Οικογένεια και παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και δυσκολίες εν καιρώ COVID-19


ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ*

Για πολλούς η πρωτόγνωρη αυτή περίοδος έχει σηματοδοτήσει την επιβράδυνση σε κάθε τομέα ανάπτυξης. Το κλείσιμο διαφόρων εργασιών αλλά και υποστατικών εκπαίδευσης όπως είναι τα σχολεία και οι σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σαφώς δεν ήταν μια λύση στην οποία πολλοί γονείς, παιδιά, έφηβοι και άλλοι ενήλικες μπόρεσαν να διαχειριστούν. Η αναστολή των σχολείων όπως υποστηρίζεται και στην βιβλιογραφία αντιπροσωπεύει μια απόπειρα επιβράδυνσης της διάδοσης του COVID-19. Παρά ταύτα, όπως αναφέρεται μέσα από έρευνα στο Ηνωμένο Βασίλειο αυτή η ξαφνική αλλαγή  μαζί με τα μέτρα που έχουν ληφθεί (κατ’οίκον περιορισμός, κοινωνική απόσταση) είναι ιδιαίτερα δύσκολη για παιδιά με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες και Δυσκολίες αλλά και για τις οικογένειές τους.

Η δύσκολη αυτή αλλαγή, σαφώς παρουσιάζεται σε αντίστοιχους πληθυσμούς και στην Κύπρο, δεδομένου ότι η εξάρτηση των ατόμων αυτών σε καθιερωμένες ρουτίνες και σχέσεις κάτω από επαγγελματική και μαθησιακή υποστήριξη προϋπήρχε σε ένα αρκετά σημαντικό βαθμό λειτουργικότητας. Η κατάσταση του εγκλεισμού για παιδιά τα οποία ακολουθούν καθημερινά μια αυστηρή τήρηση ρουτίνας όπως παρατηρείται να υπάρχει σε παιδιά με Αυτισμό, μπορεί να χαρακτηριστεί ως πολύ δύσκολη, αλλά και για τους άμεσα φροντιστές τους. Ακόμα και παιδιά που εξαρτιόνταν από την πρόσβαση τους σε υλικό εξοπλισμό λαμβάνοντας εκπαιδευτική υποστήριξη μόνο στο σχολικό πλαίσιο, φαίνεται πως ανήκουν σε μια ακόμα ευάλωτη ομάδα που δέχεται επιρροές σε ένα λειτουργικά κρίσιμο βαθμό.

Ίσως όλοι μας σήμερα, μέσα από τον εγκλεισμό να αναρωτιόμαστε για το πώς βιώνουν αυτή την κατάσταση τα παιδιά αυτά και πώς επηρεάστηκε η συμπεριφορά τους από την έλλειψη υποστηρικτικών υπηρεσιών. Συνεπώς, ο ρόλος της οικογένειας και των γονέων τώρα έχει κριθεί σε μέγιστο βαθμό ως προς την εφαρμογή ενός καινούργιου προγράμματος και μεθόδων διαχείρισης της αγωνίας, του άγχους και άλλων συναισθημάτων με τα οποία έρχονται αντιμέτωπα τα παιδιά τους αλλά και οι ίδιοι. Εντούτοις, η υποστήριξη αυτών των οικογενειών είναι σαφώς ακόμα πιο σημαντική κατά τη διάρκεια της πανδημίας αλλά και για το αβέβαιο ‘Αύριο’.

