Μια προοπτική υπό το βλέμμα του νεοεισερχόμενου εκπαιδευτικού
*ΤΗΣ ΓΑΒΡΙΕΛΛΑΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ
Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών συνιστά διαχρονικά ένα κρίσιμο ζήτημα για την ποιοτική αναβάθμιση της εκπαίδευσης, την ενίσχυση της επαγγελματικής ανάπτυξης του διδακτικού προσωπικού και τη διασφάλιση της συνολικής αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος. Στο παρόν κοινωνικό και παιδαγωγικό πλαίσιο, η ανάγκη για αναθεώρηση και εκσυγχρονισμό του θεσμού καθίσταται επιτακτική, λόγω της πολυπλοκότητας των σύγχρονων εκπαιδευτικών προκλήσεων, αλλά και της αυξανόμενης απαίτησης για διαφάνεια και ενδυνάμωση του ρόλου των εκπαιδευτικών.
Ωστόσο, κάθε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση οφείλει να υλοποιείται μεθοδικά, βάσει τεκμηριωμένου σχεδιασμού και με τη διασφάλιση της κοινωνικής και επαγγελματικής συναίνεσης. Η βεβιασμένη εφαρμογή πολιτικών χωρίς την απαιτούμενη προεργασία και δομική υποστήριξη ενέχει τον σοβαρό κίνδυνο αντιπαραγωγικών ή ακόμη και οπισθοδρομικών αποτελεσμάτων.
Ανακύπτει συνεπώς εύλογα το ερώτημα:
Γιατί τόση βιασύνη, κυρία Υπουργέ, στην προώθηση ενός τόσο κρίσιμου και σύνθετου εγχειρήματος;
Η πρόσφατη εμπειρία με την εφαρμογή του Νέου Συστήματος Διορισμών στην Εκπαίδευση επιβεβαιώνει ότι η υιοθέτηση καινοτόμων πολιτικών, εάν δεν συνοδεύεται από συνεκτικό πλαίσιο εφαρμογής και σταθερή υποστήριξη, ενδέχεται να καταλήξει σε αβεβαιότητα, απογοήτευση και απαξίωση. Το εν λόγω σύστημα παρουσιάστηκε ως κορυφαία καινοτομία στον τομέα της Εκπαίδευσης, με διαβεβαιώσεις για δεκαετή μεταβατική περίοδο, εξορθολογισμό της διαδικασίας και επαρκή υποστήριξη. Παρ’ όλα αυτά, χιλιάδες εκπαιδευτικοί εξακολουθούν να υπόκεινται ανά διετία σε μια επίπονη και ψυχοφθόρα διαδικασία, χωρίς διασφαλισμένη επιμόρφωση ή υποστήριξη. Καλούνται να λειτουργήσουν μέσα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο και ασταθές περιβάλλον, με μοναδικό εφόδιο την προσωπική τους ανθεκτικότητα και την πίστη σε ένα καλύτερο αύριο. Παράλληλα σε αυτή την περίοδο από την εφαρμογή μέχρι σημερά, δυστυχώς, δεν έχουν παρατηρηθεί σημαντικές βελτιώσεις στη διαδικασία που και πάλι δυστυχώς είχαν επισημανθεί από τους ενδιαφερόμενους και τις εκπαιδευτικές τους οργανώσεις από την πρώτη στιγμή.
Ο παρών προβληματισμός, διατυπωμένος από τη σκοπιά ενός Νεοεισερχόμενου στην εκπαίδευση, φιλοδοξεί να συμβάλει εποικοδομητικά στον δημόσιο διάλογο, θέτοντας εύλογους προβληματισμούς και καταθέτοντας προτάσεις βελτίωσης.
Το υφιστάμενο πλαίσιο Αξιολόγησης
Στην παρούσα φάση, οι εκπαιδευτικοί αξιολογούνται περιοδικά από τους οικείους Επιθεωρητές και τους Διευθυντές των σχολικών μονάδων, στη βάση περιγραφικών και ποιοτικών κριτηρίων. Παράλληλα, πραγματοποιείται αξιολόγηση και των ίδιων των σχολικών μονάδων από τα αρμόδια επιθεωρητικά όργανα, ενώ υφίσταται και προβλεπόμενος μηχανισμός αξιολόγησης για σκοπούς μονιμοποίησης ή υπηρεσιακής προαγωγής.
Παρότι το ισχύον σύστημα ενδέχεται να θεωρείται παρωχημένο ως προς ορισμένες πτυχές του, εξακολουθεί να εξυπηρετεί βασικούς σκοπούς, υπό την προϋπόθεση ορθής εφαρμογής του. Οι ουσιαστικές αδυναμίες εντοπίζονται κυρίως στη διαδικασία υλοποίησης και όχι κατ’ ανάγκην στον θεσμικό του σχεδιασμό. Η υποστελέχωση, η έλλειψη διοικητικής υποστήριξης και η ασάφεια ερμηνείας ορισμένων κριτηρίων οδηγούν συχνά σε στρεβλώσεις και ανισότητες.
Επομένως, οποιοδήποτε νέο σύστημα αξιολόγησης δεν θα πρέπει να στηρίζεται σε ισοπεδωτικές ή μη ρεαλιστικές προσεγγίσεις. Αν δεν υπάρξουν ουσιαστικές διορθωτικές τομές στον τρόπο λειτουργίας του εκπαιδευτικού μηχανισμού, ακόμη και το πιο καινοτόμο πλαίσιο θα κινδυνεύσει να καταρρεύσει υπό το βάρος των ίδιων αδυναμιών.
