ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ*
Το φαινόμενο της διγλωσσίας - η εκμάθηση δηλαδή από μικρή ηλικία ή/και η συχνή χρήση δύο ή περισσότερων γλωσσών για την καθημερινή επικοινωνία—χαρακτηρίζει πλέον τις πλείστες κοινωνίες και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Υπολογίζεται, για παράδειγμα, ότι τα περισσότερα παιδιά στο σύγχρονο κόσμο μεγαλώνουν σε δίγλωσσα περιβάλλοντα.
Παράλληλα, ένα ποσοστό παιδιών εμφανίζει διάφορες νευροαναπτυξιακές διαταραχές, οι οποίες συνδέονται με γλωσσικές ή/και άλλες γνωστικές (π.χ. στη μνήμη, προσοχή) δυσκολίες. Από τις πιο συνήθεις νευροαναπτυξιακές διαταραχές είναι η Αναπτυξιακή Γλωσσική Διαταραχή (ΑΓΔ) και η Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ). Η πρώτη εκτιμάται ότι επηρεάζει, κατά προσέγγιση, το 7% του παιδικού πληθυσμού. Χαρακτηρίζεται από ελλείμματα στην ανάπτυξη και χρήση της γλώσσας—κυρίως στο λεξιλογικό και γραμματικό τομέα—τα οποία δεν μπορούν να αποδοθούν σε νοητική υστέρηση ή σε άλλους ιατρικούς ή νευρολογικούς παράγοντες, όπως, για παράδειγμα, ακουστικά ή κινητικά προβλήματα. Η δεύτερη εμφανίζεται σε ποσοστό περίπου 1% και επηρεάζει περισσότερο τα αγόρια από τα κορίτσια σε αναλογία, κατά προσέγγιση, 4 προς 1. Βασικά χαρακτηριστικά της είναι οι δυσκολίες στην κοινωνική αλληλεπίδραση και στην επικοινωνία καθώς και η εμφάνιση στερεότυπων, επαναλαμβανόμενων συμπεριφορών και περιορισμένων ενδιαφερόντων. Η ΔΑΦ παρουσιάζει μεγάλη ετερογένεια όσον αφορά στο γλωσσικό και γνωστικό προφίλ των προσβεβλημένων ατόμων. Ένα μεγάλο ποσοστό τους όμως εμφανίζει, επίσης, σοβαρά ή πιο ήπια γλωσσικά ή/και νοητικά προβλήματα.
Τα δεδομένα αυτά εγείρουν εύλογα το ερώτημα του τι συμβαίνει όσον αφορά στη γλωσσική και γνωστική ανάπτυξη και ποια πρακτική πρέπει να ακολουθείται από την οικογένεια στις περιπτώσεις παιδιών που εμφανίζουν ΑΓΔ ή ΔΑΦ και λόγω του περιβάλλοντος στο οποίο μεγαλώνουν—για παράδειγμα, οι γονείς μιλούν διαφορετικές μητρικές γλώσσες—εκτίθενται σε ή τουλάχιστον υφίσταται η δυνατότητα να εκτεθούν σε δύο ή περισσότερες γλώσσες. Υπάρχει γενικά μια ευρέως διαδεδομένη αντίληψη και κατ’ επέκταση η ανησυχία ανάμεσα σε γονείς, εκπαιδευτικούς ή και επαγγελματίες υγείας ότι η διγλωσσία ενδέχεται να επαυξήσει τις όποιες δυσκολίες παρουσιάζουν τα παιδιά εξαιτίας της ΑΓΔ ή ΔΑΦ. Ως αποτέλεσμα αυτής της πεποίθησης οι γονείς ακολουθούν συχνά μια «μονόγλωσση πρακτική» κατά την ανατροφή αυτών των παιδιών. Χρησιμοποιούν, δηλαδή, μόνο μία γλώσσα—συνήθως τη γλώσσα που είναι η κυρίαρχη στην κοινωνία—όταν απευθύνονται στα παιδιά τους αποφεύγοντας έτσι σκόπιμα να τα μεγαλώσουν σε περιβάλλον διγλωσσίας.
