Πρόγραμμα Λειτουργικού Αλφαβητισμού στα Δημοτικά Σχολεία της Κύπρου


ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ*

Την περασμένη βδομάδα διεξήχθη στα σχολεία της Κύπρου το Πρόγραμμα Λειτουργικού Αλφαβητισμού τόσο στα παιδιά της Γ’ τάξης του Δημοτικού όσο και στα παιδιά της Στ’ τάξης. Σκοπός του Προγράμματος είναι ο εντοπισμός μαθητών/τριών Γ΄ και Στ΄ τάξης, οι οποίοι/ες είναι πιθανόν να αντιμετωπίσουν προβλήματα λειτουργικού αναλφαβητισμού στη Γλώσσα και τα Μαθηματικά, ώστε οι μαθητές/μαθήτριες αυτοί/ές να λάβουν κατάλληλη στήριξη από το σχολείο (https://www.pi.ac.cy/pi/index.php?option=com_content&view=article&id=2618%3A------2019-2020&catid=34%3A2010-06-02-08-27-34&Itemid=65&lang=el).

Αυτή η στήριξη από μέρους του σχολείου αναφέρεται στην ενημέρωση των γονέων και στην παραπομπή τους στην ομάδα Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας για παροχή το πολύ 2 φορές τη βδομάδα επιπρόσθετης στήριξης στα Ελληνικά/Μαθηματικά από ειδικό εκπαιδευτικό.

Ανατρέχοντας κάποιος στη βιβλιογραφία, ως αξιολόγηση είναι η διαδικασία κατά την οποία χορηγούνται διάφορα τεστ στο μαθητές για να αναγνωριστούν τα δυνατά αλλά και τα αδύνατα σημεία τους ώστε να οδηγήσουν σε μια διάγνωση και έναν οδικό χάρτη για την παρέμβαση που θα πρέπει να γίνει και να τεκμηριώνει τα απορρέοντα από το νόμο δικαιώματα (Τζιβινίκου, 2015).  

Λαμβάνοντας τα πιο πάνω υπόψη αλλά και τα ποσοστιαία αποτελέσματα λειτουργικού αναλφαβητισμού στην Στ’ Δημοτικού που παρουσιάζονται πιο κάτω, εύλογα προκύπτουν ερωτήματα ως προς τι πάει λάθος αναφορικά στην παρεμβατική  διαδικασία η οποία θα έπρεπε να ακολουθείται από το ΥΠΠΑΝ.  

ΕΤΟΣ     ΓΛΩΣΣΑ    ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ
2011-12    8,2%        7,4%
2012-13    6,9%        5,5%
2013-14    5,8%        5,8%
2014-15     10%        8,3%
2015-16    7,4%        6,9%
2016-17   12,1%      12,1%
2017-18     9,7%      10,3%  

Αρχικά να αναφερθεί πως από το 2011 στην έκθεση του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας και αξιολόγησης αναφέρεται πως «… υπάρχει ανάγκη για αλλαγή στον τρόπο ένταξης των παιδιών στο Πρόγραμμα Ενισχυτικής Διδασκαλίας στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Θα πρέπει να καθορισθούν συγκεκριμένα κριτήρια για τον εντοπισμό των μαθητών που χρήζουν στήριξης από το εν λόγω πρόγραμμα και να γίνεται συνεχής αξιολόγηση τους. Επίσης, θα πρέπει να διευκρινισθούν οι στόχοι του εν λόγω Προγράμματος, ώστε να διαμορφωθεί κατάλληλα και από τους εκπαιδευτικούς ο προγραμματισμός της ενισχυτικής διδασκαλίας.» (https://www.pi.ac.cy/pi/files/keea/Research/Literacy_Project_Results.pdf, σ. 5). 

Η ενισχυτική διδασκαλία όμως όπως υπήρχε στις μερίδες των σχολείων με την αλλαγή των Αναλυτικών προγραμμάτων το 2011 έχει καταργηθεί. Ενώ μάλιστα αρχικά είχε αντικατασταθεί με το μάθημα «Εμπέδωση» ώστε να έχουν την ευκαιρία οι μαθητές να εμβαθύνουν σε θέματα τα οποία δεν είχαν εντελώς κατακτήσει, στην πορεία το 2015 αφαιρέθηκε τελείως από το Ωρολόγιο Πρόγραμμά και τα προγράμματα των σχολείων. Η μόνη αλλαγή που έγινε ήταν πως οι παραπομπές για εκπαιδευτικής στήριξης από την Μονάδα Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας θα επεκτείνονταν και στις μικρότερες τάξεις του Δημοτικού αφού θα εφαρμοζόταν το πρόγραμμα και στη Γ’ Δημοτικού.

