ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΧΑΤΖΗΛΟΪΖΟΥ*
Μετά την πρόσφατη συνεδρία της Επιτροπής Παιδείας της Βουλής και την επαναφορά του Νέου Σχεδίου Αξιολόγησης στο τραπέζι του διαλόγου, είναι ξεκάθαρο πως το ΝΣΑ πρέπει να είναι προϊόν εξαντλητικού διαλόγου και συμφωνίας ανάμεσα στο ΥΠΑΝ και τις εκπαιδευτικές οργανώσεις. Με την επανέναρξη του διαλόγου είναι απαραίτητο να εξεταστούν κάποιες σημαντικές πτυχές οι οποίες θα αποτελέσουν αντικείμενο διαλόγου και τριβής.
Μια από τις σημαντικότερες αλλαγές που περιλαμβάνει το Νέο Σχέδιο Αξιολόγησης (ΝΣΑ), είναι η εμπλοκή του Διευθυντή, τόσο στη διαμορφωτική όσο και στην αριθμητική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Αν και το σχέδιο περιλαμβάνει και άλλες σημαντικές αλλαγές, μεγάλη έμφαση έχει δοθεί στον ρόλο του Διευθυντή και σε μεγάλο βαθμό, ο δημόσιος διάλογος έχει επικεντρωθεί σε αυτή την πτυχή. Αυτό κυρίως οφείλεται στο γεγονός πως ο ρόλος του Διευθυντή και πρωτίστως η συμμετοχή του στην αριθμητική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά το σχολικό κλίμα και τις σχέσεις του εκπαιδευτικού προσωπικού.
Η έμφαση όμως στον ρόλο του Διευθυντή δημιουργεί τον κίνδυνο να περάσουν απαρατήρητες άλλες σημαντικές πτυχές του σχεδίου, οι οποίες ενδεχομένως να επηρεάσουν εξίσου ή περισσότερο τη σχολική καθημερινότητα. Πιο κάτω, καταγράφονται τρεις άλλες κρίσιμες πτυχές του ΝΣΑ, οι οποίες αν δεν τύχουν ουσιαστικής αναθεώρησης, αναμένεται να έχουν αρνητική επίδραση στο σχολικό κλίμα, στην καθημερινότητα των εκπαιδευτικών ή ακόμη και στην ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης:
1. Συχνότητα και ποσότητα αξιολόγησης: Όλοι οι μόνιμοι εκπαιδευτικοί πλέον θα τυγχάνουν αριθμητικής αξιολόγησης ανά τριετία και διαμορφωτικής αξιολόγησης ανά διετία ή τριετία. Ουσιαστικά, τουλάχιστον τα 2/3 του εκπαιδευτικού προσωπικού ενός σχολείου θα τυγχάνουν αξιολόγησης κάθε χρόνο. Για την αριθμητική αξιολόγηση, θα πραγματοποιούνται τρεις επισκέψεις από τους αξιολογητές, μία κοινή και δύο χωριστά. Για τη διαμορφωτική αξιολόγηση δεν ορίζεται ούτε η ποσότητα, ούτε ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται, αφήνοντας περιθώρια αυθαιρεσίας από τους αξιολογητές ή/και άνισης αντιμετώπισης των εκπαιδευτικών. Η πληθώρα των αξιολογήσεων δεν τελειώνει εδώ, αφού αξιολόγηση θα έχει και η ίδια η σχολική μονάδα με την εσωτερική αξιολόγηση (αυτοαξιολόγηση), ενώ ανά τριετία η σχολική μονάδα θα υποβάλλεται σε εξωτερική αξιολόγηση από κλιμάκιο τριών επιθεωρητών. Με το ΝΣΑ οι σχολικές μονάδες θα μετατραπούν σε κέντρα διερχομένων επιθεωρητών, ενώ οι διευθυντές θα αναλώνουν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους, στις ατέλειωτες διαδικασίες αξιολόγησης, αφήνοντας ελάχιστο χρόνο για άλλες καίριες πτυχές των καθηκόντων τους, τα παιδιά και τους γονείς.
