Ανοιχτή επιστολή προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Υπουργό Παιδείας


Η προστασία της υγείας των εκπαιδευτικών ως θεμελιώδες δικαίωμα

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ*

Είναι με μεγάλη στενοχώρια που διάβασα προ ημερών πως μετατέθηκε η εκπαιδευτικός που στήριζε όχι μόνο μαθησιακά, αλλά και ψυχολογικά, τα παιδιά με καρκίνο στο Μακάρειο Νοσοκομείο. Ευτυχώς, χάρη στην παρέμβαση του Ιδρύματος Αλκίνοος Ιωαννίδης, η απόφαση ανατράπηκε.

Κατανοώ ότι οι κανονισμοί προβλέπουν μεταθέσεις. Ωστόσο, σε τέτοιες περιπτώσεις ο ανθρώπινος παράγοντας δεν μπορεί να αγνοείται. Έρευνες στην παιδοψυχολογία και ψυχο-ογκολογία (π.χ. Coughtrey et al., 2018[1]· Holmer et al., 2023[2]) δείχνουν ότι η σταθερότητα στις σχέσεις με ενήλικες-υποστηρικτές είναι κρίσιμη για την ψυχική ανθεκτικότητα και την αίσθηση ασφάλειας των παιδιών με καρκίνο. Η απότομη απομάκρυνση τέτοιων προσώπων εντείνει το άγχος και την αβεβαιότητα. Ένα πρακτικό μέτρο θα ήταν η σταδιακή μετάβαση, π.χ. με την τοποθέτηση δεύτερης εκπαιδευτικού ώστε η αλλαγή να γίνεται ομαλά.

Παρόμοια θλίψη προκαλεί η είδηση διορισμού συμβασιούχου εκπαιδευτικού με καρκίνο σε σχολείο 70 χλμ. από το σπίτι της. Εκτός από την ανθρώπινη επιβάρυνση, πρόκειται για αδικία: οι συμβασιούχοι εξακολουθούν να θεωρούνται «δεύτερης κατηγορίας», χωρίς δικαίωμα ένστασης ακόμη και για σοβαρά προβλήματα υγείας. Ένας μηχανισμός προστασίας καταργήθηκε, αφήνοντας κενό που έχει σοβαρές συνέπειες.

Η κυπριακή εκπαίδευση συχνά αγνοεί τις παρατηρήσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Σε θέματα ανθρώπινης φύσης δεν χωρούν δικαιολογίες. Το να αντιμετωπίζονται οι εκπαιδευτικοί ως απλοί αριθμοί που καλύπτουν κενά είναι μια επικίνδυνη λογική. Μη λησμονούμε ότι στις θέσεις αυτές συχνά διορίζονται άτομα με διάφορα πτυχία, χωρίς απαραίτητα να έχουν επάρκεια σε ζητήματα εργασιακών σχέσεων.

Παρόμοια είναι και η γενικότερη τακτική που συχνά υιοθετείται και αναπαράγεται στην εκπαίδευση. Σε διάφορες θέσεις προάγονται ή τοποθετούνται άτομα που δεν διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα, καθώς το κύριο κριτήριο παραμένει η αρχαιότητα. Χωρίς να θέλω να ισοπεδώσω όλους τους προϊσταμένους, δυστυχώς υπάρχουν αρκετοί που δεν θα έπρεπε να κατέχουν τις θέσεις τους. Παρά το γεγονός ότι κατέχουν θέσεις ευθύνης και έχουν την εξουσία εφαρμογής κανονισμών, συχνά περιορίζονται σε ρόλο απλών γραμματειακών υπαλλήλων και διεκπεραιωτών εντολών —ή ακόμη και αδρανούν πλήρως.

Ιδιαίτερα σε ζητήματα υγείας, το Υπουργείο εμφανίζει στάσεις που συχνά αναπαράγουν στερεότυπα και προκαταλήψεις αντί να επιλύουν προβλήματα. Το 2017 τραυματίστηκα σοβαρά μέσα στην τάξη· το περιστατικό δεν διερευνήθηκε ποτέ ως εργατικό ατύχημα. Ακολούθησε χειρουργείο και ανάγκη διευκολύνσεων, οι οποίες όμως δεν αντιμετωπίστηκαν με σοβαρότητα.

Η πρώτη μου προσπάθεια να διεκδικήσω τα αυτονόητα δεν βρήκε την αναμενόμενη ανταπόκριση. Αντί για στήριξη μέσα από ξεκάθαρες διαδικασίες, συνάντησα αμφισβήτηση και απαξίωση. Μου δόθηκε η εντύπωση ότι τα αιτήματα για διευκολύνσεις θεωρούνταν υπερβολικά ή δευτερεύοντα σε σχέση με άλλα προβλήματα. Ένα τέτοιο βίωμα δεν ξεχνιέται, γιατί αφήνει τον εκπαιδευτικό εκτεθειμένο και χωρίς καθοδήγηση. 

