ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΠΥΡΡΟΥ*
Εἶπε, τὰ μαῦρα φρύδια του χαμήλωσε ὁ Κρονίδης,
ἔκλινε ἀπό τ' ἀθάνατο κεφάλι τοῦ κυρίου
ἡ θεία κόμη καὶ ὁ τρανὸς ὁ Ὄλυμπος ἐσείσθη.
Ἦ καὶ κυανέῃσιν ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων·
ἀμβρόσιαι δ' ἄρα χαῖται ἐπεῤῥώσαντο ἄνακτος
κρατὸς ἀπ' ἀθανάτοιο· μέγαν δ' ἐλέλιξεν Ὄλυμπον.
(Ἰλιάδα, ῥαψωδία Α, στ. 528 -530, μετάφραση Πολυλάς)
Ὅταν ῥώτησαν τὸν Φειδία πῶς ἐμπνεύστηκε τὸ ἄγαλμα τοῦ Διός, αὐτὸς χαριτολογῶντας, ἀπάντησε μὲ τοὺς πιὸ πάνω στίχους τοῦ Ὁμήρου. Φυσικά, ὁ Μειλίχιος Ζεὺς τοῦ Φειδίου, ὁ γλυκὺς καὶ πρᾶος Θεός, ὁ γεμάτος ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἐξέπεμπε ὀλύμπια γαλήνη, δὲν εἶχε σχέση μὲ τὸν θυμωμένο Ζῆνα ποὺ μᾶς παρουσιάζει ὁ Ὅμηρος πιὸ πάνω.
Αὐτός, λοιπόν, ὁ Μειλίχιος Ζεύς, ἀναβιώνει μετὰ ἀπὸ 2500 χρόνια! Τὸ χρυσελεφάντινο ἄγαλμα τοῦ Διός, ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ θαύματα τοῦ κόσμου παίρνει ξανὰ ζωὴ καὶ κοσμεῖ τὴν Ὀλυμπία. Τὸ περίκαλλον αὐτό ἄγαλμα φτιάχτηκε ἀπό τὸν φαίδιμο τεχνίτη Φειδία, γύρω στὸ 435 π.Χ. Μετά τὴν ὁλοκλήρωσιν τοῦ χρυσελεφαντίνου ἀγάλματος τῆς Παρθένου Ἀθηνᾶς, ὕψους δώδεκα μέτρων, τὸ ὁποῖο στήθηκε ἔξω ἀπὸ τὸν ναὸ τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ, ἔξω ἀπὸ τὸν Παρθενῶνα, οἱ Ἀθηναῖοι κατηγόρησαν τὸν Φειδία γιὰ κατάχρησι. Τὸν κατηγόρησαν ὅτι ἔκλεψε ἀπὸ τὴν ποσότητα χρυσοῦ ποὺ θὰ χρησιμοποιεῖτο γιὰ τὴν κατασκευὴ τοῦ ἀγάλματος. Τότε ὁ τεχνίτης, ἀποσυνηρμολόγησε τὸ ἄγαλμα, ἀφαίρεσε τὸ χρυσὸ ποὺ τὸ ἀποτελοῦσε, τὸ ζύγισε καὶ ἀπέδειξε στοὺς Ἀθηναίους ὅτι ἄδικά τον κατηγόρησαν. Πικραμένος ὁ Φειδίας, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, πῆγε στὴν Ἠλεία καὶ ἔφτιαξε αὐτὸ τὸ θεόπνευστον ἄγαλμα τοῦ Διός, ὕψους δεκατριῶν μέτρων, στὸ ὁποῖο ἐργάστηκε περίπου ὀχτὼ χρόνια. Θρυλεῖται ὅτι ὅταν ὁ Φειδίας τελείωσε τὸ ἄγαλμά του, προσευχήθηκε στὸν Θεὸ νὰ τοῦ στείλει ἕνα σημάδι, ἄν τὸ δικὸ του ἔργο ἦταν σύμφωνο πρὸς τὴν γνώμη του. Τότε ἔπεσε ἕνας κεραυνὸς σὲ κάποιο σημεῖο τοῦ ἐδάφους. Ἐκεῖ τοποθετήθηκε μιὰ χάλκινη ὑδρία, μέχρι τὰ χρόνια τοῦ Παυσανίου.
«Ὡς γὰρ δὴ ἐκτετελεσμένον ἤδη τὸ ἄγαλμα ἦν, ηὔξατο ὁ Φειδίας ἐπισημῆναι τὸν θεὸν εἰ τὸ ἔργον ἐστὶν αὐτῷ κατὰ γνώμην• αὐτίκα δ' ἐς τοῦτο τοῦ ἐδάφους κατασκῆψαι κεραυνόν φασιν, ἔνθα ὑδρία καὶ ἐς ἐμὲ ἐπίθημα ἦν ἡ χαλκῆ». (Παυσανίου, Ἠλειακά)
Ὁ Θεὸς τῆς Ὀλυμπίας, ὁ πατὴρ Θεῶν καὶ ἀνθρώπων, ἐκ δεξιῶν κρατοῦσε χρυσελεφάντινη Νίκη καὶ ἐξ εὐωνύμων σκῆπτρο, φτιαγμένο ἀπὸ διάφορα μέταλλα. Τὸ σκῆπτρο εἶχε στὴν κορυφή του ἀετό, σύμβολο τῆς ἐξουσίας τοῦ θεοῦ.
Πάνω στὸν ξύλινο σκελετὸ τοῦ ἀγάλματος, ὁ καλλιτέχνης εἶχε στερεώσει μὲ ἀριστοτεχνικό τρόπο τὸ ἐλεφαντόδοντο καὶ τὰ ἐλάσματα χρυσοῦ. Τὰ γυμνὰ μέρη τοῦ σώματος - ὅσα τὸ ἱμάτιο ἄφηνε ἀκάλυπτα – τὸ πρόσωπο, οἱ βραχίονες καὶ τὰ πόδια, εἶχαν γίνει ἀπὸ ἐλεφαντόδοντο. Τὸ ἱμάτιο, ποὺ ἦταν διακοσμημένο μὲ ζῴδια καὶ κρίνους, τὰ σανδάλια, τὰ γένεια καὶ τὰ μαλλιὰ εἶχαν γίνει ἀπὸ χρυσάφι, ἐν ᾧ τὸ κεφάλι ἦταν στεφανωμένο μὲ ἀσημένιο στεφάνι ἐλιᾶς. Ὁ θρόνος εἶχε κατασκευαστεῖ ἀπὸ χαλκό, ἔβενο, χρυσό, ἐλεφαντόδοντο καὶ πολύτιμους λίθους. Τοὺς βραχίονες τοῦ θρόνου στήριζαν γλυπτὲς ἀπεικονίσεις Σφιγγῶν ποὺ ἀπήγαγαν Θηβαίους νεαροὺς καὶ ἀπὸ κάτω ὑπῆρχε ἡ παράστασις τῆς θανατώσεως τῶν παιδιῶν τῆς Νιόβης ἀπὸ τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τὴν Ἀρτέμιδα. Στὸ ἀνώτατο τμῆμα τοῦ θρόνου, ἄνωθεν τῆς κεφαλῆς τοῦ Θεοῦ, ὁ Φειδίας ἔπλασε ἀπὸ τὴν μιὰ πλευρὰ τὶς Χάριτες καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὶς Ὧρες. Στὰ πλαϊνὰ μέρη ὑπῆρχαν μεταλλικὲς πλάκες μὲ χαραγμένες παραστάσεις τῆς Ἀναδυομένης Ἀφροδίτης , τὸ πολεμικὸ ἅρμα τοῦ Ἡλίου καὶ τὸ ἅρμα τῆς Σελήνης. Δύο μιμήσεις ἀναπαυομένων λεόντων βρίσκονται πλησίον τῶν ποδιῶν τοῦ Θεοῦ, σύμβολα ἄγρυπνης προστασίας καὶ δυνάμεως.
Ποιοὶ συμβολισμοὶ κρύβονται ὅμως πίσω ἀπὸ τὸ ἄγαλμα; Ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ Ἕλληνες μιλοῦσαν διὰ συμβολισμῶν τόσο μέσα ἀπὸ τὴν τέχνη ὅσο καὶ μέσα ἀπὸ τὸν λόγο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἕλληνας λόγος, τὸ θεϊκὸ αὐτὸ ἐργαλεῖο, κρύβει μέσα του τὸν ἔτυμον (=ἀληθῆ) λόγον, καὶ ἀποκωδικοποιεῖ τὶς διασυμπαντικὲς ἀλήθειες. Αὐτὲς τὶς ἀλήθειες, οἱ Ἕλληνες, τὶς ἔκρυψαν μέσα σὲ μύθους, φιλοσοφικὰ κείμενα καὶ ἀγάλματα, γιὰ νὰ τὶς προστατέψουν ἀπὸ τοὺς σκοταδιστές. Αὐτὲς τὶς ἀλήθειες τὶς μάθαιναν (ἤ καλύτερά τις βίωναν) διαμέσου τῶν ἱερῶν τους μυστηρίων (Ἐλευσινίων).
Ἀς δοῦμε, τί μᾶς λέει ὁ Πορφύριος στὸ "Περί Ἀγαλμάτων" γιὰ τὸ δίκελλον τοῦ Διός:
"Τὸ δίκελλον τοῦ Διὸς τὸ ἔπλασαν οἱ Ἕλληνες κατὰ τὴν ἀνθρώπινη μορφή, διότι νοῦς ἦταν ὁ Ζεὺς καὶ σύμφωνα μ’ αὐτὸν δημιουργοῦσε, ὁλοκληρώνοντας τὰ πάντα διὰ σπερματικῶν λόγων. Τὸν ἐμφανίζουν νὰ κάθεται ὑπαινισσόμενοι μ΄αὐτὸ τὴν σταθερότητα τῆς δυνάμεώς του. Ἔχει γυμνὸ τὸ πάνω μέρος τοῦ σώματος καθότι εἶναι φανερὸς στὰ νοερὰ καὶ οὐράνια μέρη τοῦ κόσμου, ἐνῶ τὰ πρόσθια καὶ κάτω μέρη εἶναι σκεπασμένα καθότι εἶναι ἀφανής καὶ ἀπόκρυφος στὰ κάτω μέρη τοῦ κόσμου. Στὸ ἀριστερὸ χέρι ἔχει τὸ σκῆπτρο, καθότι στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ ἑδρεύει καὶ λειτουργεῖ ἡ καρδιά, ποὺ εἶναι τὸ πιὸ ἡγεμονικὸ καὶ νοερὸ σπλάχνο ὅλων τῶν μερῶν τοῦ σώματος, ἀφοῦ βασιλεὺς τοῦ κόσμου εἶναι ὁ δημιουργικὸς νοῦς. Στὸ δεξιὸ χέρι φέρει εἶτε ἀετό, διότι ὁ ἀετὸς προΐσταται ὅλων τῶν πτηνῶν, ὡς μεταρσιωτικὸ πτηνό ἢ ἄγαλμα νίκης, ποὺ σημαίνει “αὐτὸς ἐνίκησε τὰ πάντα”.
Ὁ Ζεύς, λοιπόν, μᾶς λέει ὁ Πορφύριος, ἦταν νοῦς. Ὁ Ζεύς, ὁ Δεύς καὶ ὁ Ζῆν εἶναι τὰ ὀνόματα μὲ τὰ ὁποῖα ἀποκαλοῦσαν οἱ ἀρχαιοι Ἕλληνες τὴν συμπαντικὴ ἀρχὴ τοῦ κόσμου. Ἡ ἀρχικὴ λέξις τῆς προσωνυμίας Δίας ἦταν Δεύς ( τοῦ Διός, τῷ Διί, τὸν Δία, ὦ Δεῦ). Αὐτὸ ἔδωσε καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλες τὶς γλώσσες: Deus λατινικά, Dieu γαλλικά, Dios ἰσπανικὰ κτλ.
