θέση της ότι οι υποψήφιοι σε κάθε εξεταστική περίοδο, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι του ίδιου μέσου  επιπέδου επίδοσης. Με αυτή την παραδοχή καμία στατιστική επεξεργασία και συγκρισημότητα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Η εξήγηση είναι απλή. Δεν μπορούμε  να διαχειριστούμε δύο μεταβλητές ταυτόχρονα: Τον βαθμό δυσκολίας του εκάστοτε γραπτού και το επίπεδο των υποψηφίων σε κάθε εξεταστική περίοδο. Αν το επιχειρήσουμε, η αξιοπιστία και η εγκυρότητα μειώνεται κατακόρυφα. Συνεπώς όλα όσα διαδραματίζονται στο Ν.Σ.Δ. είναι κτισμένα πάνω σε λανθασμένη βάση.

Μια αξιοσημείωτη αντίφαση που χρήζει έντονου προβληματισμού, γιατί έμμεσααντιβαίνει στην σχετική νομοθεσία του άρθρου 7,

«Υποψήφιοι που έχουν ήδη εγγραφεί σε κλάδο/ειδικότητα του πίνακα διορισίμων, έχουν δικαίωμα διεκδίκησης βελτίωσης της μοριοδότησής τους στις γραπτές εξετάσεις και, όπου είναι αυτό δυνατό, βελτίωσης της σειράς προτεραιότητάς τους στον πίνακα διορισίμων ή/και εγγραφής τους πρόσθετα και σε άλλο πίνακα διορισίμων»

είναι η  χρήση του δείχτη  D με την μέθοδο των κοινών υποψηφίων στις δύο εξεταστικές περιόδους που υιοθέτησε η Υ.Ε..

Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο των κοινών υποψηφίων, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι εάν ο μέσος όρος βαθμολογίας των κοινών υποψηφίων διαφέρει από μια εξεταστική περίοδο σε άλλη, αυτό οφείλεται, ως επί το πλείστο, στο βαθμό δυσκολίας του εκάστοτε γραπτού. Αυτό επιβάλλει την ανάλογη αναπροσαρμογή της βαθμολογίας των υποψηφίων. Δηλαδή, εκεί που παρουσιάζεται άνοδος του μέσου όρου, να αφαιρούνται βαθμοί και να επιστρέφουν με στατιστική επεξεργασία στους προηγούμενους μέσους όρους. Πώς είναι δυνατόν να γίνεται αποδεχτό αυτό;

Οι κοινοί υποψήφιοι παρακάθονται στις εξετάσεις για να βελτιώσουν τον βαθμό τους. Έχουν την εμπειρία της προηγούμενης εξεταστικής περιόδου και επενδύουν σε χρόνο, κόπο και χρήμα για να πετύχουν το στόχο τους. Τελικά και αν τα καταφέρουν, το σύστημα δεν αναγνωρίζει ότι η επιτυχία τους ήταν προϊόν προσπάθειας και το εκλαμβάνει σαν αποτέλεσμα μειωμένου βαθμού δυσκολίας του εξεταστικού δοκιμίου. Έτσι, με μαθηματική ακρίβεια, οι πλείστοι κοινοί υποψήφιοι, εκ προοιμίου, είναι καταδικασμένοι να μείνουν στάσιμοι, αφού οι πιθανότητες βελτίωσης της μοριοδοτησής τους σε κάποιο αξιόλογο βαθμό,  είναι περιορισμένες. Σχεδόν εκμηδενίζονται.       

Αφού, λοιπόν, ο δείχτης D δεν είναι εύκολα κατανοητός, διαφορετικός σε κάθε περίπτωση και με σοβαρό ενδεχόμενο να διαφοροποιηθεί στη νέα εξεταστική περίοδο, η Υ.Ε. όφειλε για κάθε ειδικότητα ξεχωριστά, τουλάχιστον, να ενημερώσει με συγκεκριμένα παραδείγματα πως καταλήγει στο τελικό βαθμό του κάθε υποψηφίου. Αυτό επιβάλλεται να γίνει για σκοπούς ελέγχου και διαφάνειας, γιατί υπάρχει και το ενδεχόμενο να έγιναν πιθανά λάθη.  Η ταχτική της Υ.Ε. να παραπέμπει αόριστα τους υποψηφίους σε ξένη βιβλιογραφία  για  να βρουν απαντήσεις σε αυτά που η ίδια  χρησιμοποίησε, είναι ατυχής και προκλητική. Ως εκ τούτου δεν μπορούν  να γίνουν αποδεχτά τα συμπεράσματα που παραθέτει η Υ.Ε.  στην  αναφορά της για την επεξήγηση του τρόπου στατιστικής επεξεργασίας που χρησιμοποίησε: 

