ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ
Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη δικαίου, οι όροι εγκληματικότητα, αντικοινωνική συμπεριφορά, παραπτωματικότητα και παραβατικότητα αναφέρονται σε ένα ευρύ φάσμα μη κοινωνικά αποδεκτών συμπεριφορών και πράξεων, όπως είναι η κλοπή, η βία, η καταστροφή ξένης περιουσίας, η χρήση αλκοόλ και ουσιών κ.α., οι οποίες αντανακλούν την αποτυχία του ατόμου να συμμορφωθεί ανάλογα με τις απαιτήσεις κάποιας μορφής εξουσίας ή να σεβαστεί τα δικαιώματα των άλλων (Παπαγεωργίου, 2005, σελ.338 ).
Σύμφωνα με τους παιδαγωγούς κάθε συμπεριφορά των μαθητών η οποία παρεμποδίζει τη διδασκαλία και την επικοινωνία τόσο μεταξύ των μαθητών όσο και μεταξύ μαθητών και εκπαιδευτικών θεωρείται ότι συμβάλει στη διατάραξη της ηρεμίας στη σχολική τάξη (Καλαντζή-Αζιζί & Ζαφειροπούλου, 2004, σελ.256 ).
Οι Farrington (1993) και Olweus, (1991), επισημαίνουν πως στο πλαίσιο της τάξης παρατηρείται ένα πολύ ευρύ φάσμα αρνητικών συμπεριφορών, που περιλαμβάνουν ήπιες ή πιο σοβαρές μορφές επιθετικότητας μεταξύ των οποίων είναι και οι ακόλουθες:
·Χρήση σωματικής βίας εναντίον προσώπων και αντικειμένων
Ένας άλλος διαχωρισμός των επιθετικών συμπεριφορών είναι αυτός της φανερής επιθετικότητας (επιθετικά ξεσπάσματα, λεκτική βία κτλ.) και της συγκαλυμμένης (ψέματα, κλοπές κτλ.) (Loeber & Stouthamer- Loeber, 1998).
Ο εκπαιδευτικός εκτός από όλα τα υπόλοιπα που έχει να διαχειριστεί χρειάζεται να στηρίξει κα να χειριστεί και αυτά τα παιδιά ο αριθμός των οποίων πληθαίνει μέρα με τη μέρα. Ο πρώτιστος τρόπος είναι μέσα από την άμεση και διαπροσωπική επικοινωνία μεταξύ εκπαιδευτικού και διδασκόμενου. Έχει διαπιστωθεί από έρευνες, ότι οι καλές διαπροσωπικές σχέσεις στην τάξη και στο σχολείο γενικότερα, δεν ευνοούν μόνο την προσωπική ανάπτυξη των μαθητών, αλλά συμβάλλουν επίσης στη μεγαλύτερη πειθαρχία μέσα στη σχολική μονάδα και στην τάξη (Lambert & McCombs,1998).
Είναι γνωστό ότι τα παιδιά με προβλήματα συμπεριφοράς παρουσιάζουν μεγάλη ετερογένεια ως προς το γνωστικό, συναισθηματικό, κοινωνικό, οικογενειακό επίπεδο και ως εκ τούτου καθένα από αυτά χρήζει διαφορετικής αντιμετώπισης και παρέμβασης με απώτερο στόχο την ενσωμάτωσή του στην τάξη. Γι αυτό και βασικές αρχές που πρέπει να διέπουν τη λειτουργία της τάξης (Κουρκούτας, 2007) είναι:
· η χρήση χιούμορ
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που συμβάλλει στη σωστή διαχείριση της συμπεριφοράς και στη βελτίωση της απόδοσης των μαθητών και γενικότερα αναβαθμίζει την ποιότητα του μαθήματος είναι η γνώση και η εφαρμογή επιτυχημένων στρατηγικών (Behets, 1997· Siedentop, 2002· Slavin, 2003).
Στρατηγικών που να βασίζονται σε μία αληθινή σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητών. Ο εκπαιδευτικός με τα συναισθήματά του, τις διαθέσεις του και τις στάσεις του έχει τη δυνατότητα να κάνει τους μαθητές να ξεπεράσουν τις φοβίες και τα άγχη τους. Η παροχή ενός αποτελεσματικού μαθησιακού περιβάλλοντος αφορά τις στρατηγικές που περιλαμβάνουν όχι μόνο την πρόληψη και την αντιμετώπιση της ανάρμοστης συμπεριφοράς, αλλά πρωτίστως την αποτελεσματική αξιοποίηση του χρόνου διδασκαλίας, τη δημιουργία ατμόσφαιρας που συντελεί στην καλλιέργεια του ενδιαφέροντος, στην αναζήτηση της γνώσης, καθώς και την παροχή ευκαιριών για δραστηριότητες που ενεργοποιούν τον νου και τη φαντασία των μαθητών (Slavin, 2007).
Σύμφωνα με τους Roache & Lewis, (2011), τα μοντέλα διαχείρισης της σχολικής τάξης και της συμπεριφοράς των μαθητών είναι:
Το προσανατολισμένο στον εκπαιδευτικό, με ανταμοιβές και τιμωρίες ως ενισχυτές των προσδοκιών του εκπαιδευτικού
Το προσανατολισμένο στον μαθητή, που με την αυτορρύθμισή του ο ίδιος αναπτύσσει υπεύθυνη συμπεριφορά
Το προσανατολισμένο στην ομάδα, όπου η λήψη των αποφάσεων γίνεται από τους μαθητές με την καθοδήγηση του εκπαιδευτικού
Η εμπλοκή των μαθητών στο μάθημα συνεπάγεται τη μείωση των προβλημάτων συμπεριφοράς και πειθαρχίας. Μέθοδοι διδασκαλίας, οι οποίες έχουν ως κύρια χαρακτηριστικά την αυθεντία του δασκάλου και την ατομική προσπάθεια των μαθητών, έχουν περισσότερες πιθανότητες να συνδεθούν με προβλήματα μάθησης και συμπεριφοράς (Χρηστάκης, 2011).