Εντούτοις, η παροχή συμβουλευτικής σε γονείς από ειδικούς επαγγελματίες, παρέχοντας κάποια διαβεβαίωση σχετικά ως προς τις ανάγκες της οικογένειας ώστε να καταφέρουν να εφαρμόσουν μια νέα ρουτίνα μέσα στο σπίτι, φαίνεται να αποτελεί μια καινούρια πρόκληση τόσο για τον επαγγελματία όσο και για τον κάθε γονέα. Πρόκληση και επιθυμία συνάμα η διαχείριση των αντιδράσεων και η ευθυγράμμιση μιας καινούριας πραγματικότητας στηριζόμενη σε προηγούμενες ρουτίνες. Με βάση λοιπόν την ζώνη εγγύς ανάπτυξης (Vygotsky 1978), η οποία  συμβάλλει στην υποστήριξη ενός δικτύου γονέων και επαγγελματιών γύρω από το παιδί, αποδεικνύεται πως μπορεί να στοχεύσει στην συνδημιουργία  ενός ‘καινούριου σχολείου’. Εντούτοις, θα μπορούσε η διαδικασία εφαρμογής μιας συνεργατικής προοπτικής για ανάπτυξη των γνώσεων και δεξιοτήτων του παιδιού να βοηθήσει στην αξιοποίηση κοινωνικά σημαντικών μορφών δραστηριοποίησης, χρησιμοποιώντας τον κατάλληλο τρόπο επικοινωνίας για το παιδί.

Μιλώντας για περίοδο κρίσης με όσες συνέπειες έχουν προκληθεί σε κάθε τομέα, είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε την πυροδότηση διαφόρων  αισθημάτων, φόβου, απόγνωσης και αναστάτωσης που ενδεχομένως να μας έχουν περιβάλει. Αναφερόμενη ωστόσο στα παιδιά που παρουσιάζουν κάποια αναπηρία ή και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, ενδείκνυται να λαμβάνουμε εις γνώση μας τις συγκεκριμένες ενεργοποιήσεις που πιθανό να προβάλλουν σε καταστάσεις αναστάτωσης, είτε είναι λέξεις, εικόνες, ή ακόμα ήχοι  που σηματοδοτούν τον κίνδυνο  ή κάποια  διαταραχή στα συναισθήματα ασφάλειας και προστασίας τους. Σαφώς, το κάθε παιδί έχει τον δικό του τρόπο έκφρασης καθώς προέρχεται από διαφορετικές εμπειρίες και βιώνοντας διαφορετικές καταστάσεις. Συνεπώς, τα στοιχεία αυτά μπορούν να λάβουν προειδοποιητικά σήματα για ένα γονέα ώστε να καταλάβει τυχόν δυσκολίες που αισθάνεται το παιδί του. Οι εκφράσεις προσώπου ή νευρικά τικ, η αδιαθεσία, η εφίδρωση, κάποιες αλλαγές στα πρότυπα ομιλίας, η εκδήλωση φόβου και αποφυγής  θα μπορούσαν να αποτελούν σε εξατομικευμένο βαθμό τα στοιχεία έκφρασης του παιδιού σε κρίσιμες καταστάσεις.

Οι γονείς και γενικότερα οι ενήλικες, παρατηρώντας αυτά τα στοιχεία θα πρέπει να παρέχουν άμεση υποστήριξη και διαβεβαίωση στο παιδί τους. Συνεπώς, η έρευνα προβάλλει σημαντικούς τρόπους  όπου οι γονείς και οι φροντιστές παιδιών και νέων με αναπηρία μπορούν να αξιοποιήσουν και να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που δημιουργεί η πανδημία COVID-19.

