Πού πήγε η γιαγιά; Γιατί δεν μου μιλάει ο πατέρας; Σκέψεις για τη διαχείριση του πένθους από τα παιδιά


ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΛΕΚΚΟΥ*

Ένα από τα αναπόφευκτα γεγονότα της ζωής του ανθρώπου, το οποίο μάλιστα είναι πηγή άγχους αλλά και φόβου, είναι ο θάνατος. Οι άνθρωποι πάντα προσπαθούσαν να τον κατανοήσουν ή να τον αποτρέψουν. Κι όταν συμβαίνει υπάρχουν πλήθος πρακτικών για την ανακούφιση του αποχωρισμού από αγαπημένα πρόσωπα. Η θρησκεία και ο πολιτισμός κάθε λαού, μέσω των εθίμων, προσφέρουν τελετές και πρακτικές που έχουν σαν στόχο την στήριξη και την παρηγοριά όσων μένουν πίσω.

Τι γίνεται όμως με τα παιδιά; Πώς αντιμετωπίζουν, ερμηνεύουν ή διαχειρίζονται την απώλεια και το πένθος;

Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι τα παιδιά έρχονται σε επαφή με το γεγονός του θανάτου και με την απώλεια από πολύ νωρίς, έστω κι αν αυτό γίνεται μέσα από οδούς τις οποίες εμείς δεν μπορούμε να τις σημασιοδοτήσουμε ως τέτοιες. Νεκρά κατοικίδια ή αδέσποτα ζώα, αναφορές και εικόνες με θάνατο στις ειδήσεις, βίαια κινούμενα σχέδια ή ηλεκτρονικά παιχνίδια ακόμη και στα πιο γνωστά και αθώα παιδικά παραμύθια, ο θάνατος, ως αμετάκλητη απώλεια είναι παρών.  Τα παιδιά γνωρίζουν τον θάνατο ως μέρος της ζωής. Η απουσία κάθε νύξης από μας γύρω από το θέμα, επηρεάζει την ικανότητά τους να το διαχειριστούν σωστά. Υποτιμούμε την παρατηρητικότητα τους και ξεχνάμε ότι εισπράττουν τον πόνο διαβάζοντας τα δικά μας συναισθήματα. Η ικανότητα να πενθούμε είναι μια από τις πιο σημαντικές δεξιότητες της ζωής μας και πρέπει να βοηθήσουμε τα παιδιά να την αναπτύξουν και να την καλλιεργήσουν προλαβαίνοντας, όπου είναι δυνατό, τα πολύ επώδυνα γεγονότα της ζωής τους.

Είναι απόλυτα αναμενόμενο τα παιδιά να κατακτούν και να κατανοούν την έννοια του θανάτου ανάλογα με την ηλικία τους αλλά και την γνωστική, συναισθηματική ή νοητική τους ανάπτυξη. Σε πολύ γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι:

  • Τα παιδιά μέχρι δύο ετών αν δεν βλέπουν κάτι, δεν θεωρούν ότι υπάρχει. Σε γνωστικό επίπεδο λοιπόν δεν υπάρχει αντίληψη του θανάτου
  • Μέχρι τα επτά τους χρόνια αντιλαμβάνονται τον θάνατο ως κάτι παροδικό και προσωρινό, το οποίο μπορεί να αλλάξει. Σε αυτό «βοηθούν» και οι αγαπημένοι τους ήρωες των παιχνιδιών ή των ταινιών που επανέρχονται στη ζωή. Πιστεύουν ότι οι αυτοί που πέθαναν ζουν και σκέπτονται κανονικά εκεί που είναι, οργανώνοντας μια σύντομα την επιστροφή τους.
  • Περίπου στα έντεκα έτη της ζωής τους, αντιλαμβάνονται  ότι όλα τα ζωντανά πλάσματα πεθαίνουν αλλά και  την μονιμότητα του θανάτου. Τα τρομάζει ιδιαίτερα η σκέψη ότι μπορούν και τα αγαπημένα τους πρόσωπα να πεθάνουν. Σε αυτή την ηλικία, προσωποποιούν το θάνατο και τον προβάλλουν ως σκελετό ή μια σκοτεινή και άσχημη φιγούρα. Κάποια παιδιά έχουν και ανάλογους εφιάλτες .Η εμπειρία της απώλειας μπορεί να δημιουργήσει συναισθήματα ενοχής, κάτι πολύ κοινό στα παιδιά, τα οποία θεωρούν πως κάτι έκαναν ή δεν έκαναν σωστά και αυτό οδήγησε στον χαμό του αγαπημένου προσώπου.
  • Από νωρίς στην εφηβεία αρχίζουν να αποκτούν, να αναπτύσσουν και να εκφράζουν φιλοσοφικές απόψεις για τη ζωή και το θάνατο, ψάχνουν το νόημα της ζωής και της ύπαρξης του ανθρώπου π.χ. γιατί η ζωή ή ο θεός είναι άδικοι με τους καλούς ανθρώπους, αν υπάρχει μεταθανάτια ζωή κ.λπ. . Οι έφηβοι αντιλαμβάνονται μεταφυσικές και συμβολικές ερμηνείες του θανάτου. Σε αυτή την περίοδο η απώλεια γεννάει θλίψη, θυμό και απογοήτευση.

Πριν ξεκινήσουμε να ,μιλάμε στα παιδιά για τον θάνατο, καλό είναι να διερευνήσουμε τι ακριβώς ξέρουν για τον θάνατο. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να διακρίνουμε τυχόν παρανοήσεις που μπορεί να έχουν. Σχετικά παιδικά βιβλία που μιλούν για την απώλεια και τον θάνατο είναι βοηθητικά.

