ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΛΕΚΚΟΥ*
Στις μέρες μας, ένας συχνός πονοκέφαλος για γονείς και εκπαιδευτικούς αφορά την αναζήτηση ισορροπίας μεταξύ διαπαιδαγώγησης και πειθαρχίας. Η ποινή έχει από τη μια έχει δαιμονοποιηθεί με αρκετούς να υποστηρίζουν πως η ύπαρξη της επιτείνει την παραβατικότητα κι έχει αρνητική επίπτωση στη χολική ζωή. Από την άλλη θεωρείται πανάκεια, υποστηρίζοντας ότι κάθε πρόβλημα παραβατικότητας και περιστατικό βίας θα εξαλειφθεί με τη θέσπιση ποινών. Η αλήθεια βέβαια είναι στη μέση, όπως συμβαίνει σε όλα τα θέματα.
Η ένταση και η συχνότητα όμως των παραβατικών συμπεριφορών και των περιστατικών βίας, δεν αφήνει περιθώριο για ακραίους δογματισμούς. Οι επιστήμες με κέντρο τον άνθρωπο και κυρίως η ψυχολογία και η παιδαγωγική (με πολλές έρευνες) επισημαίνουν τη σημασία των ορίων και των συνεπειών στην ανάπτυξη του παιδιού. Όταν τα παιδιά δεν αντιμετωπίζουν συνέπειες για τις αρνητικές τους συμπεριφορές, μπορεί να μην μάθουν πώς να αξιολογούν τον κίνδυνο και τις συνέπειες των πράξεων τους, πράγμα που τα δυσκολεύει να αναπτύξουν κοινωνικές και ηθικές δεξιότητες. Οι πιο πάνω έρευνες δείχνουν ότι παιδιά που μεγαλώνουν σε περιβάλλοντα χωρίς καθορισμένες πολιτικές συνεπειών για αρνητικές συμπεριφορές, συχνά εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα επιθετικότητας και παραβατικότητας.
Η υπερπροστασία και η αποφυγή της επιβολής ποινών ή συνεπειών μπορεί να ευνοήσουν την ανάπτυξη του αισθήματος της ατιμωρησίας στα παιδιά, προκαλώντας μακροπρόθεσμα σοβαρά προβλήματα συμπεριφοράς. Η έλλειψη ποινών/ συνεπειών αφαιρεί μια βασική εκπαιδευτική διαδικασία που βοηθά τα παιδιά να μάθουν να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους και να σέβονται τους άλλους. Η πρώτη παιδευτική διαδικασία ξεκινάει από την οικογένεια, το πλαίσιο εκείνο που με ασφάλεια αναπτύσσει τα παιδιά και τα ετοιμάζει για το πρώτο σημαντικό πολυμελές περιβάλλον που είναι η επίσημη εκπαίδευση. Είναι πλεονασμός να αναφερθούμε στους κλυδωνισμούς της οικογένειας. Είναι σημαντικό όμως να υπογραμμίζουμε κάποιους από αυτούς όπως την εργασιακή ανασφάλεια, τα οικονομικά προβλήματα, τα ωράρια εργασίας των γονέων, την ματαίωση των ίδιων των γονέων αλλά και τις ενοχές που πολλές φορές τους βασανίζουν, όταν συνειδητοποιούν το ότι δεν είναι παρόντες για τα παιδιά τους. Αυτό τους οδηγεί σε μια διεκπεραιωτική διαχείριση των υποχρεώσεων τους, στην δικαιολογία και αποδοχή κάθε συμπεριφοράς και την επίρριψη ευθυνών σε άλλον (συνήθως αυτός ο «άλλος» είναι το σχολείο). Το σχολείο πάλι, έχοντας απογυμνωθεί (ανάλογα με τη βαθμίδα περισσότερο ή λιγότερο) του παιδευτικού ρόλου, προσφέρει ύλη και διαδικασίες που πολλές φορές δεν συναντούν τις ανάγκες των παιδιών που φοιτούν σε αυτά, αγνοώντας, ως και να είναι πολυτέλεια, τις συναισθηματικές ανάγκες και την επάρκεια των παιδιών.
Σε όλα αυτά προστίθεται και το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, που ενστερνίζεται τη βία ως μέσο επίλυσης διαφορών και κοινωνικής διάκρισης, που θεωρεί την αποφυγή ευθυνών και την ατιμωρησία ως επίτευγμα αλλά φαρισαϊκά «συγκλονίζεται» από τα περιστατικά νεανικής βίας και παραβατικότητας.
Η λύση δεν βρίσκεται ούτε στην εξαφάνιση των ποινών ούτε στην ποινικοποίηση των πάντων, αλλά στη ρυθμιστική και συνειδητοποιημένη εφαρμογή τους. Είναι σημαντικό τα παιδιά να αντιλαμβάνονται τις ποινές ως δίκαιες και συνεπείς, προκειμένου να κατανοούν τις αξίες που προωθούνται μέσω αυτών.
Η έλλειψη ποινών και συνεπειών στο σπίτι και στο σχολείο αποτελεί μια πολύπλοκη και συζητήσιμη θεματική. Η αναγνώριση των αναγκών για ασφάλεια και σταθερότητα, καθώς και για την κατανόηση και την αποδοχή, είναι όμως κρίσιμη. Με τη σωστή εκπαίδευση και καθοδήγηση, τα νέα παιδιά έχουν την προοπτική να μάθουν να αναπτύσσονται σωστά και να εξελιχθούν σε υγιείς και συνειδητοποιημένους ενήλικες.
* Σχολικός Σύμβουλος Δημοτικής