Άξιον απορίας είναι όμως πως ενώ το πρόγραμμα εφαρμόστηκε και στη Γ’ Δημοτικού και θεωρητικά τα αποτελέσματα ήταν γνωστά από μικρότερη ηλικία, τα ποσοστά κυρίως για τη γλώσσα κατά τις χρονιές 2014-15 και 2016-2017 είναι εντυπωσιακά ψηλότερα από τις υπόλοιπες χρονιές. Μήνυμα πως οι διαδικασίες παρέμβασης οι  οποίες ακολουθούνται πάσχουν ακόμη.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ πως η ενισχυτική διδασκαλία η οποία είχε ξεκινήσει από το 2002- 2003 στις Δ, Ε,  Στ και το 2006-2007 επεκτάθηκε και στις Β και Γ’  τάξεις το 2011 καταργείται εντάσσεται το μάθημα Εμπέδωση στη θέση της δίνοντας σχετικά χαμηλά ποσοστά στον αναλφαβητισμό και μια μείωση ανά χρόνο τόσο στα Ελληνικά όσο και στα Μαθηματικά.

Κατά τη χρονιά 2015-2016 όπου καταργείται το μάθημα της Εμπέδωσης από τα ΝΩΠ και τα ποσοστά αναλφαβητισμού τη δεδομένη χρονιά να είναι χαμηλά λόγω του υπόβαθρου που υπήρχε αλλά την επόμενη χρονιά 2016-2017 να διπλασιαστούν με το 2017-2018 να παραμένει σε υψηλότερο ποσοστό ακόμη και από την πρώτη εφαρμογή του. Οι ώρες της Εμπέδωσης δόθηκαν στη διδασκαλία Ελληνικών και Μαθηματικών αυξάνοντας προφανώς τη διδακτέα ύλη. Άραγε αυτό ήταν όμως το αναγκαίο ζητούμενο των μαθητών;

Ιδιαίτερο προβληματισμό προκαλεί και το γεγονός πως ενώ στα ερωτηματολόγια προς τους εκπαιδευτικούς τόσο της Γ’ τάξης όσο και της Στ΄ τάξης υπάρχουν ερωτήσεις οι οποίες αναφέρονται στην αξία και την αποτελεσματικότητα της έρευνας, στην αξία τους ως βάση για αλλαγή των δράσεων από τους εκπαιδευτικούς σχετικά με τη διδασκαλία τους και την οργάνωση των μαθημάτων τους αλλά πουθενά δεν αναφέρεται η αναγκαιότητα αλλαγής των τρόπων παρέμβασης από το αρμόδιο υπουργείο το οποίο παρέχει τόσο τους τρόπους όσο και τα μέσα για να πραγματωθούν οι δράσεις αυτές.

Αν σκεφτεί κανείς πως οι διαδικασίες παραπομπής και εξέτασης μιας αίτησης στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας χρειάζεται περίπου ένα χρόνο να εξεταστεί τότε έχει εντοπιστεί μια παράμετρος που χρήζει βελτίωσης. Η υπηρεσία χρειάζεται αναβάθμιση. Η ύπαρξη εκπαιδευτικών ψυχολόγων σε κάθε μεγάλο σχολείο το οποίο θα λειτουργεί ως δίκτυο ακόμη καλύτερη.

Επίσης παρατηρώντας, πέρα από την κατάργηση της ενίσχυσης και της Εμπέδωσης, την αύξηση των μαθητών στις τάξεις σε 25, διερωτάται πως ένας/μία μόνο εκπαιδευτικός θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει διαφοροποίηση της διδασκαλίας του/της ενώ ταυτόχρονα στην τάξη μπορεί να υπάρχουν εκτός από τα παιδιά με ρίσκο για αλφαβητισμό, και παιδιά μεταναστευτικής βιογραφίας, παιδιά με ιδιαίτερα άλλα μαθησιακά προβλήματα ή παιδιά με θέματα συμπεριφοράς.

Την προσφορά υπηρεσιών και βοηθειών σε αρκετά  παιδιά χωρίς την ύπαρξη συντονισμού εκ μέρους των λειτουργών των υπηρεσιών για μελέτη των πιθανών λύσεων, σύμπτυξης των παροχών προς αυτά και  επιλογής της εκπαιδευτικά και παιδαγωγικά καλύτερης γι αυτά επιλογής διδακτικής στήριξης . 

