ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ*
Η ηθική ενσωματώνει την έννοια της κρίσης για δίκαιη συμπεριφορά και ηθικές αποφάσεις σχετικά με το αν κάτι είναι καλό ή κακό, σωστό ή λάθος (Joyner & Payne, 2002 ; Carroll, 2000 ; Velasquez, 2002 ; όπως αναφέρονται σε Saha, 2013). Η ηθική σε έναν οργανισμό αναφέρεται στην αξιολόγηση των δράσεων και των αποφάσεων της (DeGeorge, 1999 ; όπως αναφέρεται σε Saha, 2013). Τα διλήμματα και η ανάγκη λήψης απόφασης είναι συχνά σε έναν επαγγελματικό χώρο γι αυτό και ο/η διευθυντής/τρια αυτό πολύ συχνά βρίσκεται αντιμέτωπος/η. Ιδιαίτερα στα πολύ δύσκολα η ηθική του/της βγάζει από τη δύσκολη θέση δίνοντας μάλιστα και μια ιδιαίτερη βαρύτητα στην απόφαση.
Τα ηθικά διλήμματα ορίζονται ως η κατάσταση κατά την οποία το άτομο οφείλει να προβάλλει τα ανταγωνιστικά ηθικά πρότυπα και τις απαιτήσεις των εμπλεκόμενων, ώστε να καθορίσει ποια είναι η ηθικά καλύτερη απόφαση (Schwartz, 2016) καθότι τα άτομα που εμπλέκονται σε μια τέτοια κατάσταση έχουν προσωπικές αξίες, ανάγκες, κίνητρα, ιδανικά, που τα εφαρμόζουν όταν μπορούν να ελέγξουν την κατάσταση. Η διαφορά μεταξύ της λήψης αποφάσεων και της λήψης ηθικών αποφάσεων, έγκειται «στην ευθύνη της προσμέτρησης πολιτισμικών αξιών» ( Αντωνίου, 2016, σελ. 69), με στόχο την ορθή λήψη αποφάσεων.
Ο Αμερικανός ψυχολόγος Kohlberg, ξεκινώντας από τη θεωρία ανάπτυξης του Piaget, προχώρησε στη μελέτη της ηθικής ανάπτυξης των ατόμων, καταλήγοντας στη θεωρία των σταδίων ηθικής ανάπτυξης η οποία συντελείται σε έξι στάδια. Για τη μελέτη του χρησιμοποίησε ηθικά διλήμματα και χωρίς να δίνει την επίλυσή τους, κατέγραφε τις αντιδράσεις των ερωτηθέντων καταλήγοντας στο παρακάτω μοντέλο. Κατέληξε λοιπόν πως ο άνθρωπος ακολουθεί ένα ιεραρχικό μοντέλο ανάπτυξης της ικανότητας ηθικών κρίσεων το οποίο υποδιαιρείται σε τρία βασικά επίπεδα, όπου το κάθε επίπεδο αποτελείται από δύο στάδια ηθικής λογικής (βλ. § 3.4.).
Το πρώτο επίπεδο περιλαμβάνει το πρώτο και δεύτερο στάδιο της ηθικής λογικής. Το πρώτο θεωρείται πως είναι προσυμβατικό και ελέγχεται από το φόβο και την τιμωρία. Το δεύτερο δίνει έμφαση στις προσωπικές ανάγκες και λιγότερο στις ανάγκες των άλλων προσανατολιζόμενο στα ανταλλάγματα (Αντωνίου, 2016 ; Kohlberg & Hersh, 1977 ; Newman, 1995). Λόγω αυτών των παραγόντων θεωρείται πως μπορεί να μην παίρνονται αποφάσεις, αλλά να αντιγράφονται συμπεριφορές προς αποφυγή τιμωρίας.
Το δεύτερο επίπεδο περιλαμβάνει το τρίτο και τέταρτο στάδιο. Στο τρίτο στάδιο το άτομο επηρεάζεται από τους κοινωνικούς κανόνες με την υπακοή στα στερεότυπα και την επιδίωξη της επιδοκιμασίας, δίνοντας έμφαση στις ανάγκες των άλλων. Δηλαδή, υιοθετείται μια συμπεριφορά σύμφωνα με τα πρότυπα, π.χ. «θα είμαι φρόνιμος/η, για να κάνω φίλους». Στο τέταρτο στάδιο συναντάται η υπακοή στους νόμους και στους κανόνες με τη σωστή συμπεριφορά να εκφράζεται ως εκτέλεση του καθήκοντος, σεβασμός στην εξουσία και διατήρηση της ομαλής λειτουργίας της κοινωνίας (Αντωνίου, 2016 ; Kohlberg & Hersh, 1977 ; Newman, 1995).
