ΤΗΣ ΣΤΕΛΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ - ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ*
Η προσχολική βαθμίδα, στη χώρα μας, βρίσκεται πολύ συχνά στο επίκεντρο μιας γόνιμης διαλεκτικής, ως προς τον ρόλο, τη θέση, τη λειτουργία, τη σημασία και την αναγκαιότητά της. Η διαλεκτική αυτή υφαίνεται στον πυρήνα της προσχολικής βαθμίδας καθώς η ίδια τελεί υπό διαρκή εξέλιξη ως προς τις παιδαγωγικές της μεθόδους, αναδιαμορφώνεται σε σχέση με το μαθησιακό της περιεχόμενο, ενδυναμώνεται με παιδαγωγικά άρτια καταρτισμένο εκπαιδευτικό προσωπικό και θωρακίζεται, ναι μεν αργά αλλά σταθερά, με σύγχρονες κτηριακές εγκαταστάσεις.
Το καλοκαίρι του ’18 έφερε στην επιφάνεια ενός καζανιού που κόχλαζε όχι μόνο τα αδύνατα σημεία του δημόσιου εκπαιδευτικού οικοδομήματος αλλά και μια γενικότερη -ίσως μεγαλύτερη- αδυναμία που αφορά στην ευρύτερη πρόσληψη και αντιμετώπιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας από τη σύγχρονη κυπριακή κοινή γνώμη. Η άγνοια και η ημιμάθεια είναι κακοί σύμβουλοι και κρίνονται ως επικίνδυνες κινητήριες δυνάμεις, όταν ντύνονται τον μανδύα του ειδικού και εξάγουν αφοριστικά συμπεράσματα σε τομείς που δεν κατέχουν. Όπως ήταν επακόλουθο, ο αφοριστικός καταιγισμός εκείνου του καλοκαιριού παρέσυρε στο πέρασμά του όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, χωρίς να παρακάμψει φυσικά την προσχολική.
Η προσχολική, ως η βαθμίδα της δημόσιας εκπαίδευσης η οποία πρώτη υποδέχεται τον μαθητικό πληθυσμό, επιφορτίζεται πριν από κάθε άλλη βαθμίδα αφενός με τις προσδοκίες ή την απαξίωση της κοινωνίας και αφετέρου με το βάρος της ευθύνης της πρώτης σχολικής εμπειρίας, αμφότερων γονέων και παιδιών, σε ένα εκπαιδευτικό πλαίσιο του οποίου οι καρποί ωριμάζουν πολύ αργότερα. Τα δεδομένα αυτά καθιστούν δυστυχώς δύσκολο το εγχείρημά να αποδείξει κανείς και να πείσει ως προς την αξία της.
Έχοντας τον πιο πάνω διττό κοινωνικό και παιδαγωγικό ρόλο και στηρίζοντας το εκπαιδευτικό οικοδόμημα στη βάση του, η προσχολική βαθμίδα χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, σεβασμού και ενίσχυσης τόσο από την πολιτεία και την κοινωνία όσο και από τον ίδιο τον εκπαιδευτικό κόσμο που την συνθέτει και την εκπροσωπεί. Η πολιτεία αναμένεται (και οφείλει) να επενδύσει στη βάση της εκπαιδευτικής πυραμίδας, η κοινωνία αναμένεται (και είναι αναγκαίο) να (επι)μορφωθεί σφαιρικά σε σχέση με θέματα που άπτονται της προσχολικής βαθμίδας και ο εκπαιδευτικός κόσμος αναμένεται (και πρέπει να έχει την εμπειρογνωμοσύνη) να εκπροσωπήσει, να αναδείξει και ενίοτε να πείσει ως προς την επιστημονικότητα τόσο του κλάδου όσο και της προσχολικής εκπαίδευσης εν γένει.