Συμπερασματικά λοιπόν, καλό θα ήταν οι αρμόδιοι φορείς να σκεφτούν και να εισηγηθούν τρόπους παρέμβασης οι οποίες να βοηθούν ουσιαστικά τα παιδιά. Τρόπους προσφοράς σε κάθε σχολείο ξεχωριστά, των εργαλείων που έχει ανάγκη ο εκπαιδευτικός για να μπορεί να βοηθήσει το μαθητικό πληθυσμό  του ανάλογα με τη σύσταση, τα αποτελέσματα των αξιολογήσεών του  και τις αναδυόμενες ανάγκες του.

Τέτοια θα μπορούσε να είναι η παροχή από τον υπεύθυνο δάσκαλο της τάξης  ενισχυτικής διδασκαλίας στα παιδιά της Β’  , Γ, Δ, Ε Δημοτικού, τα οποία κατά τη φοίτησή τους στην Α΄ ή τις επόμενες τάξεις έχουν επιδείξει σημάδια δυσκολίας. Κάτι τέτοιο δεν απαιτεί την παρέμβαση της ομάδας ειδικών της Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας αφού η αξιολόγηση είναι απλή και μπορεί να γίνεται από τους εκπαιδευτικούς. Επίσης εξασφαλίζει το γεγονός πως τα παιδιά δε φεύγουν από την τάξη σε ώρες Ελληνικών ή Μαθηματικών και έτσι θα μπορούν να επωφεληθούν περισσότερο.

Με βάση τα αποτελέσματα αυτά και δεδομένου πως τα παιδιά στη Β΄ Δημοτικού είναι ακόμη σε αρχικό στάδιο εκμάθησης της γλώσσα και των Μαθηματικών, μια επίσημα στοχευμένη παροχή ενίσχυσης θα τα βοηθήσει να καλύψουν τα κενά που απέκτησαν. Ο/Η υπεύθυνος/η εκπαιδευτικός είναι ο/η μόνος/η που ξέρει καλά ποιες είναι οι αδυναμίες τους και ο/η μόνος/η που θα μπορεί να τις καλύψει ταυτόχρονα και σε συνδυασμό με τα μαθήματά της τάξης. Το ίδιο ισχύει και τους μαθητές Γ’ τάξης.

Στις μεγαλύτερες τάξεις Δ’, Ε΄ η αναγκαιότητα της παροχής στήριξης από τον/την εκπαιδευτικό της τάξης δεν είναι απόλυτα δεσμευτική. Την ενίσχυσή τους θα μπορεί να αναλαμβάνει και  ειδικός/ή εκπαιδευτικός ο/η οποίος/α θα πρέπει να έχει χρόνο στο πρόγραμμά του/της για υποχρεωτικό συντονισμό με τον/την εκπαιδευτικό της τάξης ώστε να διδάσκουν παράλληλα τα αναγκαία και συναφή αντικείμενα με τα μαθήματα της τάξης τους στα παιδιά σε απλοποιημένη μορφή.

Η μείωση του αριθμού των μαθητών στις τάξεις θα είναι επίσης μια ιδανική επιλογή η οποία θα δώσει στους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές την ευκαιρία να αλληλεπιδράσουν. Ο μεν εκπαιδευτικός να μπορεί να εφαρμόσει διαφοροποίηση και να μπορεί να αφιερώσει χρόνο περισσότερο των 2 λεπτών/40λεπτό  σε κάθε παιδί και το δε παιδί να έχει το χρόνο να κατανοήσει τι του εξηγά ο/η εκπαιδευτικός του.  Αναλογιζόμενοι και τους περιορισμούς την κατ’ οίκον εργασία στα παιδιά του Δημοτικού μια τέτοια ενέργεια θα τα ωθήσει ώστε να δεσμεύονται και με τους δύο εκπαιδευτικούς και να προσπαθούν περισσότερο στα μαθήματά τους. Διαφορετικά τα βλέπουν ως ανεξάρτητα αντικείμενα και κυρίως όταν δεν έχουν κατ’ οίκον εργασία για εμπέδωση δεν  υπολογίζουν το μάθημα καν.

