Ο εξευτελισμός των παιδιών προσχολικής εκπαίδευσης υπό το μανδύα του «δωρεάν»


ΤΗΣ ΕΛΙΝΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ*

Η Ευρωπαϊκή επιτροπή σε έκθεση της το 2009 αναφέρει[1]: «Μέχρι το 2020, το 95 % τουλάχιστον των παιδιών ηλικίας μεταξύ 4 ετών και της ηλικίας έναρξης της υποχρεωτικής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης θα πρέπει να συμμετέχει σε προσχολική εκπαίδευση.». Το 2021 έγινε αξιολόγηση των στόχων που έθεσαν συλλογικά τα κράτη μέλη το 2009 και αφού φάνηκε ότι οι περισσότερες χώρες πέτυχαν το συγκεκριμένο στόχο, έθεσαν καινούργιο στόχο μέχρι το 2030 η προσχολική εκπαίδευση να είναι προσβάσιμη σε παιδιά από την ηλικία των 3 ετών[2]. Το 2021 η Κύπρος, και αφού δεν έκανε καμιά ενέργεια για να πετύχει τον στόχο του 2009, αποφασίζει να επενδύσει το Ευρωπαϊκό κονδύλι των 12,2 εκατομμυρίων για να επιτύχει έστω και ετεροχρονισμένα το στόχο αυτό, με έναν παράδοξο και επιπόλαιο τρόπο εις βάρος των παιδιών. Αφού λέει δεν υπάρχουν αίθουσες που θα μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες τόσων παιδιών (ήδη για τις υφιστάμενες ανάγκες ένας σεβαστός αριθμός νηπίων φοιτά σε λυόμενες αίθουσες με πολλαπλά προβλήματα ή σε κενές αίθουσες δημοτικών) και δεν είμαστε διατεθειμένοι να φτιάξουμε σχολεία, θα πληρώνουμε, μέχρι να τελειώσει το κονδύλι των 12,2 εκατομμυρίων τα δίδακτρα των παιδιών ηλικίας 4 – 4,8 ετών για υποχρεωτική φοίτηση σε κοινοτικά και ιδιωτικά νηπιαγωγεία, αυξάνοντας ταυτόχρονα τον αριθμό παιδιών στην τάξη στα 28. Χαρακτηριστικά στο σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας αναφέρονται τα εξής[3]: «Eάν η κυβέρνηση αναλάβει την κατασκευή και λειτουργία των νέων τάξεων που απαιτούνται για την επέκταση της δωρεάν υποχρεωτικής προσχολικής εκπαίδευσης στο δημόσιο σχολείο, το κόστος θα είναι σημαντικά μεγάλο αφού θα υπάρχουν έξοδα και για τις υποδομές αλλά και για τα λειτουργικά. Τέλος, αυτή η μεταρρύθμιση θα βοηθήσει τον ιδιωτικό τομέα να πραγματοποιήσει ιδιωτικές επενδύσεις ενώ εάν η κυβέρνηση επρόκειτο να εφαρμόσει αυτό το μέτρο, θα επηρέαζε  αρνητικά τον ιδιωτικό τομέα».

Η Κυπριακή Δημοκρατία λοιπόν θεωρεί πως τη σημαντικότερη βαθμίδα της εκπαίδευσης μιας χώρας, όπως τη χαρακτηρίζει στις εκθέσεις της η ΕΕ, πρέπει να την αναλάβουν οι τοπικές κοινότητες, φιλανθρωπικά ιδρύματα, ιδιωτικές επιχειρήσεις και να τη στηρίξουν με δικούς τους πόρους. Θεωρεί ως επένδυση το τσουβάλιασμα 28 νηπίων σε μια τάξη με έναν μόνο ενήλικα αγνοώντας τις συστάσεις της ΕΕ για το θέμα αυτό. Τέτοιες αντιστοιχίες για τις ηλικίες αυτές θεωρούνται επιζήμιες τόσο για τη ψυχική όσο και για τη σωματική υγεία των παιδιών. Για αυτό και τέτοιες αντιστοιχίες ενηλίκων - παιδιών σε τάξεις νηπιαγωγείων δεν συναντώνται σε καμιά ανεπτυγμένη χώρα στον κόσμο. Η Κυπριακή Δημοκρατία δείχνει απρόθυμη να δημιουργήσει ποιοτικές δομές που να στηρίζουν αυτή τη βαθμίδα, δείχνει αδιάφορη ως προς την ποιότητα της προσχολικής εκπαίδευσης και περιορίζει τις ευθύνες της στο να εξασφαλίσει πελάτες στις ιδιωτικές επιχειρήσεις και ιδρύματα επιχορηγώντας απλά τα δίδακτρα των παιδιών για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