«Συμπερασματικά

Η διεθνής βιβλιογραφία και η διεθνής πρακτική προτείνουν πολλές μεθόδους για τη διαχρονική στάθμιση εξεταστικών δοκιμίων. Προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η ακρίβεια στους υπολογισμούς και προκειμένου να πετύχουμε την πιο δίκαιη διαχρονική στάθμιση, αξιοποιήθηκε μια μεγάλη συλλογή από μεθόδους, κατά τα πρότυπα άλλων Ευρωπαϊκών χωρών. Κάθε μία από αυτές τις μεθόδους που αξιοποιήθηκαν έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Σε κάθε περίπτωση, η ομάδα των ειδικών που έφερε σε πέρας τη διαδικασία της στάθμισης διερεύνησε διεξοδικά τα μειονεκτήματα και τα πλεονεκτήματα της κάθε μεθόδου και αξιοποίησε μόνο τις πιο κατάλληλες για κάθε ειδικότητα. Για περισσότερες πληροφορίες, ενδιαφερόμενοι με εξειδικευμένες γνώσεις παραπέμπονται σε σχετική βιβλιογραφία που παρατίθεται στο τέλος αυτού του κειμένου.»

Οι υποψήφιοι δεν θα γίνουν στατιστικολόγοι. Αντιλαμβάνονται, όμως,  πλήρως αν μια Υπηρεσία Εξετάσεων με τις ενέργειές της, τους βοηθά να αντιληφθούν τι κάνει και γιατί το κάνει. Η επεξήγηση διαδικασιών ουσίας και η διευκόλυνση των υποψηφίων σε θέματα βαθμολόγησης που τους αφορούν, είναι πρωτίστως υποχρέωση της αρμόδιας αρχής.  Σύμφωνα δε με τον κανονισμό 30,

«Οι υποψήφιοι έχουν δικαίωμα πρόσβασης στα τετράδια απαντήσεών τους  μετά την βαθμολόγησή τους  και αν διαπιστωθεί λανθασμένη καταχώρηση της βαθμολογίας στο ηλεκτρονικό σύστημα της Υπηρεσίας Εξετάσεων τότε αυτή διορθώνεται.»

Πώς, όμως, θα μπορέσει ένας υποψήφιος να αντιληφθεί αν έχει γίνει λάθος, αν δεν γνωρίζει την μέθοδο D που χρησιμοποίησε η Υ.Ε.; Συνεπώς επιβάλλεται να δημοσιοποιηθεί από την Υ.Ε. τόσο η μέθοδος D που χρησιμοποιήθηκε για κάθε ειδικότητα, όσο και οι αρχικές βαθμολογίες των υποψηφίων, για να μπορέσει να γίνει, από τον κάθε ενδιαφερόμενο, ο σχετικός έλεγχος.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα πιθανού λάθους που δεν συνάδει με τις μεθόδους που ανακοινωθήκαν ότι χρησιμοποιήθηκαν, αποτελεί ο κλάδος των φιλολόγων: Το 2017, το ποσοστό επιτυχίας τους ήταν 6,88%.  Το 2019 ήταν 15,74%. Υπάρχει μια διαφορά κατά 129 %. Πολλοί υποψήφιοι, αν όχι οι πλείστοι, ήταν οι ίδιοι.  Κάτι πάει λάθος.  Αυτό το αποτέλεσμα σε καμία περίπτωση δεν  μπορεί να θεωρηθεί πειστικά τεκμηριωμένη, δίκαιη συγκρισημότητα . Μάλλον σε  αλχημεία παραπέμπει. Τι συνέβη λοιπόν και πως προέκυψε αυτό; Είναι  ερωτήματα που χρήζουν απάντησης από την Υπηρεσία Εξετάσεων.

  1. 2.       Προτάσεις και εισηγήσεις για τη βελτίωση  του Ν.Σ.Δ.

Ως απόκοτο αυτών που διαδραματίζονται σχετικά με το Ν.Σ.Δ. θεωρώ χρήσιμο να εισηγηθώ και την αλλαγή της νομοθεσίας υπό την μορφή κατεπείγοντος  που αφορά την φύλαξη των γραπτών.