Αντί να υπάρξει θεσμική μέριμνα, αναπτύχθηκε ένα κλίμα αμφισβήτησης και έλλειψης στήριξης, που οδήγησε σε περαιτέρω στιγματισμό. Αντί για ουσιαστική διερεύνηση και άμεση παρέμβαση, το ζήτημα έμεινε μετέωρο.

Χρειάστηκαν 7 χρόνια για να σταλεί ο φάκελός μου σε ιατροσυμβούλιο. Η πρώτη φορά που αυτό έγινε ήταν το 2024, όταν πλέον η υγεία μου είχε επιδεινωθεί και είχαν ήδη αποσταλεί στο ΥΠΑΝ επιστολές μέσω δικηγόρων, αφού αγνοούνταν επανειλημμένα οι συστάσεις των γιατρών. Διευκολύνσεις μου παραχωρήθηκαν πρώτη φορά το 2021, αλλά ήταν αποσπασματικές, προφορικές και μεταβαλλόμενες ανάλογα με τις αντιλήψεις ή τις πιέσεις στο σχολικό περιβάλλον. Έτσι, αντί για μια σταθερή και δίκαιη διαδικασία, βρέθηκα εκτεθειμένη σε αυθαιρεσίες.

Ακόμη και η ακαδημαϊκή μου κατάρτιση, με μεταπτυχιακές σπουδές ΜΒΑ στη Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού και στις εργασιακές σχέσεις, συχνά δεν αναγνωρίστηκε ως εφόδιο. Αντιμετωπίστηκε περισσότερο με καχυποψία, αντί να αξιοποιηθεί προς όφελος του συστήματος μέσα από συνεργασία και ανοιχτό πνεύμα. Για αυτό, όμως, δεν ευθύνομαι εγώ· ευθύνεται το Υπουργείο και οι πολιτικές του σε θέματα προαγωγών και επιμόρφωσης των στελεχών του.

Κατανοώ την ανάγκη του ΥΠΑΝ να προχωρεί σε καταμερισμό εργασίας και να αναθέτει την παραχώρηση διευκολύνσεων και τη διερεύνηση παραπόνων και υποθέσεων σε επαρχιακό επίπεδο. Ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρείται αποδεκτό να λαμβάνονται αποφάσεις που αφορούν την υγεία των εκπαιδευτικών χωρίς προηγούμενη προσωπική επικοινωνία με τον ενδιαφερόμενο, ενώ η ενημέρωση να περιορίζεται σε μια απλή προφορική μεταβίβαση μέσω της διεύθυνσης του σχολείου, παρουσιαζόμενη μάλιστα ως τετελεσμένο γεγονός που δεν επιδέχεται καμία αναθεώρηση.

Από τη στιγμή που η επιστολή για διευκολύνσεις αποστέλλεται κάθε Μάρτιο στα Επαρχιακά Γραφεία Παιδείας, τα γραφεία αυτά έχουν την υποχρέωση να αντιμετωπίζουν τους εκπαιδευτικούς ανθρώπινα και ως προσωπικές οντότητες. Έχουν επίσης την ευθύνη να ελέγχουν αν οι διευκολύνσεις που παραχωρούνται εφαρμόζονται πράγματι από τις σχολικές διευθύνσεις. 

Στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων υπέβαλα καταγγελίες, αναζήτησα τη στήριξη των προϊσταμένων όμως η αίσθηση που αποκόμισα ήταν ότι κανείς δεν ανέλαβε πραγματικά την ευθύνη να προχωρήσει σε σωστή διερεύνηση και αποκατάσταση. Αντίθετα, οι διαδικασίες συχνά περιορίζονταν σε ελλιπείς αναφορές και σε υποκειμενικές εκτιμήσεις που αντλούνταν κυρίως από τη διεύθυνση του σχολείου, χωρίς ουσιαστική εξέταση των ίδιων των γεγονότων. Το αποτέλεσμα ήταν οι συνέπειες να μετακυλίονται στο άτομό μου και πολλές φορές να αντιμετωπίζομαι επιπλέον ως “πρόβλημα”. Αυτό δεν αποτελεί προσωπική εντύπωση· μπορεί να διασταυρωθεί στον έλεγχο της αλληλογραφίας μου με το ΥΠΑΝ, η οποία καλύπτει το διάστημα από το 2017 μέχρι και την πρόσφατη επιστολή της 20/07/2025.