Η εισαγωγή των τάξεων υποδοχής για παιδιά με μεταναστευτική βιογραφία κατά την πρώτη χρονιά ένταξής του σε ένα σχολείο επίσης θα βοηθήσει στη μείωση του αναλφαβητισμού. Τα παιδιά αυτά έχουν ανάγκη να μάθουν όχι μόνο τη γλώσσα και τις λειτουργίες αλλά και να ενταχθούν στην κουλτούρα του κυπριακού σχολείου. Η ένταξή τους τα τελευταία χρόνια στην ειδική εκπαίδευση δείχνει πως δε βοηθούνται με τον τρόπο που διδάσκεται το μάθημα για μαθητές ΜΕΒ στα σχολεία και πως υπάρχει ανάγκη  αναπλαισίωσής του. Ήδη ο διαχωρισμός τους από τις ομάδες της τάξης τους για να κάνουν τα επιπλέον μαθήματα είναι μια παράμετρος η οποία μπορεί να συμβάλει ώστε να δεχθούν ρατσισμό και καθότι οι ώρες στήριξής τους είναι λίγες σε τελική ανάλυση όχι μόνο δε βοηθούνται στο να μάθουν σωστά τη γλώσσα αλλά ίσως μακροπρόθεσμα τα κάνει περισσότερο ευάλωτα σε αυτόν αφού νιώθουν την απόρριψη λόγω μη συνεννόησης.

Τέλος η εξάλειψη των φαινομένων όπου ένα παιδί να εντάσσεται σε πολλών κατηγοριών βοήθειες θα βοηθήσει σε αυτό. Αρκετά παιδιά στα σχολεία μας είναι ενταγμένα σε πέραν του ενός προγράμματα γλώσσα για παιδιά με ΜΕΒ και ειδική εκπαίδευση και λογοθεραπεία κλπ. κλπ. Αν τα παρατηρήσει κάποιος στο σχολείο θα δει πως έρχονται για τουρισμό στις κανονικές τάξεις. Χάνουν ώρες και από τα βασικά εξεταζόμενα από το ΠΛΑ μαθήματα Ελληνικών/Μαθηματικών.   

Δεν κατανοούν τη ροή του μαθήματος διότι βγαίνουν για ένα σαραντάλεπτο και ακολούθως όταν έρχονται κυρίως σε Ελληνικά ή Μαθηματικά που υπάρχουν αρκετά 80λεπτα δεν καταλαβαίνουν τι μάθημα γίνεται. Μέχρι να το κατορθώσουν τελειώνει το μάθημα και στερούνται έτσι και των υπόλοιπων γνώσεων.  Όσο και να προσπαθούν οι ειδικοί εκπαιδευτικοί να βγάζουν τα παιδιά αυτά από τις τάξεις σε «άλλες» ώρες αυτό είναι αδύνατο. 

Η ανάγκη ενός συγυρίσματος των βοηθειών που παίρνουν τα παιδιά και ο καθορισμός και προγραμματισμός από τις σχολικές μονάδες των αναγκών τους και η αποστολή τους στο υπουργείο από την προηγούμενη χρονιά ίσως βοηθήσει νοούμενου  πως θα υπάρχει υπηρεσία ή το αναγκαίο προσωπικό που θα ασχολείται με αυτή την οργάνωση των ενισχύσεων των παιδιών ανά σχολείο.

Κλείνοντας, προσυπογράφεται πως το μόνο σίγουρο είναι πως οι μαθητές και οι εκπαιδευτικοί τους έχουν ανάγκη  έχουν ανάγκη από την προσφορά της ανάλογης στήριξης και υποστήριξης  για να μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά. Αν το πρόβλημα είναι ο έλεγχος τους τότε ε νομίζω να υπάρξει από κανέναν άρνηση αφού ούτως ή αλλιώς αξιολογούνται στο έργο τους. Η μείωση της ύλης και η αλλαγή των ΑΠ των Ελληνικών με την εστίαση στη διδασκαλία των βασικών γνώσεων που αφορούν στην ηλικία των παιδιών ηλικίας 6 με 12 χρόνων θα ήταν ένα από τα καλύτερα προγράμματα παρέμβασης.

Στόχος όλων μας όσοι ασχολούνται με την παιδεία είναι να παραδίδουμε στην κοινωνία μορφωμένους ανθρώπους και όχι γλωσσικά και μαθηματικά αναλφάβητους.

*Εκπαιδευτικός

ΜΒΑ / Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού / Εργασιακές Σχέσεις/Οργανωσιακή Ψυχολογία/Σχολική Ψυχολογία




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










1576