«Άρθρο  32. Τα βαθμολογημένα τετράδια απαντήσεων των γραπτών εξετάσεων φυλάσσονται σε αποθήκες της Υπηρεσίας Εξετάσεων για περίοδο τουλάχιστον δύο (2) χρόνων από την ημερομηνία ανάρτησης του τελικού πίνακα διορισίμων, εκτός αν υπάρχει δικαστική υπόθεση σε εξέλιξη, για την οποία έχει ενημερωθεί επίσημα η Υπηρεσία Εξετάσεων, οπότε τα συγκεκριμένα γραπτά φυλάσσονται για όσο επιπρόσθετο χρόνο απαιτείται. Τα γραπτά καταστρέφονται, σύμφωνα με τις πρόνοιες των περί Κρατικού Αρχείου (Γενικών) Κανονισμών του 1991:»

Είναι αδιανόητο γραπτές εξετάσεις που τα αποτελέσματά τους διαδραματίζουν ρόλο για δέκα χρόνια να καταστρέφονται, όταν πολλά ζητήματα που περιστρέφονται γύρω τους είναι ρευστά και πολύ πιθανό να διαφοροποιηθούν στο εγγύς μέλλον. Συνεπώς πρέπει η νομοθεσία να τροποποιηθεί και να προνοεί τα γραπτά να φυλάσσονται  για περίοδο, τουλάχιστον, δέκα χρόνων.

Εκφράζω, δε, και τις αμφιβολίες μου κατά πόσο οι Βουλευτές (σε αυτό μπορούν να τοποθετηθούν και οι ίδιοι) όταν ψήφιζαν την αλλαγή της νομοθεσίας στο άρθρο 4, ήξεραν ότι θα τύγχανε εκ μέρους της Αρμόδιας Υπηρεσίας τέτοιας χρήσης. Προφανώς στην αρχική ψήφιση της νομοθεσίας του 2017 ψηφίζοντας, ήθελαν να διασφαλίσουν ένα μίνιμουμ επίπεδο επάρκειας των υποψηφίων, περιορίζοντας την ίδια ώρα και τον αριθμό των επιτυχόντων. Το 2019 ψηφίζοντας την αλλαγή, πείστηκαν ότι είναι απαραίτητη για  να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο έτσι ώστε, να μπορέσει να γίνει δίκαιη συγκρισιμότητα  μεταξύ των δύο εξεταστικών περιόδων. Εμπιστεύτηκαν τους ειδικούς της Υ.Ε., χωρίς να γνωρίζουν λεπτομέρειες, δίνοντάς τους λευκή επιταγή. Αυτό αποδεικνύεται γιατί στην συνέχεια προσφύγαμε σε ξένους οίκους να μας βρουν λύσεις…

Οι βουλευτές μας ψήφιζαν ότι επιτυχών στις εξετάσεις, θα ήταν αυτός που θα εξασφάλιζε στατιστικώς επεξεργασμένη βαθμολογία, τουλάχιστον 50% σε κάθε ένα από αντικείμενα εξέτασης. Τελικά βλέπουμε επιτυχόντες υποψηφίους, που το μάξιμουμ της βαθμολογίας που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν ήταν 50 μονάδες, να πιστώνονται και να θεωρούνται επιτυχόντες μετά από μια δεύτερη στατιστική επεξεργασία που δεν προνοείται  στην σχετική  νομοθεσία, με λιγότερο από 25 μονάδες που είναι το μίνιμουμ της βαθμολογίας που θα μπορούσε να ήταν αποδεχτό. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι ο επιτυχών υποψήφιος με  κωδ. 10747 και βαθμολογία 16,06. Διερωτάται, λοιπόν, κανείς, αν οι έντιμοι βουλευτές συνηγορούσαν με τη ψήφο τους σε αυτά που επρόκειτο να συμβούν ή είχαν άλλα κατά νουν…

Ο αναγνώστης, δικαιολογημένα,  θα ήθελε να μάθει τις εισηγήσεις μου, προς επίλυση όλων αυτών που έχω προαναφέρει. Επισυνάπτω παρακάτω την πρόταση που είχα αποστείλει  προς την Υπηρεσία Εξετάσεων (Ιανουάριος 2020) και κοινοποιήσει στο ΥΠΠΑΝ.  Τα συμπεράσματα δικά του... 