Τέλος το τρίτο επίπεδο περιλαμβάνει το πέμπτο και το έκτο στάδιο. Στο πέμπτο το άτομο προσανατολίζεται στη νομιμότητα και στην προσωπική του ακεραιότητα, συνειδητοποιώντας ότι μπορεί να υπάρχει σύγκρουση νόμιμου και ηθικού, ενώ ενδιαφέρεται για το δίκιο των άλλων. Στο έκτο κι ανώτερο στάδιο εσωτερικεύει όλες τις αξίες και το κυριαρχεί η έννοια της συνείδησης. Σε αυτό το στάδιο το άτομο γίνεται «ηθικός παράγοντας» που μπορεί να επηρεάσει κι άλλους, καθώς πιστεύει ότι τα μέλη μιας κοινωνίας οφείλουν να σέβονται τους κανόνες της, ενώ η συμπεριφορά του συνάδει με τη συνείδησή του (Αντωνίου, 2016 ; Kohlberg & Hersh, 1977 ; Newman, 1995).
Σε έναν οργανισμό όπως τα σχολεία όταν υπάρχουν πράξεις ανήθικες ή ανεύθυνες ή παράνομες, τότε υπάρχει και ηθική ευθύνη του διευθυντή/τρια ή οποιουδήποτε άλλου μέλους της ομάδας (Newman, 1995). Η γνώση πολλές φορές δεν είναι πάντα ξεκάθαρη, λόγω των κινδύνων και της αβεβαιότητας που παρουσιάζουν κάποιες καταστάσεις και λόγω του ότι οι πληροφορίες δεν είναι πάντα γνωστές. Αυτό όμως, δεν σημαίνει πως η άγνοια απαλλάσσει κάποιον από την ευθύνη καθώς όσοι βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης οφείλουν να λάβουν όλα τα μέτρα για γνώση, έγκυρη πληροφόρηση κι έγκαιρη δράση. Η άγνοια έχει δύο διαστάσεις: α) είτε λόγω ορίων στην εξειδικευμένη επιστημονική γνώση (κυρίως σε τομείς επιστήμης, τεχνολογίας, ιατρικής) ή β) λόγω έλλειψης πληροφόρησης σε θέματα που θα μπορούσαν να είναι γνωστά. Είτε το ένα συμβαίνει είτε το άλλο όμως ο/η διευθυντής/τρια έχει τξην ευθύνη να μάθει και να το ξεπεράσει. Επίσης, εάν η διοίκηση αδιαφορήσει ή δεν πάρει τα απαραίτητα μέτρα, υπάρχει κίνδυνος να κατηγορηθεί ότι σκόπιμα επέτρεψε τη συνέχιση της ανήθικης τακτικής (Newman, 1995).
Ο Schwartz (2016) αναφέρει πως ηθική συμπεριφορά δεν νοείται αυτή που απλώς είναι σύμφωνη με τους νομικούς και ηθικούς κανόνες της κοινωνίας, αλλά αυτή που υποστηρίζεται από τα ηθικά πρότυπα. Τα άτομα με προσωπικές αξίες, ιδανικά, ανάγκες και κίνητρα μπορούν να επηρεάσουν τα ηθικά πρότυπα σε κάποιες καταστάσεις. Τα ηθικά πρότυπα και τα χαρακτηριστικά της κατάστασης, λειτουργούν ως εισροές στη διαδικασία της λήψης αποφάσεων και δυνάμει αυτών πραγματοποιούνται οι ηθικές κρίσεις. Ωστόσο, μια ηθική κρίση δεν συνεπάγεται και ηθική συμπεριφορά (Newman, 1995).
Μια ηθική συμπεριφορά προκύπτει από μια εσωτερική δέσμευση που προέρχεται από τις προσωπικές αξίες, ιδεολογίες, φιλοσοφικές θεωρήσεις ή θρησκευτικές πεποιθήσεις του ατόμου, το οποίο πιστεύει πως αυτό που πράττει είναι το σωστό. Αυτό προσδίδει στον άνθρωπο ακεραιότητα, καθώς πράττει σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του. Όταν δεν υπάρχει ακεραιότητα, τότε παραβιάζεται ο προσωπικός κώδικας αξιών και ο άνθρωπος οδηγείται σε μια πρόσκαιρα ηθικά ασυνεπή συμπεριφορά (Newman, 1995).
