ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ*
Η Υπουργός Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας κ. Αθηνά Μιχαηλίδου, ερωτηθείσα αναφορικά με το τι μέλλει γενέσθαι με τον κατάλογο διοριστέων, δήλωσε: «Για τον κατάλογο διοριστέων, να πούμε ότι είναι πολύπλοκο το θέμα. Αν το αφήσουμε ως έχει, σημαίνει ότι το 2027 καταργείται ο κατάλογος και δεν θα έχουμε αρκετό προσωπικό να διορίσουμε. Γι’ αυτό πολύ σύντομα καλώ τις εκπαιδευτικές οργανώσεις για συζήτηση, ώστε μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς να καταλήξουμε ποιο σενάριο θα υλοποιήσουμε[1]».
Η τοποθέτηση αυτή ανοίγει ξανά ένα κεφάλαιο που για χρόνια ταλανίζει το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Επιτέλους, το αμέσως επόμενο διάστημα, αναμένεται να φανούν οι πραγματικές προθέσεις της Κυβέρνησης, έστω και με πάρα πολλή και αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Ο κατάλογος διοριστέων είναι ζήτημα που αγγίζει άμεσα χιλιάδες ανθρώπους, επηρεάζει την ποιότητα της δημόσιας εκπαίδευσης και καθορίζει την αξιοπιστία του κράτους απέναντι στους πολίτες του.
Ο διάλογος γύρω από το θέμα έχει ήδη καθυστερήσει υπερβολικά και η κωλυσιεργία που παρατηρείται λειτουργεί διαβρωτικά για το δημόσιο σχολείο. Δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίζονται οι εκπαιδευτικοί σαν «υπάλληλοι με ημερομηνία λήξης», σε μόνιμη αβεβαιότητα, λες και οι ζωές τους μπορούν να τεθούν σε αναμονή επ’ αόριστον. Σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα δεν είναι μόνο η στελέχωση, αλλά είναι πρωτίστως και θέμα σεβασμού στους εκπαιδευτικούς.
Ένα βασικό επιχείρημα για τη διατήρηση του καταλόγου διοριστέων είναι τα αδιάσειστα στοιχεία που καταδεικνύουν την έλλειψη εκπαιδευτικών. Είναι γεγονός πως οι κατάλογοι διορισίμων, λόγω των πολλών στρεβλώσεων του συστήματος, οδηγούν συχνά τους εκπαιδευτικούς στην αποτυχία και δεν διασφαλίζουν επαρκή αριθμό ατόμων για τη στελέχωση των σχολείων σε πολλούς κλάδους και ειδικότητες. Συνεπώς, η κατάργηση του καταλόγου διοριστέων θα προκαλέσει χάος στη στελέχωση και τριγμούς στο οικοδόμημα του Δημόσιου Σχολείου.
Δεν πρέπει, ωστόσο, να απουσιάζει από τη συζήτηση μια ακόμη παράμετρος, κεφαλαιώδους σημασίας. Οι εκπαιδευτικοί που εργάζονται χρόνια στο δημόσιο σχολείο έχουν ήδη αποδείξει την αφοσίωση και την προσφορά τους. Πρόκειται για ανθρώπους με οικογένειες, με υποχρεώσεις, με όνειρα και προσδοκίες, που δικαιούνται αξιοπρεπή αντιμετώπιση. Επιπλέον, το ίδιο το κράτος έχει επενδύσει σε αυτούς: σε γνώσεις, σε δεξιότητες, σε εμπειρίες που καλλιεργήθηκαν μέσα από τη συνεχή παρουσία τους στο σχολικό σύστημα. Αν αυτή η επένδυση χαθεί, τότε το μήνυμα που θα σταλεί είναι πως η αφοσίωση και η προσφορά στο Δημόσιο Σχολείο δεν ανταμείβονται.
Σε μια εποχή όπου η παιδεία χρειάζεται σταθερότητα και ενίσχυση, η παράταση της αβεβαιότητας δεν αποτελεί απλώς αδυναμία λήψης αποφάσεων. Κινδυνεύει να εκληφθεί ως συνειδητή απαξίωση μιας ολόκληρης γενιάς εκπαιδευτικών και μαζί με αυτήν, του ίδιου του Δημόσιου Σχολείου.
Ευελπιστούμε πως το ΥΠΑΝ θα προχωρήσει άμεσα σε λύσεις που θα αντιμετωπίσουν το ζήτημα ολιστικά, ορθολογικά και ανθρώπινα. Ένας πολύ μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών ζητά δικαίωση και εξασφάλιση εργασιακής ηρεμίας. Η εκπαίδευση χρειάζεται συνετές αποφάσεις που να σέβονται το ανθρώπινο δυναμικό της. Το κράτος οφείλει να δείξει έμπρακτα σεβασμό σε ανθρώπους που στηρίζουν το δημόσιο σχολείο, παρότι για χρόνια εργάστηκαν υπό ενίοτε εξευτελιστικούς όρους, κάποιες φορές υπό απάνθρωπη μεταχείριση ή με ελάχιστα —ακόμη και καθόλου— δικαιώματα.
Συνεπώς, η διατήρηση του καταλόγου διοριστέων δεν είναι απλώς μια επιλογή. Είναι η δίκαιη λύση που διασφαλίζει επαρκή αριθμό εκπαιδευτικών, σέβεται την επένδυση του κράτους, διατηρεί την κοινωνική σταθερότητα και προστατεύει την εργασιακή ειρήνη στην εκπαίδευση. Ιδού η Ρόδος λοιπόν ...
*Γενικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ., Βοηθός Γενικός Γραμματέας ΠΟΕΔ