Οι απαντήσεις μας και οι επεξηγήσεις μας σε ερωτήσεις και απορίες των παιδιών πρέπει να είναι σύντομες και ξεκάθαρες με μικρά παραδείγματα, αντιληπτά από τα παιδιά (π.χ. το σκυλάκι δεν νιώθει , δεν πονά, δεν πεινά). Η προβολή σε πρόσωπο που πέθανε θα γίνει από το παιδί το ίδιο. Πολλοί ενήλικες θεωρούν ότι μια συζήτηση είναι αρκετή για να αντιληφθούν τα παιδιά το θάνατο. Δεν είναι έτσι όμως. Τα παιδιά χρειάζονται χρόνο για να καταλάβουν τη νέα συνθήκη. Ενώ ξέρουν ότι η γιαγιά πέθανε μπορεί να ρωτούν γιατί κλαίει ο παππούς, ξανά και ξανά. Οι γονείς θα πρέπει να απαντήσουν ξανά και ξανά πως «κλαίει γιατί του λείπει» ή «οι άνθρωποι κλαίνε όταν πεθάνει αυτός που αγαπούν».

Η ερώτηση «εσύ μαμά/ μπαμπά πότε θα πεθάνεις» φέρνει σε αμηχανία πολλούς γονείς.  Είναι όμως η ερώτηση που εκφράζει την ανασφάλεια και το φόβο που μπορεί να διακατέχει το παιδί μπροστά στο ενδεχόμενο να μείνει μόνο του, χωρίς αγάπη. Χρειάζονται την πολλαπλή κι έντονη διαβεβαίωση από τους γονείς ότι θα είναι για πολλά ακόμα χρόνια μαζί του, να το φροντίζουν, να το προστατεύουν, να το αγαπούν αλλά και για το ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι ακόμα για τους οποίους το παιδί είναι σημαντικό.

Είναι πολύ συνηθισμένο να λέγεται σε ένα παιδί ότι ο άνθρωπος που πέθανε «κοιμήθηκε» ή «ξεκουράζεται». Είναι όμως πιθανό αυτή η εξήγηση να προκαλέσει φόβο για την ίδια την κατάσταση του ύπνου. Επίσης η έκφραση «γέρασε και πέθανε» το γεμίζει με ανασφάλεια καθώς βλέπει αγαπημένα πρόσωπα γύρω του να μεγαλώνουν και να αλλάζουν λόγω των γηρατειών. Τα ίδια συναισθήματα μπορεί να προκαλέσει και η δικαιολογία της αρρώστιας, αφού όλα τα παιδιά δεν μπορούν να αντιληφθούν την διαβάθμιση της ασθένειας. Πολλοί ενήλικες πιστεύουν ότι τα παιδιά αισθάνονται πιο ήρεμα όταν αποδίδουν την απώλεια στο «θέλημα του Θεού». Αυτό που είναι ανακούφιση για τους μεγάλους δεν είναι απαραίτητα και για τα παιδιά. Ο Θεός ως τιμωρός (σε άσχετη περίσταση μπορεί να έχει αναφερθεί ότι τιμωρήθηκε από τον Θεό κάποιος) αλλά και ταυτόχρονα ως παρηγοριά ή αυθαίρετη βουλή τρομάζει τα παιδιά.

Τι μπορούν λοιπόν να κάνουν οι γονείς όταν το παιδί τους έρχεται αντιμέτωπο με την απώλεια και το πένθος; Δεν υπάρχει συνταγή με εξασφαλισμένη επιτυχία, όπως δεν υπάρχει γενικά συνταγή για τέλειο γονιό. Υπάρχουν όμως κάποιες ενέργειες που βοηθούν να δοθεί χρόνος στο παιδί να διαχειριστεί την κατάσταση με τον τρόπο που του ταιριάζει.

Η απόκρυψη της αλήθειας δεν προστατεύει το παιδί. Οι ψίθυροι που θα ακούσει και οι ελλιπείς πληροφορίες που θα βρει για να καλύψει τα αναπάντητα ερωτήματά δημιουργεί περισσότερα προβλήματα στο μέλλον.

• Ανακοινώνουμε και εξηγούμε με απλά λόγια το τι συνέβη, χρησιμοποιώντας τις σωστές λέξεις όπως «πέθανε», «σταμάτησε η καρδιά του» και όχι καθησυχαστικές  όπως «χάθηκε», «κοιμάται», «πήγε ψηλά» «έφυγε» οι οποίες δημιουργούν προσδοκίες επιστροφής και επανασύνδεσης.

• Αφήνουμε το παιδί να κλάψει, να φωνάξει, να πενθήσει. Το έχει ανάγκη τόσο όσο εμείς.

 • Αν είμαστε σίγουροι ότι στην κηδεία δεν θα υπάρχουν ακραίες εκδηλώσεις θρήνου θα μπορούσε να παρακολουθήσει την εξόδιο ακολουθία.

 • Εξηγούμε στο παιδί ότι δεν φταίει για το γεγονός του θανάτου. Ότι κι αν σκέφτηκε, ένιωσε ή ευχήθηκε, σίγουρα δεν προκάλεσε το θάνατο κανενός.

• Επειδή τα παιδιά ανησυχούν για το μέλλον τους κρατάμε το πρόγραμμα των δραστηριοτήτων και των συνηθειών του, κατά το δυνατό, σε λειτουργία.

Και πάνω από όλα είμαστε πάντα διαθέσιμοι με τη αγκαλιά μας ανοιχτό καταφύγιο.

*Σχολικός Σύμβουλος Δημοτικής εκπαίδευσης 

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










1304