Καθώς το κράτος προτείνει μια  λύση όπου θα υποχρεώνει τα παιδιά να φοιτούν σε κοινοτικά και ιδιωτικά νηπιαγωγεία στα οποία δεν θα αλλάξει τίποτα πέραν από τους εγγυημένους πελάτες και την αύξηση του αριθμού των παιδιών στις τάξεις, είναι σημαντικό να αντιληφθούμε τα χαρακτηριστικά των σχολείων αυτών. Τα κοινοτικά νηπιαγωγεία και αρκετά ιδιωτικά δεν έχουν τους πόρους για να προσφέρουν την υλικοτεχνική υποδομή και τις συνθήκες εργασίας στους υπαλλήλους τους που προσφέρει το δημόσιο σχολείο, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται η ποιότητα εκπαίδευσης. Πολλά από τα κοινοτικά νηπιαγωγεία για παράδειγμα στεγάζονται σε λυόμενες αίθουσες ή σε κτήρια της κοινότητας. Η νηπιαγωγός στα κοινοτικά εργάζεται από τις 7:30 – 2:45, έχει υπό την ευθύνη της 25 παιδιά και τώρα θα έχει 28, δεν έχει τη δυνατότητα του μη διδακτικού χρόνου για οργάνωση μαθημάτων, στήριξη των παιδιών, επικοινωνία με τους γονείς κ.ο.κ. και συχνά ούτε καν ώρα για διάλειμμα. Η μόνη βοήθεια που έχει είναι από ένα ανειδίκευτο άτομο το οποίο έχει κυρίως την ευθύνη της καθαριότητας. Η χορηγία που προσφέρει το ΥΠΠΑΝ προς τα κοινοτικά νηπιαγωγεία δεν είναι αρκετή για τις ανάγκες του σχολείου. Τα ιδιωτικά τώρα προσφέρουν διαφορετικές συνθήκες εκπαίδευσης και διαφορετικές συνθήκες εργασίας στους υπαλλήλους τους, ανάλογα με τους πόρους που το καθένα διαθέτει και το κόστος φοίτησης των παιδιών, το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 200 – 550 ευρώ το μήνα. Πώς λοιπόν το κράτος θα υποχρεώσει τα παιδιά να φοιτήσουν σε τόσο ανόμοια μεταξύ τους σχολικά περιβάλλοντα κάποια από τα οποία μάλιστα έχουν ιδιαίτερα περιορισμένους πόρους με αρνητικό αντίκτυπο στην ποιότητα παιδείας;

