ΤΠΕ στην εκπαίδευση SOS


ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ*

Οι Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνίας (ΤΠΕ) κατέχουν κυρίαρχο ρόλο στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία και επηρεάζουν τόσο τις ανεπτυγμένες, όσο και τις αναπτυσσόμενες χώρες στις διάφορες διαστάσεις της κοινωνικής ζωής: εκπαίδευση, οικονομία, αγορά εργασίας κ.ά. (Ράπτης & Ράπτη, 2002). Τα νέα δεδομένα επιβάλλουν στην εκπαίδευση την αλλαγή του περιεχομένου και των στοχεύσεων του σχολείου, έτσι ώστε να είναι εφικτή η ανταπόκρισή του στις νέες ανάγκες του ανθρώπου και στις προκλήσεις της σύγχρονης κοινωνίας (Γιαβρίμης κ.α., 2009).

H πρόσφατη εμπειρία με την πανδημία Covid-19, το κλείσιμο των σχολείων και η απόφαση εκ μέρους του ΥΠΠΑΝ για προσφυγή στην «εξ αποστάσεως» εκπαίδευση ανέδειξε την ανετοιμότητα των σχολείων με θέματα τον εξοπλισμό, την κακή δικτύωση, την έλλειψη ηλεκτρονικού παιδαγωγικού υλικού στα διάφορα μαθήματα αλλά και στην άγνοια εκ μέρους μερίδας εκπαιδευτικών του τρόπου χρήσης της τεχνολογίας στην τάξη και γενικότερα.

Αξίζει να αναφερθεί πως από την ανασκόπηση της διεθνούς και ελληνικής βιβλιογραφίας αναδύεται η θετική στάση των εκπαιδευτικών απέναντι στη χρήση των ΤΠΕ στη διδακτική πράξη, καθώς και στις διαδικασίες ενημέρωσης τους για τις δυνατότητες τους (Gulbahar & Guven, 2008; Κυρίδης κ.α., 2003; Τζιμογιάννης & Κόμης, 2004).  Οι εκπαιδευτικοί δηλώνουν ότι οι ΤΠΕ αυξάνουν τα κίνητρα συμμετοχής του μαθητή στην εκπαιδευτική διαδικασία (Kafai et al., 2002), αναπτύσσουν την κριτική του σκέψη (Jonassen et al., 1998; Rumpagaporn & Darmawan, 2007) και συμβάλλουν στην εισαγωγή μαθητοκεντικών μοντέλων (Διαμαντάκη κ.α., 2001). Για την εισαγωγή των ΤΠΕ στην εκπαίδευση κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζουν η αντίληψη του εκπαιδευτικού για την αποτελεσματικότητα τους στο διδακτικό έργο, η δυνατότητα αποφυγής προβλημάτων, αλλά και ο έλεγχος που μπορούν αυτοί να έχουν πάνω σε αυτές (Demetriadis, 2003; Preston et al., 2000; Βοσνιάδου, 2006).

Καταγράφονται, όμως, και εμπόδια, τα σημαντικότερα των οποίων είναι ο μεγάλος φόρτος εργασίας και η διαχείριση του εκπαιδευτικού χρόνου (Guha, 2000), η κακή διοικητική και τεχνολογική υποστήριξη (Butler & Sellbom, 2002; Slaouti & Barton, 2007) και η χαμηλή αυτοπεποίθηση των εκπαιδευτικών για τη χρήση των ΤΠΕ (Pelgrum, 2001).

Μέσα από αυτές τις έρευνες αναδείχθηκε εδώ  και καιρό πως ανάμεσα στους λόγους που διστάζουν οι εκπαιδευτικοί να χρησιμοποιούν τις ΤΠΕ στην τάξη αναφέρονται  περισσότερο στην έλλειψη γνώσεων, στη χαμηλή αυτοπεποίθηση, αλλά και στην εμμονή σε παραδοσιακές μεθόδους διδασκαλίας (Honey & Moeller, 1990; Lai et al., 2001).  Η αρχική εκπαίδευση και κατάρτιση τους δεν επαρκεί για να αντιμετωπίσουν τις ταχύτατα μεταβαλλόμενες κοινωνικές συνθήκες, τις αλλαγές στη γνώση, στα αναλυτικά προγράμματα και στις διδακτικο-παιδαγωγικές προσεγγίσεις (Borko, 2004), αλλά και ότι η επιμόρφωση με τη μορφή που υλοποιείται δεν μπορεί να συνεισφέρει ουσιαστικά στην εισαγωγή των ΤΠΕ στην εκπαίδευση (Πολίτης κ.α., 2000; Κυνηγός & Ξένου, 2000; Κυνηγός κ.α., 2000; Ξωχέλλης & Παπαναούμ, 2000).

Είναι παραδεκτό πως η παιδαγωγική αξιοποίηση των ΤΠΕ απαιτεί προσωπικές γνώσεις και δεξιότητες από τον εκπαιδευτικό καθώς και προηγούμενη εμπειρία στη χρήση τους.Ατομικά χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού, όπως η αυτοαποτελεσματικότητα (selfefficacy) ως προς τους υπολογιστές (Paraskeva, Bouta & Papagianni, 2008), οι στάσεις προς την τεχνολογία (Bullock 2004) και το φύλο του εκπαιδευτικού (Shapka & Ferrari, 2003) φαίνεται ότι συνδέονται με τη χρήση των ΤΠΕ στη διδασκαλία.