  • Η επικοινωνία είναι πολύ σημαντικό κριτήριο για την διατήρηση της ψυχικής ηρεμίας στην οικογένεια. Επομένως, χρειάζεται να διατηρείται ψυχραιμία και ως ένα βαθμό ενημέρωση, προάγοντας την ασφάλεια που μπορεί να διατηρηθεί μέσα στο σπίτι.
  • Οι αφηγήσεις με κοινωνικό περιεχόμενο, οι οποίες βασίζονται σε κείμενο και εικόνες θεωρείται ένα καλό και χρήσιμο μέσο ώστε οι γονείς να μιλήσουν και να συνδέσουν την σημερινή κατάσταση.
  • Τα παιδιά μπορεί να έχουν δυσκολία να εκφράσουν τα συναισθήματά τους με λόγια και μερικές φορές το άγχος, ο φόβος και η απογοήτευση τους μπορούν να εκφραστούν μέσω προκλητικών συμπεριφορών, ή μέσω του παιχνιδιού. Ωστόσο μπορούν  να δοθούν απαντήσεις σε ερωτήσεις τους ώστε να αισθανθούν την διαβεβαίωση του γονέα ότι υπάρχει ένας κοινός στόχος, η «ασφάλειά τους».
  • Ενθάρρυνση ώστε να μιλήσουν για τα συναισθήματά τους. Τα παιδιά με αναπηρίες συχνά βιώνουν συναισθήματα κοινωνικής απομόνωσης από τους συνομηλίκους τους καθώς η προκείμενη  κατάσταση την οποία βιώνουν πιθανόν να πυροδοτεί ακόμη περισσότερο τα συναισθήματα αυτά.
  • Αρκετοί γονείς μπορεί να αισθανθούν πίεση ώστε να αναπαράγουν με ακρίβεια την δομή του σχολείου και την θεραπεία στο σπίτι. Επομένως ο εντοπισμός νέων τρόπων εκπαίδευσης και ενασχόλησης μπορεί να επιτευχθεί σαφώς με ευελιξία.
  • Διατήρηση κοινωνικών δεσμών με  όσα «τεχνολογικά μέσα είναι διαθέσιμα». Είναι σημαντική προϋπόθεση για την διατήρηση της αλληλεπίδρασης.
  • Επικοινωνία με οργανώσεις και ομάδες υποστήριξης για άτομα με ειδικές ανάγκες οι οποίες μπορούν να παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες και κοινωνική υποστήριξη για μείωση των συναισθημάτων του στίγματος.
  • Ενίσχυση της ηρεμίας. Προγραμματισμός δραστηριοτήτων και εισαγωγή  νέων συμπεριφορών που προσφέρουν ηρεμία στο σπίτι.
  • Δημιουργία «Νέας» ρουτίνας. Εάν έχουν διακοπεί οι ρουτίνες που δημιουργήθηκαν προηγουμένως, δημιουργούμε νέες ρουτίνες για το παιδί. Αυτό μπορεί να βοηθήσει το παιδί να αισθανθεί πιο ασφαλές και να καταλάβει τι αναμένεται από αυτό.
  • ‘Ενσυναίσθηση’. Αναγνώριση ότι το παιδί μπορεί να μην έχει το συνηθισμένο εξοπλισμό που σχετίζεται με την αναπηρία, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε πρόσθετες δυσκολίες, δυσφορία ή πόνο. Κατανόηση των συναισθημάτων του και προσπάθεια για  επικοινωνία με θεραπευτές και άλλες οικογένειες που βιώνουν παρόμοιες καταστάσεις.
  • Υπενθύμιση της άνευ όρων αγάπης ,  επιδιώκοντας  επιπλέον χρόνο μαζί με το παιδί.

Συνοψίζοντας, η εμπειρία της ανατροφής ενός παιδιού με άτυπη ανάπτυξη, μπορεί να ενισχύσει την ευελιξία στο χειρισμό της αβεβαιότητας, της δημιουργικής επίλυσης προβλημάτων και της ανθεκτικότητας. Τα στοιχεία αυτά ενδεχομένως να αποτελέσουν πλεονέκτημα για τους γονείς όταν αντιμετωπίζουν νέες προκλήσεις όπως είναι το COVID-19.

*Ειδικευόμενη Εκπαιδευτική Ψυχολόγος

(υπό την εποπτεία της Δρ Νάσιας Τριγωνάκη-Παύλου)

Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας  / ΥΠΠΑΝ

Ενδεικτική Βιβλιογραφία :

https://www.nasponline.org/resources-and-publications/resources-and-podcasts/school-climate-safety-and-crisis/natural-disaster-resources/new-schools-for-students-with-disabilities-tips-for-relocated-families

https://www.apa.org/research/action/children-disabilities-covid-19




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










2824