 

Θέμα:   Μέτρηση και Σύγκριση των Γραπτών του Νέου Συστήματος  Διορισίμων (ΝΣΔ)

ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ

Σύμφωνα με την νομοθεσία που διέπει το ΝΣΔ κάθε δύο χρόνια διεξάγονται γραπτές εξετάσεις που αφορούν στις διάφορες ειδικότητες εκπαιδευτικών. Σε κάθε μια από αυτές, οι υποψήφιοι εξετάζονται σε διάφορα γνωστικά αντικείμενα που το κάθε ένα από αυτά έχει την δική του συγκεκριμένη βαθμολογική βαρύτητα. Για να μπορέσει κάποιος να θεωρηθεί επιτυχών, πρέπει απαραίτητα να εξασφαλίσει το 50%, βαθμολογίας που θα προκύψει από την στατιστική επεξεργασία, που θα ακολουθήσει σε κάθε γνωστικό αντικείμενο.

Η συγκρισιμότητα των αποτελεσμάτων από μία εξεταστική περίοδο σε άλλη με ένα τρόπο δίκαιο είναι το ζητούμενο και καλούμαστε να βρούμε τη φόρμουλα για να το πετύχουμε.

Διεισδύοντας στο πρόβλημα, έχω εστιαστεί σε δύο έμμεσες παραδοχές τις οποίες θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικές και οδοδείκτες για επίλυση του ζητήματος

Παραδοχή πρώτη

 Η Βουλή ψήφισε τροποποίηση της νομοθεσίας, βάσει της οποίας, επιτυχών στις εξετάσεις δεν θα είναι πλέον ο υποψήφιος που θα εξασφαλίσει το 50% της βαθμολογίας  σε κάθε ένα από τα αντικείμενα εξέτασης κατά την ίδια εξεταστική περίοδο, χωρίς να προηγείται στατιστική επεξεργασία, αλλά αυτός που θα εξασφαλίσει το 50% βαθμολογίας που θα προκύψει από την στατιστική επεξεργασία που θα ακολουθήσει.

Το επακόλουθο αυτής της πρόνοιας είναι το συμπέρασμα ότι δεν ενδιαφερόμαστε πλέον αν οι υποψήφιοι είναι οι άριστοι των αρίστων ή αν αυτοί θα είναι ανεπαρκείς. Εκείνο στο οποίο στοχεύει η εξέταση πλέον είναι κυρίως ο περιορισμός των επιτυχόντων γύρω στο 35%, αφού αυτόματα  με στατιστική επεξεργασία, θα αποκόπτεται περίπου το 50% των υποψηφίων σε κάθε ένα από τα τέσσερα εξεταζόμενα αντικείμενα και αυτό, πολύ πιθανόν, να οδηγήσει σε ένα τελικό ποσοστό επιτυχόντων γύρω στο 35%.

Ίσως να ήταν καλύτερα να τροποποιηθεί η νομοθεσία και να οριστεί το συγκεκριμένο τελικό ποσοστό επιτυχίας το οποίο να είναι πάντοτε το ίδιο σε όλες τις εξεταστικές περιόδους. θα μπορούσε πχ. να καθοριστεί ότι σε κάθε εξεταστική περίοδο, επιτυχόντες θα είναι το 50% των υποψηφίων που θα εξασφαλίσει τις ψηλότερες βαθμολογίες σε όλα τα αντικείμενα εξέτασης με βάση την ίδια χαμηλότερη βαθμολογία που θα προκύψει και που μπορεί να είναι διαφορετική κάθε φορά.

Παραδοχή δεύτερη

Στόχος των εξετάσεων είναι η κατάταξη των υποψηφίων με βάση την συνολική πίστωση μονάδων που θα πάρουν σε κάθε αντικείμενο εξέτασης. Για να μπορέσει το σύστημα να είναι συγκρίσιμο από μια εξεταστική περίοδο σε άλλη πρέπει να βρεθεί εκείνη η χρυσή φόρμουλα που να διασφαλίζει, ότι σε κάθε εξεταστική περίοδο, σε κάθε αντικείμενο εξέτασης θα επισυμβαίνουν οι ίδιες πρακτικές. Ως δεδομένο που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είτε συμβαίνει στην πραγματικότητα είτε όχι (διαφορετικά δεν θα έχει νόημα η στατιστική επεξεργασία)  είναι η παραδοχή  ότι οι υποψήφιοι κάθε εξεταστικής περιόδου είναι του ίδιου μέσου επιπέδου και βάση αυτού κτίζεται η φόρμουλα. Η μόνη μεταβλητή που καλούμαστε να χειριστούμε και είναι απρόβλεπτη είναι ο εκάστοτε βαθμός δυσκολίας των εξεταστικών δοκιμίων και η διαστρωμάτωση των βαθμολογιών των γραπτών που έχει και αυτή την σημασία της.

Δοθέντος των πιο πάνω η μόνη λύση για να μπορέσουμε να διαχειριστούμε τα ζητήματα αυτά  είναι η φόρμουλα που προτείνω πιο κάτω:

ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΩΝ ΔΟΚΙΜΙΩΝ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΣΕΙΡΑ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ

Τα αποτελέσματα των εξεταστικών δοκιμίων σε κάθε εξεταστική περίοδο είναι απρόβλεπτα αλλά πάντοτε είναι σε θέση να μας κατατάξουν τους υποψηφίους σε μια σειρά, με βάση τις βαθμολογίες που επιτυγχάνουν. Οι υποψήφιοι σε κάθε εξεταστική περίοδο θεωρούνται ισάξιοι. Αυτό συνεπάγεται ότι και η σειρά κατάταξης θα μπορούσε να ήταν ένα εργαλείο δίκαιης σύγκρισης, νοουμένου ότι θα σταθμίζεται πάντοτε (και αυτό μπορεί να επιτευχθεί) με την ίδια βαρύτητα, ανεξαρτήτως  αρχικών αποτελεσμάτων που είναι αναμενόμενο να είναι διαφορετικά, αφού αποδεχόμαστε πως τα  εξεταστικά δοκίμια δεν έχουν πάντοτε τον ίδιο βαθμό δυσκολίας  αλλά και την ίδια διαστρωμάτωση δυσκολίας .

Ως εκ τούτου, ο κάθε υποψήφιος θα μπορούσε να παίρνει την τελική του βαθμολογία ως το άθροισμα όλων των αναπροσαρμοσμένων βαθμολογιών που πέτυχε σε κάθε αντικείμενο εξέτασης με βάση την σειρά κατάταξής του. Αυτή η βαθμολογία θα παραμένει  πάντα η ίδια και θα είναι πλήρως συγκρίσιμη  με όλες τις εξεταστικές περιόδους.

Για να γίνω πιο κατανοητός θα παρουσιάσω ένα παράδειγμα εφαρμογής της πιο πάνω φόρμουλας:

  • Ας υποθέσουμε ότι στο αντικείμενο εξέτασης των Μαθηματικών για την ειδικότητα των Δασκάλων που έχει βαρύτητα 16 μονάδων, παρακάθισαν 200 εκπαιδευτικοί.
  • Από αυτούς οι 100 με τις χαμηλότερες βαθμολογίες (50% των υποψηφίων) αυτόματα  αποκλείονται.
  • Οι υπόλοιποι 100 κατατάσσονται σε σειρά με βάση την βαθμολογία που πήραν.
  • Εάν υιοθετήσουμε την ομοιόμορφη  αναλογική βαρύτητα βαθμολογίας, τότε ο τελευταίος  θα πιστωθεί με 8 μονάδες (16/2), ο προτελευταίος με 8+ 8/100 = 8,08 ο επόμενος με 8 + (2χ 0,08 )= 8,16 κ.ο.κ.  Ο πρώτος (και ο εκάστοτε πρώτος σε κάθε εξεταστική περίοδο)  θα πιστωθεί με 16 μονάδες. Ο δεύτερος με 15,92 ως αποτέλεσμα 8+ 99Χ8/100=15,92.
  • Ο μέσος όρος βαθμολογίας θα είναι το 12 και αυτό θα συμβαίνει σε όλες τις εξεταστικές περιόδους.