Η ανάγκη επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών σε ζητήματα που αφορούν την παιδαγωγική αξιοποίηση των ΤΠΕ, ανάγκη που έχει εκφραστεί και από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς (Κασιμάτη & Γιαλαμάς, 2001; Κυνηγός κ.α., 2000; Πολίτης κ.α., 2000), δυστυχώς παραμένει στα συρτάρια και αντικαταστάθηκε από την τεχνολογική υποστήριξη η οποία οδήγησε στη «μουσειακή» πλέον χρήση των συσκευών που υπάρχουν στα σχολεία και τον εξαναγκασμό τόσο των εκπαιδευτικών όσο και των μαθητών να συμβιβάζονται με συνθήκες εκπαίδευσης αναχρονιστικές, βασανιστικές και μερικές φορές πρωτόγονες. 

Απαιτείται λοιπόν κατάλληλη στήριξη (όχι μόνο τεχνολογική όπως πράττεται μέχρι σήμερα),  επιμόρφωση και τεχνολογική ενημέρωση,  διοργανωμένη από τον εργοδότη τους,  που δεν είναι άλλος από το ΥΠΠΑΝ. Οι δυσκολίες οι οποίες εντοπίστηκαν κατά την πανδημία σε συνδυασμό με την επιστημονική γνώση η οποία υπάρχει γύρω από το θέμα κάνει την ανάγκη για αναθεώρηση του περιεχομένου και των στοχεύσεων του ΥΠΠΑΝ γύρω από το θέμα ΤΠΕ  να είναι έκδηλη όσο ποτέ άλλοτε. Η αναπλαισίωση ή αναθεώρηση  του πλάνου του και της στρατηγικής στο ΥΠΠΑΝ, ο διαχωρισμός επιτέλους του τμήματος ΤΠΕ του ΥΠΠΑΝ σε Μονάδα Τεχνικής Υποστήριξης αλλά και σε Μονάδα Παιδαγωγικής Υποστήριξης με συμβούλους σε όλα τα σχολεία είναι ΑΜΕΣΗΣ προτεραιότητας.

Η μεν Μονάδα Τεχνολογικής Υποστήριξης να συνεχίσει να υποστηρίζει τα σχολεία με τεχνολογικό εξοπλισμό και επίλυση τεχνολογικών προβλημάτων επαρχιακά (όπως πραγματοποιείται σήμερα) και η Μονάδα Παιδαγωγικής Υποστήριξης να ασχοληθεί με την ενημέρωση, επιμόρφωση, και διαμοιρασμό ανάμεσα στον εκπαιδευτικό κόσμο υλικού, ιστοσελίδων, σχεδίων μαθημάτων τα οποία θα τους βοηθήσουν να χρησιμοποιούν ΣΩΣΤΑ την τεχνολογία στα μαθήματά τους ώστε οι κόποι και ο χρόνος που σπαταλούν σε αυτά να είναι ουσιαστικός και πάνω απ’ όλα αποδοτικός ως προς τους στόχους τους. 

Ενόψει και της προκήρυξης  των δηλώσεων για αποσπάσεις και συμβουλευτικό έργο στο ΥΠΠΑΝ για τη χρονιά 2021-2022 καλό θα ήταν να ξεκαθαρίσουν οι ρόλοι και τα καθήκοντα των αποσπασμένων στον τομέα αυτό όπως και τα κριτήρια συμπερίληψης. Για τη δεύτερη ομάδα της Παιδαγωγικής Υποστήριξης δεν είναι απαραίτητο να είναι σε πρώτη ζήτηση μετεκπαίδευση αποκλειστικά στα ΤΠΕ. Υπάρχουν ικανότατοι εκπαιδευτικοί οι οποίοι  κατέχοντας άλλες ειδικότητες μετεκπαίδευσης  αξιοποιούν άψογα την τεχνολογία στις τάξεις τους καθώς έχουν επιμορφώσεις ή πιστοποιήσεις ή αποδεικτικά χρήσης τεχνολογικών προγραμμάτων στην εκπαιδευτική διαδικασία.

Πολιτική του ΥΠΠΑΝ για τα ΤΠΕ  πρέπει να οριστεί η εφαρμογή τους  στην εκπαίδευση η οποία να στηρίζεται στην καλύτερη υλικοτεχνική υποδομή και δικτύωση των σχολικών μονάδων αλλά και στην ανάπτυξη του κατάλληλου εκπαιδευτικού υλικού που θα στοχεύει στην βελτιστοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, στη δημιουργία μαθητοκεντρικών μαθησιακών περιβαλλόντων και στην ανάπτυξη στρατηγικών διαθεματικής προσέγγισης της γνώσης και της σύγχρονης πραγματικότητας μέσα από ενεργητικές και συμμετοχικές διαδικασίες μάθησης.

Τίποτα λιγότερο δεν αναμένεται από τον εκπαιδευτικό κόσμο αλλά και από τους φορολογούμενους πολίτες – γονείς οι οποίοι εμπιστεύονται τα παιδιά τους στο δημόσιο σχολείο. Αθροιστικά αν ασχοληθεί κάποιος θα ανακαλύψει πως το κόστος μια σοβαρά σχεδιασμένης στρατηγικής θα είναι πολύ λιγότερο από αυτό της μερικής και κατά μέρους «διόρθωσης».

*Εκπαιδευτικός  γνώστης και εφαρμοστής ΤΠΕ στην εκπαιδευτική διαδικασία

ΜΒΑ – Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού – Οργανωσιακή Ψυχολογία/Σχολική Ψυχολογία




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










1154