Στην πραγματικότητα όμως τα ερευνητικά ευρήματα από τις μέχρι σήμερα σχετικές μελέτες δείχνουν ότι η εκμάθηση δύο γλωσσών σε καμία περίπτωση δεν επιβαρύνει ή καθυστερεί περαιτέρω τη γλωσσική και γνωστική ανάπτυξη των παιδιών με ΑΓΔ ή ΔΑΦ. Αντίθετα, υπάρχει σχετική ομοφωνία ανάμεσα στους ερευνητές ότι η «μονόγλωσση πρακτική» μπορεί να κάνει περισσότερο κακό παρά καλό στα παιδιά αυτά. Πρώτον, με την πρακτική αυτή τα παιδιά χάνουν μια σημαντική ευκαιρία να μάθουν να επικοινωνούν σε περισσότερες από μία γλώσσες, σε μια περίοδο της ζωής τους—την παιδική ηλικία—κατά την οποία γνωρίζουμε ότι παρουσιάζουν γενικά αυξημένη ετοιμότητα και μπορούν εύκολα, αβίαστα και επαρκώς να μάθουν οποιαδήποτε γλώσσα ή οποιοδήποτε αριθμό γλωσσών ακούν συστηματικά από το περιβάλλον τους. Επιπρόσθετα και συναφώς, η «μονόγλωσση πρακτική» στερεί από τα παιδιά το δικαίωμα να γίνουν δίγλωσσα και κατ’ επέκταση μια σειρά από πλεονεκτήματα—επαγγελματικά, κοινωνικά, οικονομικά, πολιτισμικά—που συνδέονται με τη διγλωσσία, όπως περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες, αυξημένες δυνατότητες δικτύωσης, κοινωνικοποίησης, διαπολιτισμικής επικοινωνίας και κινητικότητας σε μια όλο και πιο παγκοσμιοποιημένη, διασυνδεδεμένη, πολυπολιτισμική και πολύγλωσση κοινωνική πραγματικότητα. Τέλος, στην περίπτωση παιδιών μεταναστών, η εκμάθηση μόνο της γλώσσας που είναι κυρίαρχη στη χώρα μετανάστευσης αφαιρεί από τα παιδιά τη δυνατότητα να μπορούν να επικοινωνούν ικανοποιητικά με συγγενείς και φίλους τους από τη χώρα προέλευσής τους και να συμμετέχουν επαρκώς στην κουλτούρα και στον πολιτισμό των γονιών τους. Η τελευταία αρνητική επίπτωση μπορεί να έχει ως επιπλέον αποτέλεσμα την αδυναμία δημιουργίας ποιοτικών και ισχυρών δεσμών με την ευρύτερη οικογένεια που με τη σειρά του έχει περαιτέρω αρνητικές συνέπειες για τη συναισθηματική και γενικότερη ανάπτυξη των παιδιών.
Εν κατακλείδι, η διγλωσσία δεν προκαλεί επιπλέον προβλήματα στη γλωσσική και γνωστική ανάπτυξη των παιδιών με ΑΓΔ ή ΔΑΦ, πέρα από αυτά που αναμένονται λόγω της διαταραχής. Επομένως, οι γονείς μπορούν να μεγαλώνουν παιδιά που έχουν διαγνωστεί με αυτές τις νευροαναπτυξιακές διαταραχές σε περιβάλλον διγλωσσίας.
*Mεταδιδακτορικός ερευνητής στο εργαστήριο Θ.ΕΡ.ΑΠ.Ο (στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος που χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας, CULTURE/AWARD-YR/0421B/0005) και ειδικός επιστήμονας διδασκαλίας, Τμήμα Επιστημών Αποκατάστασης, Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου.
.