Όταν ένας εκπαιδευτικός υποβάλλει παράπονο και προκύπτει ακόμη και από το ίδιο το πρόγραμμα εργασίας του ότι οι διευκολύνσεις δεν εφαρμόζονται, τότε οι αρμόδιες υπηρεσίες οφείλουν να ακολουθούν όλες τις νόμιμες διαδικασίες για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του και να μην βασίζονται αποκλειστικά σε δηλώσεις τρίτων. Όταν προκύπτει ζήτημα υγείας σε εκπαιδευτικό, είναι υποχρέωση του συστήματος να τηρεί πιστά τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού και να μην τον “εξαναγκάζει” σε άδεια σύμφωνα με το βόλεμα της υπηρεσίας.

Επιπλέον, θεωρώ αδιανόητο να αποστέλλονται επιστολές που αναφέρονται σε “έρευνες” οι οποίες δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ ή σε διαδικασίες που διεξήχθησαν χωρίς να ερωτηθεί η ίδια η καταγγέλλουσα. Εξίσου αδιανόητο είναι να χαρακτηρίζεται το δικαίωμα υποβολής παραπόνου ως ανυπόστατο, απλώς και μόνο επειδή δεν έγινε σωστή διερεύνηση και δεν συλλέχθηκαν τα αναγκαία τεκμήρια. Καμία πίεση εργασίας δεν μπορεί να δικαιολογήσει ελλιπείς ή ανακριβείς αναφορές, ούτε την προσβολή της αξιοπρέπειας ατόμων λόγω λανθασμένων χειρισμών θεσμικών λειτουργών του ΥΠΑΝ.

Το ίδιο προβληματικό είναι να αποστέλλονται επιστολές που αναφέρουν —ακόμη και με έμφαση— ότι παραχωρήθηκαν όλες οι διευκολύνσεις που ζητήθηκαν, ενώ το ίδιο το πρόγραμμα εργασίας αποδεικνύει το αντίθετο και αυτό είναι σε γνώση των αρμοδίων. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι να αφήνονται υπονοούμενα ότι “παρά τις διευκολύνσεις” ανατέθηκαν καθήκοντα υπεύθυνης τμήματος ή να υποστηρίζονται πρακτικές αποκλεισμού από δράσεις και δραστηριότητες κατά το δοκούν. Τέτοιες πρακτικές δεν αποτελούν απλώς διοικητικές αστοχίες· αγγίζουν τα όρια της προσβολής της αξιοπρέπειας και μπορούν να εκληφθούν ακόμη και ως μορφές διάκρισης ή θεσμικού μπούλινγκ.

Το ζήτημα δεν αφορά μόνο τα θέματα υγείας. Παρόμοιοι λανθασμένοι χειρισμοί παρατηρούνται και σε άλλες σοβαρές υποθέσεις, όπως περιστατικά λεκτικής βίας ή καταγγελίες για κακοπρακτικές συμπεριφορές στις σχολικές μονάδες. Και σε αυτές τις περιπτώσεις, αντί να υπάρχει ουσιαστική διερεύνηση, η διαδικασία περιορίζεται συχνά σε τυπικές απαντήσεις και επιστολές που παραπλανούν τα ανώτερα κλιμάκια, χωρίς να αγγίζουν την πραγματική ουσία των καταγγελιών. Έτσι, δημιουργείται ένα πλαίσιο όπου οι καταγγέλλοντες όχι μόνο δεν δικαιώνονται, αλλά συχνά στιγματίζονται ή αντιμετωπίζονται ως “πρόβλημα”.

Δεν πρόκειται μόνο για προσωπικές εμπειρίες· είναι η πραγματικότητα πολλών συναδέλφων που, αργά ή γρήγορα, θα βρεθούν αντιμέτωποι με σοβαρά προβλήματα υγείας και θα χρειαστούν τη στήριξη του Υπουργείου. Ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα δεν μπορεί να αγνοεί τον ανθρώπινο παράγοντα ούτε να περιορίζεται σε τυπικές απαντήσεις. Οφείλει να διαθέτει θεσμούς και διαδικασίες που να διασφαλίζουν ότι η υγεία και η αξιοπρέπεια των εκπαιδευτικών προστατεύονται έμπρακτα και ισότιμα, ανεξάρτητα από το καθεστώς εργοδότησής τους. Δυστυχώς, όμως, πολλές φορές οι εκπαιδευτικοί ωθούνται να επικαλούνται κόμματα και κομματικές παρατάξεις για να διεκδικήσουν τα αυτονόητα, μια πρακτική που όχι μόνο προσβάλλει τον ίδιο τον θεσμό αλλά και αποδυναμώνει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς της πολιτείας. Η υποφαινόμενη αποτάθηκα στην Επίτροπο Διοίκησης και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία ακόμη αναμένει επίσημη τοποθέτηση από το ΥΠΑΝ επί των αναφερομένων.

Απαιτείται, λοιπόν, η δημιουργία μιας ανεξάρτητης επιτροπής υγείας στο ΥΠΑΝ με συμμετοχή ειδικών, η θέσπιση διαφανούς διαδικασίας για τις διευκολύνσεις, καθώς και η υποχρέωση των σχολικών διευθύνσεων να τηρούν με ακρίβεια τις αποφάσεις που αφορούν συναδέλφους με προβλήματα υγείας. Παράλληλα, είναι αναγκαία η επιμόρφωση στελεχών του Υπουργείου σε θέματα εργασιακών σχέσεων και διαχείρισης υγείας, ώστε να πάψουν οι αυθαιρεσίες και οι πρακτικές που προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Την ίδια στιγμή, η σοβαρότητα στη διερεύνηση παραπόνων δεν μπορεί να αφορά μόνο τα θέματα υγείας. Χρειάζεται να επεκτείνεται και σε όλα τα παράπονα εκπαιδευτικών που σχετίζονται με τις εργασιακές σχέσεις και το κλίμα μέσα στη σχολική μονάδα. Όταν τέτοια παράπονα απορρίπτονται ή ερευνώνται πλημμελώς, καλλιεργείται κλίμα αδικίας, ανισότητας και απαξίωσης, με αποτέλεσμα να υπονομεύεται η λειτουργία ολόκληρου του σχολείου.

Όλα όσα αναφέρω εδώ δεν αποτελούν απλές προσωπικές εντυπώσεις. Υπάρχουν καταγεγραμμένα στην αλληλογραφία μου με το Υπουργείο από το 2017, με τελευταία την επιστολή που απέστειλα στις 20/07/2025. Το γεγονός αυτό δείχνει πως δεν μιλάμε για μεμονωμένα περιστατικά, αλλά για ένα διαχρονικό και συστημικό πρόβλημα που εξακολουθεί να διαιωνίζεται.

Ως κάτοχος Πιστοποιητικού Εκπαιδευτή Ενηλίκων (ΑΝΑΔ) στον τομέα της εκπαίδευσης, διαθέτω την επιστημονική γνώση και την επαγγελματική κατάρτιση για να συμβάλω σε αυτό τον διάλογο. Είμαι πρόθυμη να προσφέρω την εμπειρία και την τεχνογνωσία μου ώστε να διαμορφωθούν πιο ανθρώπινες και αποτελεσματικές διαδικασίες.

Η υγεία και η αξιοπρέπεια των εκπαιδευτικών δεν μπορεί να είναι διαπραγματεύσιμη. Ζητώ, λοιπόν, να δοθούν σαφείς οδηγίες προς όλους τους αρμόδιους, ώστε τα αιτήματα και τα παράπονα των εκπαιδευτικών —είτε αφορούν θέματα υγείας είτε σχέσεις εντός της σχολικής μονάδας— να εξετάζονται με τη σοβαρότητα που απαιτείται. Ο σεβασμός προς τον άνθρωπο δεν είναι χάρη· είναι υποχρέωση. Μόνο έτσι η εκπαίδευση θα μπορεί να προχωρήσει μπροστά, με επίκεντρο όχι μόνο τη γνώση, αλλά και την ίδια την ανθρώπινη ζωή.

*Εκπαιδευτικός Δημοτικής Εκπαίδευσης
Υποψήφια Διδάκτωρ Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας
ΜΒΑ – Εργασιακές Σχέσεις & Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού
Οργανωσιακή και Σχολική Ψυχολογία
Κάτοχος Πιστοποιητικού Εκπαιδευτή Ενηλίκων (ΑΝΑΔ)


[1] Coughtrey A, Millington A, Bennett S, Christie D, Hough R, Su MT, Constantinou MP, Shafran R. The Effectiveness of Psychosocial Interventions for Psychological Outcomes in Pediatric Oncology: A Systematic Review. J Pain Symptom Manage. 2018 Mar;55(3):1004-1017. doi: 10.1016/j.jpainsymman.2017.09.022. Epub 2017 Sep 28. PMID: 28962919.

[2] Holmer, Paulinea; Bolliger, Célinea; Vokinger, Anna Katharinaa; Dyntar, Danielaa; Michel, Giselaa,*. Screening for mental health problems in childhood cancer survivorship: a systematic review. Journal of Psychosocial Oncology Research and Practice 5(3):108, July-September 2023. | DOI: 10.1097/OR9.0000000000000108




Share on Facebook


Comments (0)





Add a new comment:








Newsletter











333