ΤΗΣ ΔΡΟΣ ΕΛΕΝΗΣ ΚΥΡΑΤΖΗ*
Πολλές έρευνες έχουν καταδείξει την υψηλή συσχέτιση της φωνολογικής ενημερότητας με την αναγνωστική ικανότητα. (Κυρατζή, 2008). Φωνολογική ενημερότητα είναι η συνειδητοποίηση ότι ο προφορικός λόγος διακρίνεται σε φωνολογικές μονάδες. Για να μάθει το παιδί να διαβάζει και να γράφει, πρέπει προηγουμένως να έχει συνειδητοποιήσει ότι ο προφορικός λόγος διακρίνεται σε φωνολογικές μονάδες..
Αυτές οι ηχητικές μονάδες, τα φωνήματα, συμβολίζονται με γραφήματα, κατά συνέπεια, το παιδί για να περάσει ομαλά από τον προφορικό λόγο στο γραπτό, πρέπει να έχει αναπτυγμένη τη φωνολογική του ενημερότητα (Παντελιάδου, 2000, στο «Μαθησιακές Δυσκολίες και Εκπαιδευτική Πράξη»).
Ικανότητα αποκωδικοποίησης
Η ανάγνωση είναι μια πολυσύνθετη διαδικασία. Το παιδί καλείται να έχει προφορική αντίδραση σε ένα οπτικό ερέθισμα. Προφορική αντίδραση σε οπτικό ερέθισμα έχουμε και στην περίπτωση της περιγραφής μιας εικόνας. Όμως όταν κάνουμε ανάγνωση δεν έχουμε εικόνα μπροστά μας, παρά μόνο σύμβολα (γράμματα). Αν λοιπόν ένα παιδί έχει προηγουμένως εξασκηθεί στην αντιστοίχηση των φωνημάτων με τα γραφήματα, καλείται για την ανάγνωση μιας λέξης ν’ αποκωδικοποιήσει αυτά τα σύμβολα –τα γραφήματα- αυτόματα, να τα αναλύσει και να τα συνθέσει πάλι αυτόματα και πολύ γρήγορα να προφέρει τη λέξη που βλέπει μπροστά του.
Αποκωδικοποίηση είναι η σύνθετη διαδικασία κατά την οποία καλούμαστε να αναλύσουμε τα γραφήματα και να τα συνθέσουμε τόσο αυτόματα, ώστε κατά την εκφορά του λόγου, τα φωνήματα που θα προφέρουμε στη σειρά να σχηματίζουν τη ζητούμενη λέξη. Η ικανότητα αποκωδικοποίησης παίζει σημαντικό –ίσως το σημαντικότερο- ρόλο στην εκμάθηση της πρώτης ανάγνωσης, σύμφωνα με όλες τις έρευνες που έχουν γίνει σχετικά.
Συγκριτικές μελέτες μεταξύ των γλωσσών έχουν εγείρει κάποια ζητήματα, που σχετίζονται με την επίδραση της ορθογραφίας κάθε γλώσσας στην ανάπτυξη της φωνολογικής ενημερότητας και με τη διαδικασία εκμάθησης της ανάγνωσης. Τα δοκίμια φωνολογικής ενημερότητας είναι μεταξύ των καλύτερων προγνωστικών δεικτών της προόδου των παιδιών στην ανάγνωση και συνήθως παρουσιάζουν μεγάλα ποσοστά διακύμανσης στις δεξιότητες ανάγνωσης (McDougall et al, 1994, Yopp, 1988, Wagner και Torgesen, 1987, 1993).
Επιπλέον, οι γνωστικές ικανότητες, όπως η φωνολογική μνήμη και η μνήμη εργασίας είναι σημαντικές για την ανάπτυξη της ανάγνωσης. Έρευνες που τεκμηριώνουν τη σχέση αυτή στα παιδιά έχουν διεξαχθεί κυρίως στην πρώτη γλώσσα των παιδιών. Τα τελευταία χρόνια παρουσιάζονται έρευνες σε δίγλωσσους αναγνώστες. Από αυτές τις έρευνες προκύπτει ότι η αναγνωστική ανάπτυξη σε δύο γλώσσες είναι ένας συνδυασμός σύνθετων δυνατοτήτων.
Αναγνωστική ανάπτυξη στα δίγλωσσα παιδιά
Η αναγνωστική ανάπτυξη στα δίγλωσσα επηρεάζεται από μια σειρά παραγόντων όπως: Γλωσσικοί παράγοντες (η δομή των δύο γλωσσών, ορθογραφία κανονική/μη κανονική,) Αναπτυξιακοί παράγοντες (Γνωστικά χαρακτηριστικά), Κοινωνικοί παράγοντες (Άμεσο και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, κοινωνικό στάτους των γλωσσών), Εκπαιδευτικοί παράγοντες (Σχολεία, Μέθοδοι, στόχοι, μέσα, υλικά).
Οι Γλωσσικοί παράγοντες αναφέρονται κυρίως σε διαφορές που δημιουργούνται από την επίδραση της ορθογραφίας κάθε γλώσσας στην ανάπτυξη της φωνολογικής ενημερότητας και στη διαδικασία εκμάθησης της ανάγνωσης.