2. Εφαρμογή προγραμμάτων: Ο φόρτος εργασίας των εκπαιδευτικών αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά, από διάφορα προγράμματα τα οποία θεσμοθετούνται μέσω του ΝΣΑ. Ένα από αυτά τα προγράμματα, είναι αυτό της συνεχούς επαγγελματικής μάθησης. Ως αποτέλεσμα της διαμορφωτικής αξιολόγησης, οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει υποχρεωτικά να συμπληρώνουν 50 ώρες επιμόρφωσης ανά τριετία. Επιμόρφωση, η οποία σύμφωνα με το ΥΠΑΝ, δεν μπορεί να διασφαλιστεί πως θα γίνεται αποκλειστικά σε εργάσιμο χρόνο. Παράλληλα, στα σχολεία στα οποία υπηρετούν νεοεισερχόμενοι εκπαιδευτικοί, θα λειτουργεί το πρόγραμμα νεοεισερχομένων, ενώ στο πρόγραμμα παιδαγωγικής και διδακτικής στήριξης εκπαιδευτικών, θα συμμετέχουν εκπαιδευτικοί με εξαιρετικά σοβαρές αδυναμίες. Προγράμματα θα λειτουργούν και για την επαγγελματική ανάπτυξη στελεχών, διάρκειας 40 – 50 ωρών σε μία σχολική χρονιά. Επιπλέον, οι σχολικές μονάδες θα πρέπει να προχωρούν και στην ανάπτυξη Ενιαίου Σχεδίου Βελτίωσής τους, μια ιδιαίτερα απαιτητική διαδικασία. Νοείται πως για το κάθε πρόγραμμα, προνοείται συμπλήρωση συγκεκριμένων υποχρεώσεων από τους εμπλεκομένους, όπως ανάπτυξη εξατομικευμένων σχεδίων δράσης, παρακολούθηση μαθημάτων ή διεξαγωγή συνδιδασκαλιών, ετοιμασία εκθέσεων ή εργασιών, κ.ά. Τέλος, το κάθε πρόγραμμα, εκτός από τον επηρεαζόμενο εκπαιδευτικό, εμπλέκει διάφορα άλλα στελέχη (Ανώτερο Εκπαιδευτικό, Παιδαγωγικό Σύμβουλο, Διευθυντή, Επιθεωρητή – Σύμβουλο), αυξάνοντας κατακόρυφα τον φόρτο εργασίας όλων των εμπλεκομένων, χωρίς όμως την αντίστοιχη αύξηση του διοικητικού τους χρόνου ή μείωση του διδακτικού τους χρόνου. Το ΥΠΑΝ φαίνεται να αγνοεί πως ο διαθέσιμος χρόνος του κάθε εκπαιδευτικού ή στελέχους, τόσο κατά την ώρα εργασίας του όσο και σε απογευματινό χρόνο είναι συγκεκριμένος. Είτε όλες αυτές οι υποχρεώσεις δεν θα διεκπεραιώνονται, είτε θα διεκπεραιώνονται εις βάρος άλλων σημαντικών καθηκόντων ή ακόμη και του χρόνου που θα αφιέρωναν οι εκπαιδευτικοί για ετοιμασία των μαθημάτων τους ή για τους μαθητές τους.
3. Ανά πάσα στιγμή πρόγραμμα στήριξης: Ο εντοπισμός εκπαιδευτικών που παρουσιάζουν εξαιρετικά σοβαρές αδυναμίες και η επαρκής στήριξή τους δεν βρίσκει αντίθετη την ΠΟΕΔ. Δυστυχώς, η προτεινόμενη διαδικασία που αναμένεται να εφαρμοστεί είναι προβληματική. Η παραπομπή των εκπαιδευτικών σε πρόγραμμα στήριξης ανά πάσα στιγμή από τον Διευθυντή ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα, παρεξηγήσεις και να επηρεάσει αρνητικά το κλίμα των σχολικών μονάδων. Η εμπλοκή του Διευθυντή στη συγκεκριμένη διαδικασία πιθανώς να δημιουργήσει ένα κλίμα φόβου, ή έλλειψης εμπιστοσύνης εντός των σχολικών μονάδων, καθώς και καταστολή της ελεύθερης άποψης. Η παραπομπή των εκπαιδευτικών στο πρόγραμμα μέσω της αριθμητικής αξιολόγησης είναι αρκετή για να εντοπίσει τον πολύ μικρό αριθμό εκπαιδευτικών που χρήζει στήριξης. Δεν δικαιολογείται η αύξηση του άγχους του συνόλου των εκπαιδευτικών και η διακινδύνευση του κλίματος των σχολικών μονάδων, για ένα απειροελάχιστο ποσοστό εκπαιδευτικών. Είναι χαρακτηριστικό πως στην Ελλάδα από τους συνολικά 22 000 εκπαιδευτικούς που αξιολογήθηκαν, έξι κρίθηκαν πως χρήζουν στήριξης. Τέλος, η απόφαση του ΥΠΑΝ να αφαιρέσει από τους εκπαιδευτικούς το δικαίωμα της ένστασης σε αυτή τη διαδικασία, είναι προβληματική, ενδεχομένως παράνομη και καταπατεί βασικά δικαιώματα των εκπαιδευτικών.
Το Νέο Σχέδιο Αξιολόγησης, αν και επιχειρεί να εισαγάγει μηχανισμούς βελτίωσης της ποιότητας της εκπαίδευσης, παρουσιάζει σωρεία σοβαρών προβληματικών στοιχείων, που εάν δεν τροποποιηθούν ουσιαστικά, είναι πιθανό να επιδεινώσουν το εργασιακό περιβάλλον των σχολείων, να αποπροσανατολίσουν τους εκπαιδευτικούς από τον παιδαγωγικό τους ρόλο και να διαταράξουν τις σχέσεις εμπιστοσύνης εντός των σχολικών μονάδων. Οι υπερβολικές ποσοτικά και ποιοτικά διαδικασίες αξιολόγησης, η θεσμοθέτηση χρονοβόρων προγραμμάτων χωρίς αντίστοιχη στήριξη, αλλά και η υπέρμετρη εξουσία που αποδίδεται στον Διευθυντή, διαμορφώνουν ένα σύστημα ελέγχου, άκρατης λογοδοσίας και πίεσης παρά υποστήριξης και ενδυνάμωσης.
Απαιτείται άμεσος και ουσιαστικός διάλογος με το ΥΠΑΝ, με στόχο την αναθεώρηση των πλέον προβληματικών πτυχών του σχεδίου. Μόνο μέσα από πραγματική συνεργασία, τεκμηριωμένες πολιτικές και σεβασμό στους λειτουργούς της εκπαίδευσης μπορεί να διαμορφωθεί ένα σύστημα αξιολόγησης που θα ενισχύει τον παιδαγωγικό ρόλο του σχολείου και θα συμβάλει θετικά στην αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης.
*Μέλος ΕΔΣ ΠΟΕΔ, Οργανωτικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ.