ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΛΕΚΚΟΥ*
Τον τελευταίο καιρό παρακολουθούμε περιστατικά βίας και παραβατικότητας νέων ανθρώπων τα οποία είναι κλιμακούμενα, τόσο από πλευράς συχνότητας όσο και από πλευράς έντασης. Τα μέσα ενημέρωσης τα παρουσιάζουν ως πρωτοφανή, οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (ανάλογα με την ηλικία τους) είτε ζητούν ακραίους τρόπους αντιμετώπισης ή αποθεώνουν τους δράστες. Απέναντι και σε αυτή την πολύ προβληματική συνθήκη, συνολικά ως κοινωνία λειτουργούμε υποκριτικά και άρα με ανεπαρκή τρόπο. Δεν είναι τόσο απλό να υπάρξει ένας κατάλογος δράσεων αλλά σίγουρα υπάρχουν κάποιες πρακτικές που αν εφαρμοστούν με συνέπεια και ειλικρίνεια μπορεί να φέρουν θετικά αποτελέσματα.
Ενώ από τη μια πλευρά καταδικάζεται η νεανική βία, ταυτόχρονα επιτρέπεται και διαφημίζεται περιεχόμενο που προάγει βίαιες συμπεριφορές μέσω της μαζικής κουλτούρας ηρωοποίησης τους, (πχ ταινίες, βιντεοπαιχνίδια, αναρτήσεις σε συγκεκριμένες πλατφόρμες αλλά και σε στίχους τραγουδιών που μάλιστα «παίζουν» συχνά στα ραδιόφωνά και σε μουσικές πλατφόρμες). Αυτή η αντίφαση στέλνει συγκεχυμένα μηνύματα στους νέους για το τι είναι αποδεκτό και τι όχι.
Η εκπαίδευση κατά της βίας στα σχολεία συχνά αντιμετωπίζεται ως προσθετικό μέρος του προγράμματος και όχι ως θεμελιώδης πτυχή της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η ανάπτυξη κριτικής σκέψης, η εκπαίδευση στην ενσυναίσθηση και στην κοινωνική ευθύνη παραμένουν περιθωριακές. Μια εκπαίδευση στρατευμένη στο κυνήγι του επιτεύγματος και μόνο, έχει πολλά κενά, μέσα στα οποία φωλιάζουν και γιγαντώνονται η παραβατικότητα και η βία. Δεν είναι τυχαίο που για κάθε περιστατικό βίας, υπάρχουν δεκάδες λήψεις από κινητά άλλων παιδιών που παρακολουθούν με απάθεια (ακόμα χειρότερα με ικανοποίηση) όσα αποτρόπαια διαδραματίζονται μπροστά τους.
Πολλοί νέοι βιώνουν αποκλεισμό και κοινωνική απομόνωση, που μπορεί να οδηγήσουν σε αυξημένα επίπεδα ανταγωνισμού ή ακόμα και σε βίαιη συμπεριφορά ως μέσο αυτοάμυνας ή εκδίκησης. Η κοινωνική μας δομή συχνά αγνοεί αυτές τις υποκείμενες αιτίες.
Η μειωμένη ή ανύπαρκτη γονική εποπτεία είναι μια σημαντική παράμετρος για την εξοικείωση των παιδιών με τη βία. Όταν, για διάφορους λόγους, οι γονείς είναι απόντες από τη ζωή των παιδιών τους, τα παιδιά είναι εκτεθειμένα σε επίδενα πρότυπα που τα υιοθετούν άκριτα, για να ταιριάξουν στα πρότυπα των συνομήλικων τους . Με αυτόν τον τρόπο, πιστεύουν, πως θα κερδίσουν την προσοχή και την αναγνώριση που δεν έχουν σπίτι. Πολλές φορές οι «απόντες» γονείς τείνουν (πνιγμένοι από τον πανικό των ενοχών; Παρακινημένοι από θιγμένο εγωισμό για την ματαίωσή τους;) να δικαιολογούν κάθε πράξη του παιδιού τους υποκρινόμενοι πως πραγματικά νοιάζονται.
Αυτό το κενό θα μπορούσε να καλυφθεί από την εύκολη πρόσβαση σε Υπηρεσίες Υποστήριξης. Η πρόσβαση όμως σε φορείς και υπηρεσίες ψυχολογική και κοινωνική υποστήριξη των είναι συχνά περιορισμένη, ειδικά σε χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα ή πάρα πολύ γραφειοκρατική. Αυτό αφήνει πολλούς νέους χωρίς την απαραίτητη βοήθεια για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν.
Η συχνή εστίαση της κοινωνίας στις συνέπειες της νεανικής βίας αντί για τις υποκείμενες αιτίες της είναι μια ακόμα εκδήλωση υποκρισίας. Η αντιμετώπιση των συμπτωμάτων αντί για την ρίζα του προβλήματος δεν οδηγεί σε μακροπρόθεσμες λύσεις και αφήνει τις βασικές κοινωνικές δυσλειτουργίες ανεξέλεγκτες.
Η δημιουργία μιας συνεκτικής και αποτελεσματικής προσέγγισης στη νεανική βία απαιτεί μια ολοκληρωμένη και πολυδιάστατη αντίδραση. Μόνο μέσα από την εκπαίδευση, την κοινωνική ένταξη, την ενίσχυση της ψυχολογικής υποστήριξης και την αλλαγή προσέγγισης του θέματος από τα μέσα ενημέρωσης μπορούμε να ελπίζουμε για μια κοινωνία όπου η νεανική βία δεν θα είναι ούτε συνηθισμένη ούτε αποδεκτή.
* Σχολικός Σύμβουλος Δημοτικής, Συγγραφέας.