Μηνύματα από το θερινό ηλιοστάσιο


ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΑΡΤΕΜΙΟΥ ΦΩΤΙΑΔΟΥ*

Πιο εύκολα ο άνθρωπος κατρακυλά στα σκοτάδια  παρά ανακαλύπτει το φως του. Λες και τον τυφλώνουν κάποιοι  εσωτερικοί προβολείς  και βάζει την άρνηση μπροστά να προφυλαχτεί.  Οδεύει ο κόσμος στο θερινό ηλιοστάσιο  και η μέρα θα διανύσει τον πιο μεγάλο δρόμο της. Το φως θα σκαρφαλώσει στην πιο ψηλή κορφή σαν ορειβάτης που στήνει τη σημαία του στο ΄Εβερεστ και η νύχτα θα συρρικνωθεί όσο ποτέ μέσα στον χρόνο, σαν ρούχο μίζερο που το τσαλακώνει με ηδονή μία ψηλή θερμοκρασία.

Μα πώς παίρνει κανείς από βαθύ ορυχείο ένα τέτοιο πολύτιμο μετάλλευμα; Και πώς το ανυψώνει στη νύχτα του,  ώστε να φωτιστεί ένας βροχερός καιρός;  Θερινό ηλιοστάσιο στις 21 Ιουνίου.  Και επισήμως το καλοκαίρι βαδίζει στη ζωή, στη σκέψη, στη συνήθεια, στην ύφανση των ονείρων μας. Το φως, διαυγές και ακράτητο, παντοκράτωρ του εικοσιτετραώρου, θα μας θυμίσει πως είναι μία μοναδική μέσα στο έτος νίκη έναντι της επέκτασης  του σκότους. Και πώς λοιπόν το εκμεταλλευόμαστε εμείς που διενεργούμε καθημερινές μάχες επιβίωσης, μάχες που συχνά μας εκσφενδονίζουν σε πνευματικά και ψυχοφθόρα τάρταρα;

Κι είναι πολλά αυτά που συσσωρεύονται στο μαύρο,  αφού  δεν αντανακλούν κανένα φως. Μα το καλοκαίρι εισέρχεται σχεδόν επαναστατικά. Με το ξίφος του βαπτισμένο στον ήλιο, μάχεται για την απελευθέρωση του ανθρώπου από το έρεβος και το πένθος.  Κι είναι το σπαθί τούτο σαν λαμπάδα με άγιο φως που βγαίνει από την  Ωραία Πύλη αναστάσιμο,  για το Δεύτε Λάβετε, καταπονημένοι και πιστοί. Πόσοι λοιπόν πιστεύουν στις καλύτερες μέρες; Πόσοι δεν λύγισαν μαστιγωμένοι από την πανδημία, την οικονομική δυσπραγία, τη θλίψη και την κατάθλιψη; Πόσοι δεν απώλεσαν το ατσάλι της καρδιάς τους μες στη χοάνη που ζεματάει ο φόβος;

 Και πόσοι  ακόμη μπορούν να λιτανεύουν την ελπίδα εντός της  ζοφερότητας των εποχών,  τον καταιγισμό των αρνητικών ειδήσεων, την  επικράτηση  των ψευδαισθήσεων, ποιος και πώς το μπορεί να κινείται αυτόφωτα και παρήγορα μέσα στο μισοσκόταδο  γενικότερα,  με το οποίο ενδύεται η ζωή μας από μετρ υψηλής αγωνίας; Και ποιος μπορεί να υψωθεί στο ηλιοστάσιο του θέρους σαν άγγελος που ανακαλύπτει άξαφνα χαμένα φτερά, ποιος θα  βρει φως για  το κερί της πίστης, λαμπρότητα για τη φωταγώγηση ενός δρόμου, μία  ακόμα λάμψη  για την αθέατη, αγνοούμενη  όψη της ζωής; Ποιος εν τέλει, στο εκάστοτε  δυστοπικό περιβάλλον του χωροχρόνου μας,  μπορεί να καθορίσει με προσδοκία τις συντεταγμένες του;

Το θερινό ηλιοστάσιο έρχεται ακατάλυτο,  ασυμβίβαστο. Μας  λούζει  με τη μεγαλύτερη μέρα του χρόνου και μας προκαλεί να πολεμήσουμε τις νύχτες μας, επιστρατεύοντας τα τελευταία έστω αποθέματα των  αντοχών μας.

*Ποιήτρια-Επιθεωρήτρια Δημοτικής Εκπαίδευσης




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter