ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΠΑΣΙΑΡΔΗ*
Ασχολούμαι με το θέμα της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και του εκπαιδευτικού έργου εδώ και δεκαετίες. Από τότε που η αείμνηστη Κλαίρη Αγγελίδου, τότε Υπουργός Παιδείας, με κάλεσε στο γραφείο της, για τη σύσταση τριμελούς επιτροπής για την ετοιμασία Σχεδίου Αξιολόγησης των Εκπαιδευτικών της Κύπρου, αρχές της δεκαετίας του 1990. Τα άλλα δύο μέλη ήταν ο Άδωνις Κωνσταντινίδης, τότε Διευθυντής του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και ο Νίκος Χαραλάμπους, μετέπειτα πρώτος Επίτροπος Διοικήσεως της Κύπρου. Εργαστήκαμε επίπονα, επιστημονικά, τίμια και αντικειμενικά και η πρόταση που κατατέθηκε ποτέ δεν προχώρησε. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν και άλλες προσπάθειες και διορίστηκα ως πρόεδρος ή μέλος πολλών άλλων επιστημονικών επιτροπών για το ίδιο θέμα, χωρίς να υπάρξει θετική εξέλιξη. Ωστόσο, η συμβολή όλων των προσπαθειών ήταν καθοριστική, με το Σχέδιο «Αθηνά» επί Υπουργίας του αείμνηστου Πεύκιου Γεωργιάδη (καθαρά σύμπτωση το όνομα του σχεδίου με το όνομα της νυν Υπουργού Παιδείας) να αποτελεί την κορωνίδα όλων των άλλων σχεδίων τα οποία ακολούθησαν και στηρίχτηκαν σε αυτό. Ήταν η πιο συστηματική, επιστημονικά τεκμηριωμένη, δημοκρατική και υποσχόμενη δουλειά που έγινε ποτέ στην Κύπρο για το θέμα της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, με ευοίωνες προοπτικές για την πρόοδο και βελτίωση του εκπαιδευτικού μας συστήματος.
Ως πανεπιστημιακός και ειδικός στον τομέα αυτό συχνά έκανα αναφορά στα μεταπτυχιακά μαθήματά μου, ότι οποτεδήποτε υπάρχει αξιολόγηση ανθρώπων από άλλους ανθρώπους, είναι φυσιολογικό να δημιουργούνται φόβοι ως προς την αντικειμενικότητα, επιστημονικότητα και αμεροληψία της διαδικασίας. Ως εκ τούτου, σε όλα τα συστήματα αξιολόγησης σε χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής, οι αξιολογητές οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους φόβους και τις ανάγκες των εκπαιδευτικών στα διάφορα στάδια της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας, καθώς και τις ανάγκες του συστήματος, ως συνόλου. Γι’ αυτό τον λόγο χρειάζονται δύο συστήματα αξιολόγησης, ένα διαμορφωτικό και ένα τελικό που θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ανεξάρτητα ή και παράλληλα ανάλογα με τις επαγγελματικές ανάγκες του ίδιου του εκπαιδευτικού και ανάλογα με τις ανάγκες του συστήματος. Με αυτά υπόψη μας, μπορούμε να μειώσουμε τις φοβίες των εκπαιδευτικών που φυσιολογικά υπάρχουν και να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στις διαδικασίες.
Ταυτόχρονα, η επιτυχία ενός νέου σχεδίου αξιολόγησης συνδέεται άμεσα με την ηγεσία ενός εκπαιδευτικού συστήματος η οποία χρειάζεται την κατάλληλη προετοιμασία, υπευθυνότητα την οποία συνήθως αναλαμβάνουν πανεπιστημιακοί οργανισμοί αποκλειστικά για αυτό τον σκοπό. Συνεπώς, δύο προϋποθέσεις είναι απαραίτητες να διασφαλιστούν για την επιτυχία ενός νέου συστήματος αξιολόγησης: (1) η πλήρης, σύγχρονη εκπαίδευση και κατάρτιση αυτών που θα το εφαρμόσουν δηλ. των διευθυντικών στελεχών και των επιθεωρητών-συμβούλων, επιθεωρητών - αξιολογητών και (2) η ύπαρξη έγκυρων και αξιόπιστων εργαλείων για την αξιολόγηση.