Το ελληνικό σύστημα γραφής είναι ένα ασύμμετρα διαφανές ορθογραφικό σύστημα. Σύμφωνα με το Venezky (1995) στο Αϊδίνης και Κωστούλη, (2001), τρία είδη σχέσεων ανάμεσα στα γραφήματα και τα φωνήματα μπορούν να βρεθούν: σταθερές σχέσεις, εναλλασσόμενες προβλεπτές και εναλλασσόμενες μη προβλεπτές σχέσεις.
Όπως φαίνεται παρακάτω η γνώση φωνολογικών κανόνων καθιστά την αποκωδικοποίηση στα ελληνικά ως μια προβλεπτή διαδικασία. Στην πρώτη περίπτωση ένα γράφημα αντιστοιχεί σε ένα μόνο φώνημα (π.χ. το γράμμα κ αναπαριστά πάντοτε το φώνημα /κ/). Στη δεύτερη περίπτωση ένα γράφημα αντιστοιχεί σε δύο ή περισσότερα φωνήματα (π.χ. το γράμμα υ αναπαριστά τα φωνήματα /ι/, /f/ και /v/), υπάρχει όμως πάντοτε κάποιος γραμματικός κανόνας που ορίζει ποιο από τα τρία φωνήματα χρησιμοποιείται σε κάθε λέξη. Στην τρίτη περίπτωση ένα γράφημα αντιστοιχεί σε δύο ή περισσότερα φωνήματα χωρίς όμως να υπάρχει κάποιος γραμματικός κανόνας που να ορίζει ποιο από τα πιθανά φωνήματα χρησιμοποιείται σε κάθε λέξη.
Η αγγλική γλώσσα περιέχει έναν μεγάλο αριθμό από εναλλασσόμενες μη προβλεπτές σχέσεις. Αυτός ο μεγάλος αριθμός των εξαιρέσεων από τον κανόνα συμβάλλει στην φτωχή αντιστοιχία ανάμεσα στα γραφήματα και τα φωνήματα, σε αντίθεση, με γλώσσες όπως τα ιταλικά, τα φιλανδικά και τα ελληνικά που παρουσιάζουν μεγαλύτερη σταθερότητα στις σχέσεις ανάμεσα στα γραφήματα και τα φωνήματα. Το γεγονός αυτό θεωρείται σημαντικό γιατί μπορεί να διαφοροποιήσει την πορεία κατάκτησης του Γραμματισμού στις διάφορες γλώσσες. Στα ελληνικά συγκεκριμένα, στην αρχή της κατάκτησης της αποκωδικοποίησης εμφανίζονται δυσκολίες με τα συμφωνικά συμπλέγματα, τα δίψηφα σύμφωνα ή φωνήεντα και τους πολύπλοκους φωνολογικούς κανόνες ( π.χ. αυ-ευ) (Αϊδίνης, 2002, Πόρποδας, 2002).
Η ικανότητα αναγνώρισης λέξεων, ωστόσο φαίνεται να ολοκληρώνεται σχετικά νωρίς και ήδη στο τέλος της πρώτης τάξης τα παιδιά μπορούν να αναγνωρίσουν έναν αρκετά μεγάλο αριθμό λέξεων και ψευδολέξεων με μια ποικιλία φωνολογικών δομών, ενώ στο τέλος της δευτέρας και πιο πολύ στην τρίτη τάξη η ικανότητα αναγνώρισης λέξεων, με βάση την αποκωδικοποίηση μόνο όμως, έχει ολοκληρωθεί. (Κυρατζή, 1999).
Τα Γνωστικά χαρακτηριστικά είναι οι εκ γενετής παράγοντες που συμβάλλουν στην γλωσσική ανάπτυξη. Συνήθως παρατηρείται αλληλεπίδραση μεταξύ των γνωστικών χαρακτηριστικών, όπως η είναι η μνήμη και της γλώσσας.
Όσον αφορά το κοινωνιογλωσσικό περιβάλλον των παιδιών θα ήταν ιδανική η διενέργεια έρευνας μέσω ερωτηματολογίου/συνέντευξης για τη διερεύνηση των γλωσσών που χρησιμοποιεί το δίγλωσσο παιδί στο σπίτι και στο φιλικό περιβάλλον. Επιπλέον θα ήταν θεμιτό να έχουμε ευρήματα για τις στάσεις των παιδιών έναντι της πρώτης και της δεύτερης γλώσσας , καθώς και ποια από τις δύο γλώσσες είναι η πιο «ισχυρή» κοινωνικά.
Οι διαφορές αυτές κάνουν πιο επιτακτική την ανάγκη για την διερεύνηση των αναγνωστικών ικανοτήτων καθώς και των παραγόντων που επηρεάζουν τους δίγλωσσους μαθητές, τόσο στην εκμάθηση της ελληνικής όσο και στην εκμάθηση της πρώτης τους γλώσσας. Ιδανικά θα έπρεπε τα δίγλωσσα παιδιά να αξιολογούνται και στις δύο γλώσσες αρχικά για να υπάρχει ένα ολοκληρωμένο προφίλ των μαθητών. Με αυτό τον τρόπο θα μπορεί να διαμορφωθεί ένα πιο ολοκληρωμένο πλαίσιο για τη μάθηση και τη διδασκαλία τόσο του προφορικού, όσο και του γραπτού λόγου.
*PhD in Reading Development for Bilinguals
UniversityofManchester