Αξίζει να σημειωθεί πως στο σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της ΚΔ δεν αναφέρεται σε κανένα σημείο το θέμα της ποιότητας της προσχολικής εκπαίδευσης, παρόλο που η Ευρωπαϊκή επιτροπή αναφέρει το εξής[4]: «Η επένδυση στην προσχολική εκπαίδευση και φροντίδα αποτελεί καλή επένδυση μόνον εάν οι παρεχόμενες υπηρεσίες είναι υψηλής ποιότητας, προσβάσιμες, οικονομικά προσιτές και χωρίς αποκλεισμούς. Τα στοιχεία δείχνουν ότι μόνον οι υψηλής ποιότητας υπηρεσίες προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας αποφέρουν οφέλη· οι υπηρεσίες χαμηλής ποιότητας έχουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στα παιδιά και στην κοινωνία συνολικά. Τα μέτρα πολιτικής και οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στα θέματα ποιότητας.». Αυτό που αναφέρεται σχέδιο της ΚΔ, σε αρκετά σημεία μάλιστα, είναι ότι οι γονείς και ιδιαίτερα οι μητέρες θα επωφεληθούν από αυτό το μέτρο αφού τα παιδιά τους θα απασχολούνται κάπου και θα μπορούν οι ίδιες να ενισχύσουν την αγορά εργασίας. Χωρίς όμως το κράτος να αναλογίζεται ότι οι μητέρες θέλουν ποιοτική φροντίδα και εκπαίδευση για τα παιδιά τους και όχι επιπόλαιους χειρισμούς σχετικά με την υποχρεωτική μάλιστα εκπαίδευση και φροντίδα των παιδιών τους υπό το μανδύα του «δωρεάν».

Το να χειρίζεται το κράτος τα παιδιά προσχολικής εκπαίδευσης ως τα γρανάζια που θα ενδυναμώσουν τον ιδιωτικό τομέα και να θεωρεί πως το κύριο μέλημα των γονιών είναι η απασχόληση των παιδιών τους με οποιοδήποτε κόστος στην ποιότητα εκπαίδευσης και φροντίδας τους επειδή απλά θα είναι δωρεάν, είναι τουλάχιστον ντροπιαστικό. Το κράτος φαίνεται να αγνοεί τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής επιτροπής όπως επίσης και πολλών ερευνών που δείχνουν πως η υψηλή ποιότητα προσχολικής εκπαίδευσης επιφέρει τεράστια οικονομικά κέρδη σε ένα κράτος ενώ επηρεάζει θετικά τόσο τη συναισθηματική όσο και τη σωματική υγεία των ανθρώπων[5] [6] [7] [8]. Χειρίζεται την προσχολική εκπαίδευση με επιπόλαιες ενέργειες αφήνοντας την στο έλεος φιλανθρωπικών οργανώσεων ή στα επιχειρηματικά σχέδια εταιριών και το κράτος νίπτει τας χείρας του. Ένας χειρισμός ανεύθυνος, επικίνδυνος, παραπλανητικός και παιδαγωγικά αναξιόπιστος.

Το κράτος οφείλει να σεβαστεί τους φορολογούμενους πολίτες και να αξιοποιήσει τα κονδύλια που διαθέτει για μόνιμες λύσεις που θα διασφαλίζουν πρόσβαση των παιδιών σε δωρεάν ποιοτική εκπαίδευση αλλά και την αξιοπρέπεια των εκπαιδευτικών. Είναι απαράδεκτο ενώ το κράτος χρειάζεται εργατικό δυναμικό για στελέχωση βασικών και αναγκαίων δομών, υποχρεωτικών για τα παιδιά, να δηλώνει πως δεν επιθυμεί να καλύψει αυτές τις ανάγκες και ας το αναλάβουν φιλανθρωπικές οργανώσεις και ιδιωτικές εταιρίες υπό οποιεσδήποτε συνθήκες δύναται και επιθυμούν. 

*Νηπιαγωγός


[1] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:52009XG0528(01)&from=EN

[2] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:32021G0226(01)&from=EN

[3] file:///C:/Users/User/Documents/Cyprus%20RRP%20For%20Upload%2020052021%20(1).pdf

[4] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:32019H0605(01)&from=EN

[5] Bakken, L., Brown, N. & Downing, B. (2017). “Early Childhood Education: The Long-Term Benefits,” Journal of Research in Childhood Education.

[6] Barnett, W.S. (2008). Preschool Education and Its Lasting Effects: Research and Policy Implications (Boulder and Tempe, Ariz.: Education and the Public Interest Center & Education Policy Research Unit).

[7] https://economics.nd.edu/assets/151221/buckles_the_economics_of_early_childhood_investments.pdf

[8] https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/24675955/




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










2939