ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ*
Ως μάχιμος εκπαιδευτικός της ειδικής αγωγής, με πολυετή εμπειρία τόσο στην πράξη όσο και στον συνδικαλιστικό χώρο, αισθάνομαι την υποχρέωση να τοποθετηθώ ανοιχτά και με πλήρη συναίσθηση της ευθύνης που φέρω απέναντι στους μαθητές μου, τους συναδέλφους μου και το ίδιο το μέλλον της ειδικής εκπαίδευσης.
Η προωθούμενη μεταρρύθμιση, η οποία παρουσιάζεται ως προοδευτική και «συμπεριληπτική», στην ουσία απειλεί να αποδιαρθρώσει τον ξεχωριστό χαρακτήρα της ειδικής αγωγής. Δηλώνω ευθέως την αντίθεσή μου, όχι επειδή αντιμάχομαι την εξέλιξη ή την ένταξη, αλλά επειδή θεωρώ την εφαρμογή της συγκεκριμένης πολιτικής πρόχειρη, ελλιπώς σχεδιασμένη και παιδαγωγικά επικίνδυνη.
Η ειδική εκπαίδευση δεν είναι ούτε προαιρετικό παράρτημα, ούτε παροδική λύση ενίσχυσης της γενικής τάξης. Είναι αυτόνομος και ισότιμος επιστημονικός και παιδαγωγικός κλάδος, με συγκεκριμένη αποστολή: να προσφέρει εξειδικευμένο, προσαρμοσμένο και προστατευμένο περιβάλλον μάθησης, το οποίο σέβεται τη μοναδικότητα κάθε παιδιού και ανταποκρίνεται στις εξατομικευμένες του ανάγκες, ικανότητες και ρυθμούς.
Στο πλαίσιο της νέας μεταρρύθμισης, οι ειδικοί εκπαιδευτικοί καλούνται να εγκαταλείψουν αυτόν τον διακριτό τους ρόλο και να ενταχθούν στη γενική τάξη ως «Β΄ εκπαιδευτικοί» – ένας ασαφής, υποτιμητικός και θεσμικά αδύναμος τίτλος, που δεν αντικατοπτρίζει ούτε την επιστημονική τους κατάρτιση ούτε τη θεραπευτική και παιδαγωγική φύση του έργου τους.
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι οι μονάδες ειδικής αγωγής δεν οδηγούνται σε σταδιακή κατάργηση λόγω προβλημάτων, αλλά στο όνομα της μεταρρύθμισης και της επιδίωξης καθολικής ένταξης. Επιδιώκεται μια οριζόντια εφαρμογή «ενσωμάτωσης», χωρίς να έχουν προηγηθεί:
Τα χρόνια προβλήματα της ειδικής εκπαίδευσης – η υποστελέχωση, η έλλειψη μονίμων δομών, η μετακίνηση προσωπικού, η ασταθής καθημερινότητα, η απουσία ουσιαστικού πλαισίου στήριξης – όχι μόνο παραμένουν άλυτα, αλλά καθιστούν ιδιαίτερα επισφαλή οποιαδήποτε απόπειρα ένταξης χωρίς τις απαραίτητες προϋποθέσεις.
Η εμπειρία τόσο από το ελληνικό σχολείο όσο και από αντίστοιχες διεθνείς πρακτικές δείχνει ότι η «ένταξη» χωρίς θεμέλια οδηγεί σε:
Η αλήθεια είναι απλή: δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική ένταξη, αν δεν προσαρμοστεί το ίδιο το σχολείο στις ανάγκες των παιδιών – και όχι το αντίστροφο. Οραματιζόμαστε ένα συμπεριληπτικό σχολείο, αλλά δεν μπορούμε να το χτίσουμε πάνω σε ελλείψεις και πρόχειρες νομοθετικές παρεμβάσεις.
Η ειδική αγωγή έχει ανάγκη από ενίσχυση, όχι απαξίωση. Έχει ανάγκη από θεσμική αναγνώριση, όχι από συγχώνευση. Χρειάζεται συνέχεια και παρουσία και στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, όπου σήμερα σχεδόν απουσιάζει πλήρως η ειδική στήριξη, δημιουργώντας ένα κενό στην εκπαιδευτική διαδρομή των μαθητών με αναπηρία ή/και ειδικές ανάγκες.
Οι αλλαγές πρέπει να στηρίζονται σε σοβαρό και ανοιχτό διάλογο, με διαφάνεια και ουσιαστική συμμετοχή των ανθρώπων της πράξης. Η λήψη αποφάσεων από την ΠΟΕΔ και κάθε αρμόδιο φορέα οφείλει να ξεκινά από τη βάση, να αφουγκράζεται τη φωνή των εκπαιδευτικών της ειδικής αγωγής και να μην αποφασίζει ερήμην τους.
Δεν γράφω για να απορρίψω την αλλαγή. Γράφω για να ζητήσω υπευθυνότητα, επιστημονική τεκμηρίωση και σεβασμό. Για να υπερασπιστώ εκείνους που συχνά μένουν πίσω. Γιατί τα παιδιά με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες δεν είναι περιπτώσεις να "ενσωματωθούν". Είναι πρόσωπα που δικαιούνται εκπαίδευση με αξιοπρέπεια, στήριξη και ουσία.
Με σεβασμό στην αποστολή μας και ευθύνη απέναντι στους μαθητές μας,
*Ειδικός Εκπαιδευτικός
Πρόεδρος ΔΗ.ΑΝ.Α. Πάφου
Γενικός Γραμματέας Π.Ο.Ε.Δ. Πάφου