Ο εκπαιδευτικός αυτός κλάδος, ως επιστημονικά καταρτισμένος κλάδος, απαντά στην αξίωση ότι κάθε στάδιο ανάπτυξης στη ζωή του ανθρώπου έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ανάγκες και -ανάλογα με αυτό το στάδιο- επιστήμονες, με κατάλληλη κατάρτιση, αναλαμβάνουν την εκπαίδευσή του. Επαγωγικά ο/η νηπιαγωγός είναι καταρτισμένος/η επιστήμονας-παιδαγωγός που απαντά στις εκπαιδευτικές και ευρύτερες παιδαγωγικές ανάγκες των παιδιών συγκεκριμένου ηλικιακού εύρους (3-7 ετών), έχοντας ως στόχο την ολόπλευρη ανάπτυξή τους.
Για να απαλύνουμε στη συλλογική εκπαιδευτική μνήμη τις τραυματικές εμπειρίες του καλοκαιριού του ’18, για να ενισχύσουμε μια κοινωνία, η οποία αγωνιά για το εκπαιδευτικό μέλλον της νέας γενιάς -αλλά αγνοεί την ουσία του πυρήνα της εκπαιδευτικής διαδικασίας- και για να ενισχύσουμε το δημόσιο εκπαιδευτικό οικοδόμημα στη βάση του, ώστε να έχει γερά θεμέλια στις μετέπειτα στοχοθεσίες του, είναι αναγκαίο η προσχολική εκπαίδευση η οποία αποτελεί επιστημονικά καταρτισμένη βαθμίδα να αναγνωρισθεί και να λειτουργήσει ως τέτοια.
Αυτό που χρειάζεται η δημόσια προσχολική εκπαίδευση ειδικότερα και η ευρύτερη δημόσια εκπαίδευση γενικότερα, είναι:
Α) Την επίσημη στήριξη η οποία δεν θα αρκείται σε λόγια αλλά θα επεκτείνεται σε έργα. Μια εκπαιδευτική πολιτική η οποία θα στοχεύει να ενισχύσει στη βάση της επένδυσης (ποσοτικής και ποιοτικής) την επαγγελματική μάθηση του εκπαιδευτικού, αναδεικνύοντάς τον ως επιστήμονα
Β) Τη δράση και αντίδραση του εκπαιδευτικού κόσμου με αφετηρία την επιστημονικότητα και την εμπειρογνωμοσύνη του. Ενός εκπαιδευτικού κόσμου που δεν εφησυχάζει, αλλά επιζητά την επαγγελματική και ακαδημαϊκή εξέλιξή του, στη βάση εσωτερικών κινητήριων δυνάμεων και εξωτερικών διευκολύνσεων (Πολιτεία), που έχουν ως κύριο και τελικό αποδέκτη το παιδί και κατ΄ επέκταση την ευρύτερη κοινωνία.
Το καλοκαίρι του ’18 αποζητά την αποθεραπεία του στη σύζευξη πολιτείας-κοινωνίας και παιδείας. Μια σύζευξη η οποία αποτελεί συλλογική απαίτηση και αναφαίρετο συλλογικό δικαίωμα, με αφετηρία την επένδυση στην προσχολική εκπαίδευση. Εάν είναι η παιδεία υπέρτατο συλλογικό αγαθό και δικαίωμα, τότε η ποιοτική προσχολική εκπαίδευση, στη βάση της επιστημονικότητάς της, επιβάλλεται να οριστεί ως το πρώτο δικαίωμα και η πρώτη απαίτηση κοινωνίας και πολιτείας. Μόνο τότε το «παιχνίδι» μας θα λογίζεται εκπαίδευση και όχι φύλαξη και η επιστημονικά αναγνωρισμένη παιδαγωγική μας ιδιότητα θα μας επιτρέπει -η καλύτερα θα μας επιβάλλει- να «παίζουμε», αποζητώντας τη σχέση και τη σύμπνοια με τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (1989) και τις ολόπλευρες ανάγκες ανάπτυξης του μαθητικού πληθυσμού μας (Α.Π. Προσχολικής, 2019), ακόμα και σε περιστάσεις πανδημίας.
*Μέλος Ε.Ε. ΠΑΔΕΔ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ Λευκωσίας
Νηπιαγωγός