Το όπως προτείνεται από το Νέο Σύστημα Αξιολόγησης- Οι νεοεισερχόμενοι στο επίκεντρο της Μεταρρύθμισης
Στον πυρήνα της σχεδιαζόμενης μεταρρύθμισης για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών βρίσκεται η ενίσχυση της επαγγελματικής ταυτότητας και της εκπαιδευτικής αποτελεσματικότητας των νεοεισερχόμενων εκπαιδευτικών. Ο κεντρικός άξονας του προτεινόμενου προγράμματος είναι η συστηματική προετοιμασία των νέων συναδέλφων, με στόχο τόσο την ομαλή ένταξή τους στο σχολικό περιβάλλον όσο και τη μεγιστοποίηση της παιδαγωγικής και διδακτικής τους επάρκειας.
Καίριο ρόλο στη διαδικασία αυτή καλούνται να διαδραματίσουν οι μέντορες, εκπαιδευτικοί με εμπειρία και διάθεση προσφοράς, οι οποίοι αναλαμβάνουν να παρέχουν στήριξη, καθοδήγηση και διαμορφωτική ανατροφοδότηση στους νεοεισερχόμενους. Η σχέση αυτή, εφόσον λειτουργήσει σε συνθήκες εμπιστοσύνης και επαγγελματικής αναγνώρισης, μπορεί να αποτελέσει θεμέλιο για τη δημιουργία μιας κουλτούρας συνεργασίας και αμοιβαίας ενδυνάμωσης εντός των σχολικών μονάδων.
Το πρόγραμμα στηρίζεται στην καλλιέργεια και την αξιολόγηση ενός συνόλου βασικών επαγγελματικών ικανοτήτων και δεξιοτήτων, οι οποίες συνιστούν τους θεμελιώδεις άξονες του ρόλου του σύγχρονου εκπαιδευτικού. Οι ικανότητες αυτές διαρθρώνονται ως εξής:
Οι προβληματισμοί που προκύπτουν από το νέο αυτό σύστημα
Ιδιαίτερη μέριμνα απαιτείται για τους νεοεισερχόμενους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι βιώνουν ήδη ένα πλαίσιο αυξημένης αβεβαιότητας και επισφάλειας. Η διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου αξιολόγησης οφείλει να απαντήσει, με σαφήνεια και υπευθυνότητα, σε ορισμένα κομβικά ερωτήματα:
Η ύπαρξη αυτών των ερωτημάτων δεν συνιστά τροχοπέδη για τη μεταρρύθμιση. Αντιθέτως, η αποσαφήνισή τους αποτελεί προϋπόθεση για την επιτυχία της, διασφαλίζοντας δίκαιη και ορθολογική εφαρμογή.
Σε μια κρίσιμη στιγμή για το εκπαιδευτικό μας σύστημα, είναι εύλογο να επανερχόμαστε στον πυρήνα κάθε εκπαιδευτικής προσπάθειας: το παιδί.
Όπως έχει υπογραμμίσει και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας,
«Επίκεντρο της μεταρρύθμισης δεν είναι οι αριθμοί. Είναι τα παιδιά μας. Και οφείλουμε μια Παιδεία αντάξια των ονείρων τους».
Στην ίδια αυτή Παιδεία πιστεύουμε κι εμείς. Σε μια Παιδεία την οποία υπηρετούν καθημερινά χιλιάδες εκπαιδευτικοί με αυταπάρνηση, όχι εξ ανάγκης, αλλά από βαθιά πίστη στον παιδαγωγικό τους ρόλο και ειλικρινή αγάπη για τα παιδιά.
Καταληκτικά, η μεταρρύθμιση της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών μπορεί να αποτελέσει σημείο καμπής για το μέλλον της εκπαίδευσης στην Κύπρο. Ωστόσο, για να είναι ουσιαστική και βιώσιμη, θα πρέπει να στηρίζεται σε έναν γνήσιο και διαρκή διάλογο με την εκπαιδευτική κοινότητα, στον οποίο θα ακούγονται ισότιμα όλες οι φωνές. Παράλληλα, για να οδηγηθούμε σε ένα ποιοτικότερο και δημοκρατικότερο σχολείο, το Υπουργείο Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας οφείλει να αφουγκραστεί τις πραγματικές ανάγκες όλων των εκπαιδευτικών και να διασφαλίσει:
Για όλους αυτούς τους λόγους, καλούμαστε να συμμετάσχουμε με υπευθυνότητα και σοβαρότητα στο Ψήφισμα της ερχόμενη Πέμπτης. Στηρίζουμε τον κλάδο μας, την Οργάνωση και το Δημόσιο Σχολείο ώστε να καταφέρει η ΠΟΕΔ να διαχειριστεί όλα τα πιο πάνω ζητήματα, σε πλαίσιο διαλόγου με το ΥΠΑΝ, για ένα Καλύτερο Σχολείο για τα Παιδιά μας.
Ψηφίζουμε με γνώμονα όχι την αγανάκτηση, αλλά την πίστη λοιπόν σε ένα πιο δίκαιο, πιο ανθρώπινο και πιο δημιουργικό σχολείο – αντάξιο των παιδιών μας και των ονείρων τους!
*Γενικός Γραμματέας ΠΟΕΔ Λευκωσίας - Στέλεχος ΠΑ.Δ.Ε.Δ Πρωτοπορία