Ὁ Δίας, λοιπόν, ἐκφράζει αὐτὴν τὴν διά-χυσιν τἦς οὐσίας καὶ τῆς ζωῆς. Ἐκφράζει τὴν ἐκπνοὴ το σύμπαντος κόσμου (οἱ σύγχρονοι τὴν λένε big bang theory), ὅπου δια-χωρίζονται οἱ γαλαξίες, τὰ νεφελώματα, δια-χέεται ἡ οὐσία πρὸς τὰ κάτω καὶ ἐκδηλώνονται τὰ εἴδη (ἄνθρωποι, φυτά, ζῶα κτλ).
"… στὸν πατέρα Δία ὡραιότατα ἔχει τεθεῖ τὸ ὄνομα, ἀλλὰ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τὸ κατανοήσουμε, γιατὶ ἄλλοι τὸν λένε Ζῆνα καὶ ἄλλοι Δία, ὅταν ὅμως συνδεθοῦν σὲ ἕνα δηλώνουν καὶ τὰ δύο τὴν φύση τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ γιὰ μᾶς καὶ τὰ ἄλλα ὄντα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλος αἴτιος τῆς ζωῆς παρὰ ὁ ἄρχοντας καὶ βασιλιὰς τῶν πάντων. Καὶ συμβαίνει λοιπόν, ὀρθά νὰ ὀνομάζεται αὐτὸς ὁ Θεὸς ἐκεῖνος διὰ τοῦ ὁποίου τὸ ζῆν ὑπάρχει ἐς ἀεὶ σὲ ὅλα τὰ ὄντα".
«… τῷ Διὶ [396a] παγκάλως τὸ ὄνομα κεῖσθαι: ἔστι δὲ οὐ ῥᾴδιον κατανοῆσαι. ἀτεχνῶς γάρ ἐστιν οἷον λόγος τὸ τοῦ Διὸς ὄνομα, διελόντες δὲ αὐτὸ διχῇ οἱ μὲν τῷ ἑτέρῳ μέρει, οἱ δὲ τῷ ἑτέρῳ χρώμεθα-- οἱ μὲν γὰρ “Ζῆνα,” οἱ δὲ “Δία” καλοῦσιν--συντιθέμενα δ' εἰς ἓν δηλοῖ τὴν φύσιν τοῦ θεοῦ, ὃ δὴ προσήκειν φαμὲν ὀνόματι οἵῳ τε εἶναι ἀπεργάζεσθαι. οὐ γὰρ ἔστιν ἡμῖν καὶ τοῖς ἄλλοις πᾶσιν ὅστις ἐστὶν αἴτιος μᾶλλον τοῦ ζῆν ἢ ὁ ἄρχων τε καὶ βασιλεὺς τῶν πάντων. συμβαίνει οὖν ὀρθῶς [396b] ὀνομάζεσθαι οὗτος ὁ θεὸς εἶναι, δι' ὃν ζῆν ἀεὶ πᾶσι τοῖς ζῶσιν ὑπάρχει».
(Πλάτων, Κρατύλος)
Ὁ Δεύς, λοιπόν, εἶναι καὶ Ζῆν, εἶναι δηλαδή, ὅπως μᾶς λέει ὁ Σωκράτης πιὸ πάνω, ὁ χορηγὸς τῆς ζωῆς, χάριν τοῦ ὁποίου ἡ ζωὴ ὑπάρχει σὲ ὅλα τὰ ὄντα, εἶναι ὁ Θεὸς τῆς συμπαντικῆς ζωῆς. Εἶναι ὁ Ζῆν, ὁ Ζάν (στὴν Δωρική) καὶ ὁ Τάν (σὲ κάποιες περιοχὲς τῆς Κρήτης), ὁ Ζῶν καὶ ὁ Ζέν (ἀπὸ ἐδῶ προῆλθε καὶ τὸ Zen , ἡ σχολὴ τῶν Βουδιστῶν, ποὺ συμβολίζει τὴν ἀπόλυτη φώτισι).
