Ενθαρρύνοντας την ενσυναίσθηση στην οικογένεια και στο σχολείο


ΤΗΣ ΔΡΟΣ ΝΑΣΙΑΣ ΤΡΙΓΩΝΑΚΗ ΠΑΥΛΟΥ PhD *

«Ενσυναίσθηση» είναι η ικανότητα  τοποθέτησης του ‘εαυτού μου’ στη θέση του ‘άλλου’, δηλαδή η προσπάθεια αποδοχής και υποδοχής του άλλου ατόμου, βάσει των μοναδικών και ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, των αξιών, ιδεών, προκαταλήψεων και αντιλήψεών του.

Επειδή η λέξη «ενσυναίσθηση» χρησιμοποιείται αρκετά συχνά τον τελευταίο καιρό, κάποτε λανθασμένα, θεωρώ σημαντικό να αναφέρω κάποια βασικά, θεωρητικά στοιχεία.

Ενσυναίσθηση (empathy) δεν είναι η εμπάθεια (ισχυρό πάθος, έντονα αρνητικά συναισθήματα, εχθρότητα, πάθος εναντίον κάποιου). Πολύ συχνά η λέξη empathy μεταφράζεται λανθασμένα από δασκάλους, καθηγητές, δημοσιογράφους, αρθρογράφους.  Ενσυναίσθηση είναι η ικανότητα κατανόησης των άλλων, η ενίσχυση της ανάπτυξης των άλλων, ο σωστός χειρισμός της διαφορετικότητας (Goleman, 1995).  Η ενσυναίσθηση έχει να κάνει με την κοινωνική επίγνωση, την ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε τι σκέφτονται οι άλλοι, ακόμα κι όταν εμείς δεν αισθανόμαστε το ίδιο με αυτούς.  Η ενσυναίσθηση είναι μια από τις απαραίτητες και επαρκείς προϋποθέσεις για θεραπευτική αλλαγή της προσωπικότητας (Rogers, 1957).  Ενσυναίσθηση δεν είναι εμπάθεια αλλά ούτε συμπάθεια.  Η ενσυναίσθηση στοχεύει στην κατανόηση του άλλου και όχι στη σύναψη συναισθηματικών δεσμών. Η συμπάθεια, από την άλλη, υποκινείται από αλτρουιστικούς σκοπούς και προϋποθέτει συμμετοχή και μοίρασμα των συναισθηματικών εμπειριών με τους άλλους. Με μια πρόταση, λοιπόν, στο πλαίσιο της ενσυναίσθησης καλούμαστε να συμπεριφερθούμε στους άλλους έτσι όπως θα δρούσαν οι ίδιοι απέναντι στον εαυτό τους (Στεργίου – Μπάρος, 2003).

Παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης είναι, μεταξύ άλλων, η μη συναισθηματικά διαθέσιμοι γονείς, η υπερβολική έκθεση των παιδιών στη βία μέσω των ΜΜΕ, ο τρόπος ανατροφής και τα κοινωνικά πρότυπα (πχ τα αγόρια δεν κλαίνε), η απουσία υποστηρικτικού οικογενειακού πλαισίου κλπ.

Η έννοια της ενσυναίσθησης είναι συνδεδεμένη αλλά αποτελεί ένα μόνο κομμάτι αυτού που ονομάζουμε «συναισθηματική νοημοσύνη» (Goleman, 1995). Η ενσυναίσθηση από μόνη της δεν μπορεί να φέρει αλλαγές στο τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς του ατόμου.  Για να δούμε συναισθηματικά συμμετοχικά άτομα, στοχεύουμε σε 5 τομείς, ένας από τους οποίους είναι η ενσυναίσθηση. Οι συναισθηματικά συμμετοχικοί άνθρωποι πρέπει να έχουν αυτοεπίγνωση, επίγνωση, δηλαδή, των συναισθημάτων τους μέσα από συνεχή αυτό-αξιολόγηση του τι νιώθουν, πότε και γιατί. Πρέπει να έχουν αυτοέλεγχο, αυτοπειθαρχία, αξιοπιστία και ευσυνειδησία. Να επιδεικνύουν κίνητρα προς επίτευξη στόχων, δέσμευση, πρωτοβουλία.  Και φυσικά τις ανάλογες κοινωνικές δεξιότητες, δεξιότητες επικοινωνίας, συνεργασίας και ομαδικότητας. Σε όλα αυτά προσθέτουμε την ενσυναίσθηση – η καλλιέργεια όλων αυτών πιθανόν να οδηγήσει σε άτομα συναισθηματικά συμμετοχικά και συναισθηματικά ευφυή. 

Από τη νηπιακή ακόμα ηλικία τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν συναισθήματα και να τα αναγνωρίζουν από τις εκφράσεις του προσώπου, την γλώσσα του σώματος, το βλέμμα, το ντύσιμο. Διαβάζοντας βιβλία και συζητώντας τα πρόσωπα στις εικόνες είναι ένας τρόπος αναγνώρισης διαφόρων συναισθημάτων πχ πότε το παιδάκι είναι χαρούμενο; Πότε είναι λυπημένο και πότε είναι θυμωμένο; Πώς θα αισθανόσουν εσύ στη θέση του εάν έχανες την κούκλα σου; Ερωτήσεις γύρω από τα συναισθήματα και συζήτηση με τα παιδιά είναι ένας τρόπος ενίσχυσης της ενσυναίσθησης. 

Ο έπαινος καλών και ευγενικών πράξεων αμέσως μόλις συμβούν, η έκφραση ευγνωμοσύνης, η έκδηλη ικανοποίηση προς τα παιδιά τα βοηθούν να συνδεθούν συναισθηματικά και να μάθουν πώς να νοιάζονται για τους άλλους.

Συζητώντας τα πιο πάνω, κατανοούμε όλοι όσοι δουλεύουμε στα σχολεία, ότι υπάρχει ανάγκη για προγράμματα ψυχο-εκπαίδευσης και ενίσχυσης της ενσυναίσθησης και στον μαθητικό πληθυσμό. Σίγουρα η εκπαίδευση ξεκινάει από τους γονείς αλλά και το σχολείο έχει έναν σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει σε αυτό. Ψυχο-παιδαγωγικά προγράμματα ή παρεμβάσεις πρέπει να γίνονται ολόχρονα στις τάξεις των μαθητών, χωρίς την πίεση της ύλης των μαθημάτων, χωρίς παρεμβολές ή εξωτερικές παρεμβάσεις. Οι δεξιότητες χτίζονται σιγά-σιγά, δίνοντας χώρο και χρόνο στους μαθητές να εξασκηθούν σε αυτές σε βάθος χρόνου και όχι περιστασιακά και άστοχα.

Τα παιδιά μαθαίνουν να συνεργάζονται , να εκφράζουν συναισθήματα, να συμμετέχουν  και να προσπαθούν να αναγνωρίσουν το καθένα  τα δικά του συναισθήματα, να σκεφτεί τι μπορεί να σκέφτεται ο άλλος, να υποστηρίξει και να ενισχύσει τον συμμαθητή του.  Αυτό είναι το πρώτο βήμα στην εκμάθηση δεξιοτήτων συναισθηματικής συμμετοχής και τέτοιες δεξιότητες θα επιδείξουν τα παιδιά όταν τελειώσουν το σχολείο και ως ενήλικες πλέον βγουν στην κοινωνία αφού θα έχουν στο συναισθηματικό τους ρεπερτόριο μια «κληρονομιά καλοσύνης».

*Λειτουργός  Υπηρεσίας Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας ΥΠΠΑΝ




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










2264