Επιπροσθέτως, η οργανωσιακή ηθική συμπεριφορά χαρακτηρίζεται και από την ηθική συμπεριφορά των στελεχών της και των ανθρώπων που εμπλέκονται με αυτή. Ρεαλιστικά είναι πολύ δύσκολο να γνωρίζει κάποιος αν ο εργαζόμενος είναι ή ανήθικος. Οι διευθυντές όμως οφείλουν να παίρνουν τέτοια μέτρα όμως ώστε να βελτιώσουν την ηθική συμπεριφορά και την κοινωνική ευθύνη των οργανισμών τους , δίνοντας έμφαση στο πλαίσιο της ηθικής λήψης αποφάσεων και στις αξίες του οργανισμού, καθώς και στην οργανωσιακή κουλτούρα. Η ηθική συμπεριφορά των οργανισμών είναι πολύ σημαντική, καθώς επηρεάζει την ποιότητα ζωής των ανθρώπων είτε εντός του οργανισμού είτε όλης της κοινωνίας και των ενδιαφερόμενων μερών (Newman, 1995).
Ο ίδιος ο Newman ( 1995) και πάλι υποστηρίζει πως υπάρχει ηθικό καθήκον και θεωρεί πως οι υποχρεώσεις γι αυτό απορρέουν από τις φιλοσοφικές αρχές ή τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Στο πλαίσιο αυτό προτρέπει τα διευθυντικά στελέχη να αναπτύξουν ένα είδος «εσωτερικής καθοδήγησης» που στηρίζεται σε αυτές τις αξίες και να δημιουργήσουν μια βάση για ηθική συμπεριφορά, ώστε να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στην ποικιλομορφία των οργανισμών και στις ανταγωνιστικές αγορές.Για την ανάπτυξη της ηθικής συμπεριφοράς, θα πρέπει να ενθαρρύνονται και να καλλιεργούνται ηθικά πρότυπα και ηθικές διαδικασίες, ώστε τα άτομα να μπορούν να αποφασίζουν χωρίς το φόβο της τιμωρίας, αλλά με ακεραιότητα.
Επίσημα προγράμματα εταιρικής δεοντολογίας προάγουν αυτή την ηθική αποθαρρύνοντας τους εργαζόμενους να επιδίδονται σε ανήθικες πράξεις. Μέσα από αυτά τα προγράμματα αναπτύσσεται και καθιερώνεται ένας κώδικας δεοντολογίας σε σχέση με το τι αποτελεί αποδεκτό και τι όχι σε έναν οργανισμό καθώς τι αποτελεί επαγγελματική ή μη συμπεριφορά. Περιπτώσεις απάτης, δωροδοκίας, μη παροχής ίσων ευκαιριών είναι λόγοι καταπάτησης αυτής και μπορούν να διωχθούν ποινικά.
Ειδικότερα στον τομέα της εκπαίδευσης όπου δεν υπάρχει από το υπουργείο παιδείας ορισμένος κώδικας δεοντολογίας η δουλειά σας των διευθυντών/τριών είναι ακόμη δυσκολότερη αφού πρέπει να ζητούν και να δρουν με μια ηθική η οποία μόνο σε νομικές διαδικασίες ή με αναφορά σε επιστημονικές έρευνες μπορεί να τεκμηριωθεί.
Η καλή λειτουργία του οργανισμούς τους όμως καθώς και η «ηρεμία» των ανωτέρων τους εξαρτάται από αυτό. Όπως κάθε οργανισμός έτσι και τα σχολεία υπόκεινται στην «κοινωνική εταιρική ευθύνη» και έχουν υποχρέωση να δρουν με βάση έναν κώδικα δεοντολογίας. Βασικές ευθύνες αυτής της κοινωνικής ευθύνης είναι οι οικονομικές ευθύνες, οι νομικές, οι ηθικές και οι φιλανθρωπικές.
Μήπως όμως είναι καιρός να δημιουργηθεί ένας τέτοιος κώδικάς ειδικά για τον κλάδο των εκπαιδευτικών; Η φύση της εργασίας τους δεν είναι η ίδια με όλους τους δημοσίους υπαλλήλους. Χρειάζεται εξειδικευμένος κώδικας για το χώρο αυτό που να αναφέρεται αποκλειστικά στις εκπαιδευτικές διαδικασίες και εργασίες ώστε ο κάθε απλός εκπαιδευτικός ή διοικητικό στέλεχος ανάλογα, να βοηθηθεί ως προς τις υποχρεώσεις και δικαιώματα του μέσα από αυτόν;
Ώστε τα σχολεία να ενταχθούν στη σωστή τους θέση και βάση απέναντι στην κοινωνία και να αντιμετωπίζονται ως τα επαγγελματικά ιδρύματα τα οποία είναι;
*ΜΒΑ – Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού / Εργασιακές Σχέσεις/Οργανωσιακή Ψυχολογία
(Απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο μου με τίτλο «Τεχνικές Εκπαιδευτικής Διοίκησης με Οργανωσιακή Ψυχολογία» )