Αντίθετα, η ομαδοσυνεργατική διδασκαλία θεωρείται αποτελεσματική, διότι εξασφαλίζει αυθεντικές καταστάσεις προβληματισμού και επικοινωνίας, που συνεπάγονται την κινητοποίηση και την εμπλοκή των μαθητών (Cohen, 1994), δηλαδή οι μαθητές μαθαίνουν πώς να συνεργάζονται για να μαθαίνουν, γεγονός που περιορίζει δραστικά τα προβλήματα συμπεριφοράς (Ματσαγγούρας, 2008).
Με τη συμμετοχή τους στην ομάδα ενισχύεται η αυτοπεποίθησή τους και αποκτούν θετικά συναισθήματα, που έχουν αντίκτυπο στη συμπεριφορά τους στην τάξη και στη μαθησιακή διαδικασία. Η αξία της αποδοχής και του «ανήκειν» σε μια ομάδα είναι αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός (Gal et al., 2010) και με αυτήν την έννοια η ένταξη των μαθητών με συναισθηματικές και συμπεριφορικές δυσκολίες, όπως και κάθε άλλης ιδιαίτερης ομάδας, καθίσταται επιτακτική.
Ωστόσο, η οργάνωση και η διοίκηση της σχολικής τάξης δεν διευκολύνουν μόνο τη διδασκαλία και τη μάθηση, αλλά συνεπάγονται και δραστηριότητες που μεγιστοποιούν τον χρόνο μάθησης και προλαμβάνουν την ενοχλητική συμπεριφορά ορισμένων μαθητών (Rothstein,1990). Οι εκπαιδευτικοί ορίζουν κανόνες και διαδικασίες, οργανώνουν δραστηριότητες που βοηθούν να παραμείνουν οι μαθητές εμπλεκόμενοι στο παραγωγικό τους έργο. Τόσο οι προληπτικές όσο και οι επανορθωτικές διαδικασίες συμβάλλουν στον περιορισμό της ανάρμοστης συμπεριφοράς (Schunk,Pintrich & Meece, 2010).
Επιπλέον πρέπει να επισημανθεί πως η σχέση του μαθητή με τον εαυτό του, η εικόνα δηλαδή που σχηματίζει για τον εαυτό του (αυτοαντίληψη) και η αποτίμησή της (αυτοεκτίμηση) εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εμπειρίες που αποκτά από την επαφή του τόσο με τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς όσο και με τους συμμαθητές τους. Οι μαθησιακές δυσκολίες και οι αρνητικές σχολικές εμπειρίες απειλούν την αυτοεκτίμηση του μαθητή, με αποτέλεσμα αυτός να επιδίδεται σε μορφές αντικοινωνικής συμπεριφοράς (Ματσαγγούρας, 2006).
Τέλος σημαντικός παράγοντας για την αντιμετώπιση προβλημάτων συμπεριφοράς είναι η συνεργασία εκπαιδευτικών και γονέων. Η συνεργασία οικογένειας-σχολείου αφορά όχι μόνο την επίδοση των μαθητών και την αντιμετώπιση προβλημάτων συμπεριφοράς αλλά και την ενίσχυση της γονεϊκής εμπλοκής στη σχολική ζωή. Η συμμετοχή των γονέων στη μαθησιακή διαδικασία έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση των σχέσεων γονέων-μαθητών-εκπαιδευτικών και την επιτυχή αντιμετώπιση των περιστατικών επιθετικότητας (Χηνάς & Χρυσαφίδης, 2000).
Σύμφωνα με τη Μυλωνάκου-Κεκέ (2009), η ενεργός συμμετοχή των γονέων στη σχολική εκπαίδευση συμβάλλει στη σχολική επίδοση των μαθητών και παράλληλα, ενισχύει την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των μαθητών, προλαμβάνει και αντιμετωπίζει τις δυσκολίες προσαρμογής.
Ιδιαίτερη προσοχή όμως χρειάζεται στον τρόπο διαχείρισης του γονέα ώστε να συνεργαστεί μαζί με τον εκπαιδευτικό και το σχολείο. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις παραβατικής συμπεριφοράς των μαθητών δεν πρέπει να προσβάλλεται ο γονέας με ερωτήσεις τύπου ανακριτή ούτε να επιπλήττεται. Κάτι τέτοιο μπορεί να τον εξοργίσει. Η περιγραφή της συμπεριφοράς του παιδιού (στοιχειοθετημένη) του με παιδαγωγικό τακτ, και η επίκληση της ανάγκης του εκπαιδευτικού για συνεργασία του γονέα ώστε να το διαχειριστούν στο σύνολο των 25 μαθητών και όχι να το τιμωρήσουν, επιφέρει θετικά αποτελέσματα.
*Εκπαιδευτικός
ΜΒΑ – Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού/Εργασιακές Σχέσεις/Οργανωσιακή Ψυχολογία/Σχολική Ψυχολογία