Αν δηλαδή οι υποψήφιοι σε άλλη εξεταστική περίοδο ήταν 100, θα περνούσαν οι 50 ο πρώτος θα έπαιρνε 16 ο δεύτερος 15,84  ως αποτέλεσμα 10-8/50 ο τρίτος 15,68…ο προτελευταίος 8,16 ο τελευταίος 8.  Μέσος όρος = 12  (Διευκρινίζεται ότι εκεί που υπάρχει ισοβαθμία στις αρχικές βαθμολογίες οι αντίστοιχες βαθμολογίες θα είναι ο μέσος όρος των βαθμολογιών κατάταξης )

Τονίζεται, επίσης,  ότι θα μπορούσε κάλλιστα να υιοθετηθεί και  άλλη κατανομή βαθμολογιών  που να ευνοεί τους καλύτερους. π.χ. κατανομή Gauss. Αυτό είναι θέμα πολιτικής απόφασης . Εκείνο που έχει σημασία είναι πως, οτιδήποτε αποφασιστεί θα πρέπει να ακολουθείται πάντα το ίδιο.

Η ίδια ταχτική βαθμολόγησης εφαρμόζεται σε όλα τα γνωστικά αντικείμενα. Το σύνολο των βαθμολογιών των υποψηφίων που κατάφεραν να βαθμολογηθούν σε όλα τα αντικείμενα εξέτασης είναι η τελική μοριοδότηση του κάθε υποψηφίου.

Διαχείριση υφιστάμενης κατάστασης

Το γεγονός ότι διεξήχθησαν οι εξετάσεις χωρίς να γνωρίζουν οι υποψήφιοι τον τρόπο συγκρισιμότητας των αποτελεσμάτων αλλά και το πλέον σημαντικό, χωρίς να γνωρίζουν αν ο νέος νόμος που ψήφισε η βουλή θα έχει αναδρομική ισχύ ή όχι ήταν ένα μεγάλο λάθος.

Λόγω αυτού του γεγονότος οι ήδη εγγραφέντες στο ΝΣΔ έχουν αποκτήσει νόμιμα δικαιώματα που χρειάζονται λεπτούς χειρισμούς έτσι ώστε τυχόν αντιρρήσεις τους, να μπορούν να  αντιμετωπιστούν πειστικά, στη βάση της υφιστάμενης και προηγούμενης νομοθεσίας.

Δεδομένων των παραπάνω, προτείνω την αναδρομικότητα της ισχύς της νομοθεσίας, για να μην δημιουργούνται ζητήματα διάκρισης. Αυτό σημαίνει ότι υιοθετώντας τη φόρμουλα που προτείνω, άτομα που προηγουμένως δεν είχαν θεωρηθεί επιτυχόντες για να εγγραφούν στο κατάλογο διορισίμων, τώρα θα πληρούν τις προϋποθέσεις  και θα πρέπει να εγγραφούν. Αντίθετα, άτομα που είχαν εγγραφεί στον κατάλογο θα πρέπει τώρα να διαγραφούν.

Οι πρώτοι αποκομίζουν πλεονέκτημα οπότε δεν θα διαμαρτυρηθούν αλλά ούτε και οι υφιστάμενοι εγγεγραμμένοι στο κατάλογο υποψήφιοι έχουν βάσιμο δικαίωμα να αντιδράσουν, γιατί η νομοθεσία προέβλεπε ότι θα γίνει αναπροσαρμογή των βαθμολογιών, για να επέλθει συγκρισιμότητα των αποτελεσμάτων.

Όσο αφορά τους δεύτερους, κατά παρέκκλιση, προτείνω να μην διαγραφούν από τους καταλόγους, γιατί η Αρμόδια Αρχή όφειλε να τους ενημερώσει έγκαιρα για την αναδρομικότητα του νόμου. Η βαθμολογία τους θα προέλθει με βάση τη λογική της φόρμουλας που προτείνω και αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τα άτομα που δεν έπρεπε να εγγραφούν, να πιστωθούν με χαμηλές βαθμολογίες, που το πιο πιθανό δεν θα είναι αρκετές για να τους εξασφαλίσουν πιθανότητες διορισμού. 

Όσο αφορά το ζήτημα που προκύπτει με τους εκπαιδευτικούς  που δεν θα επαναδιοριστούν γιατί θα τροποποιηθεί ο κατάλογος  ως αποτέλεσμα της αναπροσαρμογής των βαθμολογιών και της ένταξη νέων ατόμων, αυτό ήταν αναμενόμενο και δεν μπορεί να γίνει κάτι αν δεν αλλάξει η νομοθεσία.