Ὁ Ζεύς, ἡ τρίτη ὀνομασία τοῦ Θεοῦ, ἀποτελοῦσε τὸ ἱερὸ τετραγράμμα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Αὐτὴ ἡ οὐσία ἡ ὁποία δια-χέεται πρὸς τὰ κάτω καὶ δια-χωρίζεται, αὐτὴ ἡ οὐσία θὰ ἑνοποιηθεῖ στὴν πορεία, θὰ ζευχθεῖ στὸ Ἕν. Ὁ Κυρίαρχος τοῦ κόσμου θέλει νὰ ἑνώσει τὰ πάντα στὸ Ἕν, νὰ τὰ ἑνοποιήσει καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ μία ζεύξι, ἐξ οὗ καὶ τὸ ὄνομά του, Ζεύς. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ θρησκεία τῶν Ἑλλήνων εἶναι Ἑνθεϊστική (μονοθεϊστική), ὅλα καταλήγουν στὸ Ἕν, στὸν ἕνα Θεό. Τὸ δωδεκάθεο εἶναι συμβολικὰ οἱ διαφορετικὲς ἐκδηλώσεις τοῦ Ἑνός, οἱ ποικίλες ἐκφάνσεις τοῦ Κοσμικοῦ Νοός.
Ζεὺς λοιπόν… Τὸ Ζ δεικνύει τὸν πρωταρχικὸ κραδασμό, τὴν δόνησι τῆς γεννήσεως τῆς ζωῆς (Ζ-Ζ-Ζ-Ζ…), γι᾽ αὐτὸ μοιάζει καὶ μὲ κεραυνό. Τὸ Ζ προφερόμενο δημιουργεῖ ἤδη μία θερμότητα, μία δόνησι. Ἕπεται τὸ –εὖ-, το ξεχωριστό αὐτό μόριο τῆς ἑλληνίδος γλώσσης, ποὺ μᾶς δείχνει τὸ ἄριστον, τὸ καλόν, τὸ ἀγαθόν. Ὅπου το τοποθετήσουμε τελειοποιεῖ τὰ πάντα. Λέμε εὐτυχία, εὐδαιμονία, εὐμάρεια, εὐμορφία, εὐφροσύνη, εὐεξία, εὐδοκία κτλ, κτλ (πληροφοριακά, τὸ μόριο εὖ σχηματίστηκε ἀπὸ τὸ ὁμηρικὸ ἐπίθετο ἐΰς, ποὺ σημαίνει καλός, ἀγαθός, μέγας, εὐτυχής). Ὁ Ζεὺς ἑπομένως, εἶναι ἡ "παγὰ τῆς ἀενάου φύσεως" ( ἡ πηγή τῆς αἰώνιας ζωῆς), δηλώνει τὸν Θεὸ δημιουργό, τὸν φορέα καὶ δωρητὴ τῆς ζωῆς μας καὶ ταυτίζεται μὲ τὸ Ἀγαθόν. Τὸ ὄνομα ἐν τέλει καταλήγει σὲ ἕνα –ς-, τὸ ὁποῖο εἶναι τὸ γράμμα τῆς περατώσεως, γι᾽ αὐτὸ καὶ οἱ ἑλληνίδες λέξεις ἔχουν τὸ τελικό -ς-. Ἡ πρωταρχικὴ δόνησις τῆς ζωῆς δονεῖται (Ζ-Ζ-Ζ-Ζ) μέχρι τὴν περάτωσί της. Τότε λήγει (-ς-), γιατὶ ὅ,τι γεννιέται πεθαίνει καὶ περνάει στὸ εὖ, στὸ Ἀγαθόν. Ἡ διαστολή, λοιπόν, τοῦ σύμπαντος γυρνάει κάποτε στὴν ἀρχὴ ἀπὸ τὴν ὁποία ἐκπορεύεται. Οἱ μαύρες τρύπες τότε, ῥουφᾶνε ὅλο τὸ ὑλικό, ὅλη τὴν δημιουργία, γίνεται τώρα εἰσπνοὴ τοῦ σύμπαντος, ζευγνύονται ὅλα καὶ καταλήγουν στὸ σημεῖο ἀπὸ ὅπου ἀπορρέουν (δημιουργεῖται σύμφωνα μὲ τὴν σύγχρονη φυσική, ὁ λευκὸς νάνος).
