ΤΗΣ ΜΥΡΙΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ*
Η φετινή επέτειος της Ελληνικής Επανάστασης είναι ιδιαίτερη μιας και μετρούν 200 χρόνια από τη μέρα που μια χούφτα «τρελών» ξεσηκώθηκε μετά από τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς. Όπως αναφέρει και ο Κολοκοτρώνης: «Ο κόσμος μάς έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμε την επανάσταση…».
Τα κατορθώματα των Ελλήνων αγωνιστών έχουν καταγραφεί σε κείμενα ιστορικών, έχουν υμνηθεί σε δημοτικά τραγούδια και έχουν αποτυπωθεί σε πίνακες ζωγραφικής. Παρόλα αυτά, εύκολα κανείς μπορεί να εντοπίσει την περιορισμένη έως και ελάχιστη αναφορά στη γυναίκα και στον ρόλο που είχε στον ξεσηκωμό και στον αγώνα των Ελλήνων.
Αναμενόμενο θα μπορούσε να πει κανείς αν αναλογιστεί τη θέση της γυναίκας στην εποχή εκείνη. Απουσίαζε εντελώς από τον τομέα της διοίκησης ενώ όσον αφορά την εκπαίδευση, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ο αναλφαβητισμός αποτελούσε σχεδόν τον κανόνα. Ο ρόλος τους περιοριζόταν εντός της οικογένειας, στη φροντίδα του νοικοκυριού και στην ανατροφή των παιδιών. Παρόλες όμως τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής, η Ελληνίδα έδωσε το παρόν της στον αγώνα για την ελευθερία, αναδεικνύοντας την επαναστατική της ετοιμότητα.
Η δημοτική ποίηση, πιο δίκαιη, τραγούδησε τη συμβολή και τα κατορθώματα των γυναικών στην επανάσταση. Για τις Σουλιώτισσες και για την καπετάνισσα Μόσχω Τζαβέλλα, η λαϊκή μούσα αναφέρει:
«… είναι το Σούλι ξακουστό, το Σούλι ξακουσμένο,
που πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες και κορίτσια,
που πολεμά η Τζαβέλλαινα με το σπαθί στο χέρι,
με το παιδί στην αγκαλιά, με το τουφέκι στ΄ άλλο».
Μέσα από τα ιστορικά γεγονότα διαφαίνονται από τη μια οι ηγετικές γυναικείες μορφές που έπαιξαν πρωταγωνιστικό και καθοριστικό ρόλο στην Επανάσταση και από την άλλη οι απλές ανώνυμες Ελληνίδες, που μέσα σε μια πατριαρχική κοινωνία, έχοντας τον ρόλο της μάνας, της γυναίκας, της αδελφής πρόσφεραν στον αγώνα, πολέμησαν, θυσιάστηκαν και θυσίασαν τα παιδιά τους.
Ηγετικές μορφές αποτελούσαν οι καπετάνισσες αλλά και οι αγωνίστριες των οποίων η συμβολή ήταν καθοριστική: η Μπουμπουλίνα, η Μαντώ Μαυρογένους, η Μόσχω Τζαβέλλα, η Λένα Μπότσαρη, η Ζαμπέτα Κολοκοτρώνη και τόσες άλλες ήταν οι γυναίκες που πολέμησαν με το σπαθί στο χέρι σε ξηρά και σε θάλασσα, που εμψύχωσαν άνδρες και γυναίκες και παρακίνησαν τα παιδιά τους στον αγώνα.
Ταυτόχρονα, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει όλες εκείνες τις απλές γυναίκες του αγώνα. Ήταν οι μάνες που γαλούχησαν τα παιδιά εκείνα που μετατράπηκαν, όχι τυχαία, στους αγωνιστές-ήρωες του 1821. Οι γυναίκες που δρουν και βοηθούν στις μάχες, εμψυχώνουν και νοσηλεύουν τους αγωνιστές, αυτοκτονούν προκειμένου να ξεφύγουν από την αιχμαλωσία και την ατίμωση. Γυναίκες της Μακεδονίας, της Κρήτης, της Ηπείρου, των Ψαρών. Όπως άλλωστε αναφέρει και ο Γάλλος ιστορικός Blancard: «Στις Ελληνίδες οφείλεται ιδιαίτερη προσοχή και εκτίμηση… Κατά τον ιερό αγώνα της Ανεξαρτησίας ατρόμητες, όπως οι άνδρες, ρίχτηκαν στην πάλη, χωρίς καν ν’ αποβλέψουν, όπως εκείνοι, στη δόξα. Ζήτησαν την αμοιβή τους στις ταλαιπωρίες, με την πεποίθηση πως θυσιάζονται για ό,τι είχαν προσφιλές.».
Η προσφορά της Ελληνίδας στην επανάσταση του 1821 είναι αδιαμφησβήτητα μεγάλη και πολυδιάστατη. Με υπερηφάνεια σήκωσε στους ώμους της τις ευθύνες που της ανέθεσε η πατρίδα, καταφέρνοντας να συνδυάζει συνεχώς τους πολλαπλούς τις ρόλους. Ως Ελληνίδα μάνα, γυναίκα, αδελφή, αγωνίστρια συνέβαλε αποτελεσματικά στον αγώνα για την ελευθερία της Ελλάδας. Οι στίχοι άλλωστε του Διονύσιου Σολωμού από το ποίημά του «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» το επιβεβαιώνουν:
Ψυχή μεγάλη και γλυκειά, μετά χαράς στο λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομα τους μνέω.
*Πρόεδρος ΠΟΕΔ