Έχω μελετήσει με πολλή προσοχή το κείμενο για το Νέο Σύστημα Αξιολόγησης των Εκπαιδευτικών και του Εκπαιδευτικού έργου που ετοιμάστηκε από το ΥΠΑΝ υπό την καθοδήγηση της Υπουργού Παιδείας, Δρος Αθηνάς Μιχαηλίδου. Συνάδει με όλα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω. Πρόσθετα, θεωρώ πως είναι πολύ καλό, ισορροπημένο και βασισμένο στις γνωστές, γενικές επιστημονικές αρχές περί αξιολόγησης με θετικά στοιχεία. Για παράδειγμα, το ΥΠΑΝ προσπάθησε να μην ξεφύγει πολύ από τους τομείς αξιολόγησης του υφιστάμενου συστήματος, το οποίο θεωρώ σοφό για την αποφυγή δραστικών αλλαγών που συνήθως διαταράσσουν τις υφιστάμενες ισορροπίες. Ακόμη, για την κάθε θέση που προτείνεται δόθηκε διαφορετική βαρύτητα στον κάθε τομέα, ανάλογα με τα καθήκοντα της θέσης, το οποίο φανερώνει την πρόθεση του ΥΠΑΝ να υιοθετηθεί ένα νέο σχέδιο που θα βελτιώσει τις στρεβλώσεις των 50 χρόνων και να δώσει ένα νέο σημείο αφετηρίας αποφεύγοντας τη θνησιγένεια και την παράλυση του εκπαιδευτικού συστήματος που έχει προκαλέσει ο Συγκεντρωτισμός, Συντηρητισμός, και Συντεχνιασμός, τα 3 «Σ», όπως χαρακτηριστικά είχα αναφέρει πριν πολλά χρόνια.
Η Κυπριακή Βουλή έχει τώρα αυτό το καθήκον να επιτελέσει προς την κοινωνία, εξετάζοντας, συζητώντας και ψηφίζοντας ένα νέο σχέδιο αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, ιδιαίτερα όταν μάς γίνει συνείδηση ότι για να βιώσουμε το παρόν πρέπει να οραματιστούμε το μέλλον. Πρέπει όλοι να συνειδητοποιήσουμε ότι, σε τελευταία ανάλυση, το τραγικότερο πρόβλημα της σύγχρονης Κύπρου, πέραν των τριών "Σ" είναι ότι θεσμοποιούνται τα πρόσωπα και προσωποποιούνται οι θεσμοί. Αυτή είναι και η δική μου εξήγηση για την απαξίωση των πολιτών προς τους ηγέτες τους και στο πολιτικό σύστημα στη σύγχρονη Κύπρο. Δεν πρέπει να συμβεί αυτό και τώρα σε σχέση με την νέα προσπάθεια του ΥΠΑΝ και της Υπουργού Παιδείας, η οποία είναι εξαίρετος γνώστης της εκπαιδευτικής πραγματικότητας της Κύπρου.
Αναμφίβολα, ο νέος πολίτης χρειάζεται μια διαφορετική στάση αναφορικά με τον ρόλο του ατόμου στη σύγχρονη κοινωνία· χρειάζεται νέες αξίες· ευκαιρίες για συμμετοχή στα κοινά· χρειάζεται να αποκτήσει την ικανότητα για αποδοχή των αλλαγών και των νέων ιδεών· τέλος, χρειάζεται μια ικανότητα να αναμένει, (ακόμα και να προβλέπει) τις αλλαγές που έρχονται. Εδώ είναι που εμείς οι ερευνητές πρέπει να είμαστε ενημερωμένοι σχετικά με τους ρόλους που καλούμαστε να αναλάβουμε, τα δικαιώματα και τις ευθύνες μας τόσο ως παραγωγών όσο και ως καταναλωτών της νέας γνώσης. Διότι αν θα αλλάξει κάτι στο κοινωνικό σύστημα της Κύπρου, αυτό θα προέλθει μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα, που θα στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα και όχι πάνω σε δογματισμούς και ανελαστικές αντιλήψεις. Αυτό επιχειρείται με το νέο, προτεινόμενο σύστημα αξιολόγησης, το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί για ένα καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα και για ένα καλύτερο αύριο για τα παιδιά μας.
*Ομότιμος Καθηγητής Εκπαιδευτικής Ηγεσίας
Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου