ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ*
Μέσα σε όλο τον κυκεώνα των υγειονομικών, των πολιτικών, των διεθνών, των γεωστρατηγικών, των οικονομικών, των πολεμικών εξελίξεων σε παγκόσμιο και τοπικό επίπεδο προέκυψε μέσα στη βουλή ως θέμα συζήτησης και κατ’ επέκταση ψήφισης νόμων περί νομιμοποίησης της ευθανασίας και της απάλειψης των ονομάτων πατρός τε και μητρός από τις ταυτότητες. Από τη μια η ευθανασία, αποτελεί ένα μεγάλο ζήτημα, και παλαιό. Το δικαίωμα της αφαίρεσης ζωής σε πάσχοντα από ανίατη ασθένεια είτε από τον ίδιο τον πάσχοντα είτε από τους συγγενείς και δικούς του επικαλούμενοι λόγους αξιοπρέπειας, ταλαιπωρίας και χρόνιας κόπωσης. Ο όρος ευθανασία, ετυμολογικά σημαίνει τον καλό θάνατο και αρχικά αφορούσε κυρίως την θανάτωση άρρωστων, ανίκανων ή μη παραγωγικών ζώων. Τόσο οι βουλευτές όσο και γενικά υποστηρικτές της νομιμοποίησής της στον άνθρωπο, επικαλούνται το αναφαίρετο δικαίωμα απέναντι στη ζωή και στον θάνατο του κάθε ανθρώπου και στην απαλλαγή του από κάθε αναπότρεπτη βάσανο και δυσκολία, γεγονός που κανένας δεν μπορεί να υποτιμήσει και να μην λάβει σοβαρά υπόψη.
Ωστόσο, η πράξη προσκρούει σε θεμελιώδεις αρχές του χριστιανισμού. Κάθε βίαιη αφαίρεση ζωής λογίζεται ως φόνος ή ως αυτοκτονία. Και η ευθανασία μπορεί στη πρακτική της να μην είναι βίαια, ωστόσο αποτελεί παρέμβαση στη φυσική διαδικασία. Ακόμα, όσο κι αν τα παραδείγματα συνανθρώπων μας που βιώνουν ένα συνεχές και ατελείωτο μαρτύριο λόγω ανίατης και βαρύτατης ασθένειας μας ωθούν σε συμπάθεια και μάλιστα κατανόηση για την σωματική και ψυχική τους εξάντληση, άλλα τόσα παραδείγματα αντίστοιχης ταλαιπωρίας με καρτερία, προσευχή, εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού και έντονης πνευματικής εργασίας μας ωθούν σε προβληματισμό κατά πόσον η νομιμοποίηση της ευθανασίας θα δώσει ευκαιρία πραγματικής λύτρωσης ή θα ανοίξει τον δρόμο σε μια γενικότερη ευκολία στην απαξίωση και παραίτηση από τη ζωή; Διότι το ζητούμενο δεν είναι η ψήφιση της νομιμοποίησης αλλά οι ψυχοκοινωνικές συνέπειες σε βάθος χρόνου, τα αποτελέσματα και τα δεδομένα τα οποία εξελικτικά δημιουργεί. Είτε με ή χωρίς ψήφιση, η ευθανασία θα μένει για την Εκκλησία πράξη αφαίρεσης ζωής και η διαχείριση κάθε δυσβάστακτης χρόνιας ασθένειας θα εναπόκειται στον καθένα ξεχωριστά, αναλόγως της σχέσης του με το Θεό και τις αρχές και αξίες της Εκκλησίας. Διότι, η ευθανασία δεν είναι θέμα δικαιώματος ή νόμου, αλλά νοήματος ζωής πριν και μετά τον θάνατον.
Το δεύτερο θέμα της διαγραφής των ονομάτων των γονέων στις πολιτικές ταυτότητες, το οποίο αναφύεται εντονότερα τον τελευταίο καιρό, κι αυτό δεν είναι απλό ούτε επιφανειακό. Σε αντίθεση με την πρόταση για νομιμοποίηση της ευθανασίας, αυτό προκάλεσε περισσότερες και πιο έντονες αντιδράσεις. Στοχοθετώντας τους εισηγητές της, οι επικριτές εκφράζονται με προκλητικές, ειρωνικές και σκληρές φράσεις ενάντια στο θέμα, επικαλούμενοι κυρίως την ανάγκη προφύλαξης του θεσμού της οικογένειας. Όσο κι αν οι υποστηρικτές της ευθανασίας, λόγω του ευαίσθητου θέματος του πόνου, να κερδίζουν την κατανόησή μας, σε αυτή την περίπτωση θεωρούμε ότι η διαγραφή των ονομάτων των γονέων από την πολιτική ταυτότητα δεν έχει κανένα έρεισμα. Το επιχείρημα ότι, με αυτό τον τρόπο προφυλάσσουμε και δεν στιγματίζουμε παιδιά μονογονεϊκών οικογενειών δεν μπορεί να αντέξει και στην πιο ήπια κριτική. Ούτε με ούτε χωρίς αναγραφή προκαλείται οποιαδήποτε μείωση ή στιγματισμός. Αυτά είναι ψευδοεπιχειρήματα και συνταγές απάλειψης συμπτωμάτων και όχι θεραπείας. Η ταυτότητα όπως το λέει και ο όρος αποτελεί το ίδιον του ανθρώπου, τις καταβολές του, τα ιδιαίτερα του χαρακτηριστικά με τα οποία είτε καλείται να παλέψει και να αναμετρηθεί, είτε καλείται να συνεχίσει και να κληροδοτήσει στους επόμενους. Το χειρότερο δε, όπως κάποιοι σχολιάζουν, αν η πρόταση αφορά και τις κατ’ επιλογήν μονογονεϊκές οικογενένειες και κατ’ επέκταση την απάλειψη κάθε αναφοράς σε παραδοσιακά συγκροτημένη οικογένεια, τότε το θέμα καταντά πρόβλημα βαθύ και επικίνδυνο. Κι αν σε άλλες «προοδευτικές» χώρες ισχύει και μόνο σε μας δεν, προτιμώ το δεν, παρά τα αποκυήματα των πρακτικών των άλλων «εξευρωπαϊσμένων» χωρών.
Γενικά, εκπλησσόμαστε τω όντι κάθε φορά που προκύπτουν τέτοιου είδους προτάσεις και μάλιστα από εκλελεγμένους βουλευτές μας. Ο νομικά και νόμιμα εκλελεγμένος εκπρόσωπος του λαού στο νομοθετικά σώμα, θα ‘πρεπε ως κύρια αρχή του τόπου να προασπίζεται βασικές και θεμελιώδεις αρχές της ιστορίας και της ταυτότητας του λαού που εκπροσωπεί. Οικογένεια, ευημερία, δικαιοσύνη, ελευθερία και πρωτίστως την αξία της ζωής. Αυτά είναι αυτονόητα και θα ‘πρεπε να ήταν τα κριτήρια επιλογής τους, όπως αυτά διαφαίνονται στην πορεία της ζωής τους. Και πάλιν όμως, δεν πιστώνω κανένα με κακή θέληση ή επιπολαιότητα. Ωστόσο, θεωρώ ότι κάθε απόφαση δεν ζυγίζεται με την υποκειμενική ή ακόμα και την αντικειμενική της αξία, αλλά με το δυναμική της εξελικτικά σε βάθος χρόνου, τι μπορεί να προκαλέσει, πώς επηρεάζει την καθημερινότητα, αν και πόσο μπορεί να αλλάξει την θεώρηση της ζωής αλλά και την υγιή και ασφαλή βιωσιμότητα των πολιτών, αν υπηρετεί το γενικό καλό και όχι μόνο το πρόσκαιρο. Και οι δύο προτάσεις, αποτελούν αντιπροσωπευτικά παραδείγματα για το πώς μπορεί μια απόφαση να αλλάξει μυαλά, ιδέες, αξίες και γενικά την κοινωνία μιας χώρας.
*Θεολόγος-Εκπαιδευτικός