 




Comments (4)

  1. Μιχάλης Α. Πόλης:
    Aug 06, 2020 at 12:35 PM

    Τελικά το ΝΣΔΕ δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα λύει...Αναφορικά με τους εκπαιδευτικούς που δεν θα επαναδιοριστούν λόγω τροποποίησης του καταλόγου, υπάρχει μια απλή προφανής λύση. Οι εξετάσεις του ΝΣΔΕ να γίνονται κάθε τρία χρόνια αντί κάθε δύο. Έτσι όσοι διορίζονται με σύμβαση να προλαβαίνουν να συμπληρώσουν 30μηνο και να γίνονται αορίστου χρόνου και έτσι να μην χάνουν το διορισμό τους από τις "στατιστικές αλχημείες" του ΝΣΔΕ.

  2. Μιχάλης Α. Πόλης:
    Aug 06, 2020 at 02:11 PM

    Δεδομένου ότι στα Πανεπιστήμια ο βαθμός εισαγωγής υποψηφίων δασκάλων στα Παιδαγωγικά Τμήματα έχει μειωθεί σημαντικά, σε σχέση με ότι ίσχυε πριν δέκα χρόνια, αυτό σημαίνει ότι, και αν υποτεθεί ότι το ΝΣΔΕ δουλεύει σωστά σε τελική ανάλυση θα επιλέγει τους καλύτερους των...μετρίων.

  3. Μαρια Ιωάννου:
    Aug 06, 2020 at 02:15 PM

    " Tο σύστημα το εκλαμβάνει σαν αποτέλεσμα μειωμένου βαθμού δυσκολίας του εξεταστικού δοκιμίου. Έτσι, με μαθηματική ακρίβεια, οι πλείστοι κοινοί υποψήφιοι, είναι καταδικασμένοι να μείνουν στάσιμοι, αφού οι πιθανότητες βελτίωσης της μοριοδοτησής τους σε κάποιο αξιόλογο βαθμό, είναι περιορισμένες. "

    Κύριε Νεόφυτε, να μας εξηγήσετε, δηλαδή επειδή κάποιος υποψήφιος έγραψε καλύτερα από την πρώτη φορά θεωρείται ότι ήταν ευκολότερο το γραπτό και η βαθμολογία του δεν αλλάζει? τότε γιατί δεν ενημερωθήκαμε εκ των προτέρων από το Υπουργείο? Εγώ για παράδειγμα ένιωθα ότι έγραψα πολύ καλύτερα την δεύτερη φορά στο αντικείμενο μου αλλά η βαθμολογία μου σε αυτό ήταν μόνο 3 βαθμοί περισσότερο. Από 57% στο αντικείμενο μου την πρώτη φορά που δεν τα πήγα και τοσο καλα την δεύτερη φορά που ήξερα τί να διαβάσω και είχα την εντύπωση ότι τα πήγα πολύ καλά πήρα 60%

  4. Xenia Christodoulou:
    Aug 07, 2020 at 03:23 PM

    Πλήρης απογοήτευση... Θα μιλήσω για την περίπτωση μου. Αν πάρω τα ποσοστά 8% Νέα ελληνικά, 10% Δεξιότητες και 32% Ειδικότητα, έχω πετύχει την ψηλότερη βαθμολογία στον κατάλογο μου. Δεν ξέρω πως κατέληξα τελικά η 3η ψηλότερη μοριοδότηση... Στην προσπάθεια τους να αντισταθμίσουν τις βαθμολογίες του 2017 με του 2019, διαδικασία η οποία πέρα κάθε αμφιβολίας είναι αδύνατον να γίνει, "χάλασαν" τα ίδια συγκρίσιμα στοιχεία. Γιατί τότε υπάρχουν τα ποσοστά 8, 10 και 32 αφού στην τελική δεν τα ακολουθούν;;;; Πολλά και άλλα αναπάντησα ερωτήματα...

    Για παράδειγμα το 2017, την μέρα εξέτασης της ειδικότητας μου ήμουν άρρωστη και ήταν αδύνατον να αποδώσω και πήρα 68 στην ειδικότητα μου. Το 2019 πήρα 93,5, βαθμολογία η οποία είναι ψηλότερο και από τον πρώτο υποψήφιο του 2017. Με τιμωρεί το σύστημα δηλαδή και θεωρεί ότι ήταν ευκολότερο το γραπτό;;;;; Ενώ στην κυριολεξία μπορεί να επιβεβαιώσει οποιοσδήποτε γνωρίζει την ύλη ότι η εξέταση ήταν κατά πολύ δυσκολότερη το 2019.


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










2094