Γι᾽αὐτὸ ὁ Δίας σώζεται καὶ δὲν τὸν τρώει ὁ Κρόνος στὸν γνωστό μῦθο. Τὸν σώζει ἡ μητέρα του ἡ Ῥέα ἢ Ῥεία (ἡ ἀνώτατη πηγὴ κοσμογονίας, αὐτὴ ποὺ ῥέει τὴν οὐσία, ἡ ῥοὴ τῆς ζωῆς) δίνοντας στὸν Κρόνο ἕνα σπαργανωμένο λίθο γιὰ νὰ φάει. Ὁ Κρόνος-Χρόνος λοιπόν, δὲν μπορεῖ νὰ φάει τὸν Δία, γιατὶ ἀπλούστατα αὐτὸς εἶναι ὁ Ζῆν, ἡ ἐκδήλωσις τῆς ζωῆς καὶ ἡ ζωὴ πάντοτε θὰ ὑπάρχει καὶ θὰ ἐκδηλώνεται.
"Ὁ Ζεὺς εἶναι ὁ αἰθέρας, ὁ Ζεὺς εἶναι ἡ γῆ, ὁ Ζεὺς εἶναι ὁ οὐρανός, ὁ Ζεὺς εἶναι τὸ πᾶν μὰ καὶ ὅ,τι πέρα ἀπὸ τὸ πᾶν ὑπάρχει".
"Ζεύς ἐστιν αἰθήρ, Ζεὺς δὲ γῆ, Ζεὺς δ' οὐρανός,
Ζεύς τοι τὰ πάντα χὥτι τῶνδε {τοι} ὑπέρτερον". (ΗΛΙΑΔΕΣ / ΑΙΣΧΥΛΟΣ)
Ὅλα τὰ πιὸ πάνω πρεσβεύει τὸ δίκελλον τοῦ Διός, τὸ ὁποῖον ἐκτὸς ἀπό θρησκευτικὸ καὶ κοσμογονικὸ σύμβολο ἦταν καὶ σύμβολο αἰσθητικῆς, ἐκπροσωποῦσε τὸ κάλλος. Τὸ 393 μ.Χ., ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος Α΄κατήργησε τοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες, ὁ ναός τοῦ Διὸς ἄρχισε νὰ παρακμάζει. Ἡ νέα θρησκεία ἐπεβλήθη ὡς ἐπίσημη θρησκεία τοῦ κράτους καὶ τὰ ἀρχαῖα ἱερά, ποὺ δὲν μετετράπηκαν σὲ χριστιανικοὺς ναούς, ἔπεσαν θύματα ὀργισμένων φανατικῶν χριστιανῶν. Τὸ 426μ.Χ. τὸ ἱερὸ τοῦ ναοῦ τοῦ Ὀλυμπίου Διὸς πυρπολήθηκε μετὰ ἀπὸ ἐντολὴ τοῦ Θεοδοσίου Β΄ καὶ τὸ ἄγαλμαν κατατεμαχίστηκε καὶ λεηλατήθηκε, ὅπως καὶ τόσα ἄλλα πολιτιστικὰ μνημεῖα. Σήμερα, 2500 χρόνια μετά, τὸ ἄγαλμαν τοῦ Διὸς ἐπανέρχεται στὴν γενέτειρά του. "Ἄγαλμά ἐστιν πᾶν ἐφ' ᾧ τις ἀγάλλεται", μᾶς λέει ὁ Ἡσύχιος. Ἀτενίζοντας τὸ ἀνακατασκευασθὲν ἄγαλμα τοῦ Διὸς στὴν Ὀλυμπία, ἡ ψυχὴ ἅλλεται, ἀναπηδᾶ ἀπὸ τὸ κάλλος. Τὸ κάλλος, μᾶς λέει ὁ Δαμάσκιος, ὁ τελευταῖος ἀρχηγέτης τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Πλάτωνος, εἶναι κ+ἄλλος, μία τομή, ἕνα ἄνοιγμα δηλαδή, πρὸς τὸν ἄλλο (τὸ -κ-, ὡς γράμμα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου στὸ πυθαγόρειο πρότυπο, κόπτει, δηλώνει τὴν τομή, γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ σχῆμα του μοιάζει μὲ ψαλιδάκι). Ὅταν ὁροῦμε (= βλέπουμε) τὸν Ὀλύμπιο Δία, δημιουργεῖται μία ῥοὴ ἐνέργειας (ὁρῶ-ῥοή) ἀνάμεσα στὸ ἄγαλμα καὶ σὲ μᾶς. Κάνει τὴν ψυχὴν μας ν᾽ ἀναθερμαίνεται, νὰ ξυπνᾶ, τῆς δίνει ἕνα εἶδος τροφῆς καὶ τὴν ὁδηγεῖ στὴν ἀγαλλ-ίασιν, στὴν ἴασιν (=τὴν θεραπεία), ἡ ψυχὴ δηλαδὴ αἰσθάνεται καλὰ μὲ τὸν ἑαυτὸ της. Συνεπῶς, ὅταν ἡ ψυχὴ μας δὲν ἔχει κάτι ὡραῖο καὶ καλλοποιὸ νὰ τὴν θρέψει γεμίζει μὲ ἀσχήμια, μὲ αἰσχρότητα. Τὸ ἄσχημο εἶναι τὸ αἰσχρό, αὐτὸ ποὐ "ἀεὶ ἴσχει τὸν ῥοῦν", λέει ὁ Σωκράτης, αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ ἐμποδίζει τὴν ῥοὴ ἐνέργειας ποὺ τρέφει τὴν ψυχὴν μας.
Σὲ μία ἐποχή, ὅπου τὸ κάλλος ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴν ζωὴ μας καὶ γύρω μας κυριαρχοῦν ἐκτρώματα πάσης φύσεως, ἔχουμε περισσότερη ἀνάγκη ἀπὸ ποτὲ τὴν ἐπιστροφὴ στὶς ρίζες μας. Ἔχουμε ἀνάγκη τὴν ἐπάνοδο τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κάλλους μέσα ἀπὸ τὴν τέχνη, ποὺ χαρίζει τέρψιν στὶς ψυχές μας καὶ μέσα ἀπὸ τὸν ἕλληνα λόγο, ὁ ὁποῖος ἠχεῖ στὰ αὐτιά μας ὡς σύριγξ τοῦ Πανὸς ἡδυέπεια (σὰν τὸν γλυκὺν αὐλὸ τοῦ Πανός) καὶ μᾶς χαρίζει τὴν φρενοθελγῆ εὐέπια - τὴν εὐγλωτίαν ποὺ θέλγει, μαγεύει τὶς φρένες.
Ζεύς- Δεύς – Ζῆν! Ὁ Θεὸς τῆς Ὀλυμπίας μᾶς καλεῖ νὰ ἐντρυφήσουμε μέσα σὲ ὅλα ὅσα πρεσβεύει ὡς λόγος, δόνησι, φιλοσοφικὴ ἔννοια καὶ μεταρσιωτικὴ ὁδός. Ζεὺς ἦν, Ζεύς ἐστι, Ζεὺς ἔσεται!
*Βοηθοῦ Διευθύντριας Γ΄Δημοτικοῦ Ἰδαλίου