Λειτουργικοί και δυσλειτουργικοί δεσμοί: από το σπίτι στο σχολείο


ΤΗΣ ΝΑΣΙΑΣ ΤΡΙΓΩΝΑΚΗ PhD*

Οι σχέσεις που έχει το παιδί στην παιδική ηλικία επηρεάζουν σημαντικά την εξέλιξη της προσωπικότητάς του τόσο στην εφηβεία όσο και την ενήλικη ζωή του.  Οι θεωρίες δεσμών αποτελούν σημαντικούς εκφραστές της οπτικής αυτής καθώς και οι θεωρίες των ατομικών διαφορών στους δεσμούς που εξηγούν πολλές πλευρές, τόσο των λειτουργικών όσο και των δυσλειτουργικών συμπεριφορών στο σπίτι και στο σχολείο.

Οι σχέσεις, στα πρώτα στάδια της ζωής του ατόμου, επηρεάζουν ενδο-ατομικές και δια-προσωπικές διαδικασίες και με βάση αυτές μπορούμε να σκεφτούμε την επίδραση των σχέσεων πάνω σε άλλες σχέσεις πχ με φίλους, συμμαθητές, δασκάλους, αδέρφια, γονείς κλπ.  Η βασική θεωρία δεσμού (John Bowlby, 1969, 1988) αναφέρει, με λίγα λόγια, ότι ο άνθρωπος διακρίνεται από ένα σύστημα δεσμού για τη διασφάλιση της επιβίωσής του.  Το βρέφος έχει την προδιάθεση να προσδεθεί με έναν ενήλικα (τη μητέρα του) με στόχο την παροχή φροντίδας.  Έτσι, το μωρό θα κλάψει, όταν η μητέρα απομακρυνθεί από αυτό, για να τη φέρει κοντά του ούτως ώστε να νιώσει ασφαλές, να φάει και να ικανοποιηθούν οι πρωταρχικές ανάγκες επιβίωσής του.  Όσο το παιδί ωριμάζει γνωστικά, οι γνωστικές και συναισθηματικές διεργασίες γίνονται πιο περίπλοκες για να συνάδουν με την πολυπλοκότητα των αναγκών του σε σχέση με τους δεσμούς και τις σχέσεις του με τον εαυτό του αλλά και με τα περιβάλλοντα στα οποία ζει και μεγαλώνει (πχ οικογένεια και σχολείο).  Ένας βασικός παράγοντας είναι όχι τόσο η συχνότητα αλλά η ποιότητα της αντίδρασης του ενήλικα στο κάλεσμα του βρέφους/νηπίου/παιδιού όταν κλαίει ή φωνάζει ή χτυπάει τα χέρια του ζητώντας από τη μητέρα να το φροντίσει.  Όταν η ποιότητα στο κάλεσμα του παιδιού είναι κακή, όταν η μητέρα αντί να πλησιάζει, απομακρύνεται και όσο το παιδί νιώθει υπό απειλή (ότι δηλαδή οι ανάγκες του δεν θα ικανοποιηθούν), το αποτέλεσμα είναι μια κατάσταση άγχους και ανασφάλειας στο παιδί.  Έτσι λοιπόν, οι έρευνες στις θεωρίες δεσμών στην παιδική ηλικία, κατηγοριοποιούν τις σχέσεις παιδιού-ενήλικα είτε ως ασφαλείς σχέσεις (καλή επικοινωνία, το παιδί κλαίει και ο γονιός ανταποκρίνεται, το παιδί νιώθει ασφαλές στην παρουσία του γονιού) ή ως αγχώδεις-αποφευκτικές (συναισθηματική και σωματική απομάκρυνση από τον γονέα, το παιδί αδιαφορεί όταν ο γονέας είναι κοντά του) ή αγχώδεις-εμμονικές (αμφιθυμικές συμπεριφορές του παιδιού που συνοδεύονται από θυμό και διαμαρτυρίες). 

Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν και πηγαίνουν στο σχολείο, παρόμοιες σχέσεις και δεσμοί εντοπίζονται και σε εκείνο το πλαίσιο.  Ασφαλή νήπια φαίνεται να εξελίσσονται σε ασφαλή παιδιά, ως προς τις διαπροσωπικές τους σχέσεις, ενώ ανασφαλή και αγχώδη νήπια παραμένουν αγχώδη και ανασφαλή κατά τη διάρκεια των παιδικών τους χρόνων, με δυσκολίες στην αναγνώριση και έκφραση συναισθημάτων, πολλές φορές επιθετικά και αναστατωμένα, αρνητικά ως προς τις σχέσεις τους με συνομηλίκους ή με άλλους ενήλικες (πχ δασκάλους).  Πολλές έρευνες σχετικές με τις θεωρίες δεσμών, αναφέρονται σε προβλήματα συμπεριφοράς, υπερδιέγερση, κοινωνική απομόνωση και διαταραχές προσοχής σε έφηβους, αποτέλεσμα των ανασφαλών δεσμών της νηπιακής ηλικίας.  Τα ασφαλή παιδιά εξελίσσονται σε λειτουργικούς έφηβους, όσον αφορά στην εκδήλωση ενθουσιασμού, στην έκφραση θετικών συναισθημάτων, στην ενσυναίσθηση και στην ανθεκτικότητά τους σε δύσκολες καταστάσεις. 

Σημαντική είναι, καθώς φαίνεται, η ποιότητα της σχέσης νηπίου-γονέα αφού όταν οι γονείς αντιδρούν στο κάλεσμα του νηπίου με σταθερό και αναμενόμενο τρόπο, ένας ασφαλής τύπου δεσμός δημιουργείται σε αντίθεση με γονείς που είναι ασταθείς και υπερβολικοί, αγχώδεις ή αμφιθυμικοί και οι δεσμοί με τα παιδιά τους καταλήγουν ανασφαλείς, άστατοι και δυσλειτουργικοί.  Εάν στη νηπιακή ηλικία επικρατεί το χάος, το απρόβλεπτο, το ανασφαλές και το ανοριοθέτητο, κάπως έτσι θα είναι και η παιδική ηλικία και η σχολική ζωή και ίσως κατ’  επέκταση και η εφηβεία.  Τα νήπια και τα παιδιά αλλά και οι έφηβοι θέλουν να νιώθουν ασφάλεια, σταθερότητα, να ζουν σε περιβάλλοντα δομημένα με όρια και κανόνες όπου θα νιώθουν συναισθηματικά φροντισμένα με ευκαιρίες για υγιή επικοινωνία.

Η δασκάλα και ο δάσκαλος μπορεί να λειτουργήσουν και ως υποκατάστατα μιας σχέσης δεσμού.  Μια καλή και υγιής σχέση με τον δάσκαλο/τη δασκάλα μπορεί να αλλάξει τον τύπο δεσμού του παιδιού αφού στις πλείστες των περιπτώσεων οι εκπαιδευτικοί μπορούν να λειτουργήσουν ως ασφαλείς βάσεις για τους μαθητές τους και να συνεισφέρουν στην ψυχοσυναισθηματική τους εξέλιξη.  Σε πολλές περιπτώσεις θα ήταν χρήσιμο εάν γνωρίζουμε πως κάποιοι μαθητές δυσκολεύονται να αντιληφθούν τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες βρίσκονται, έχουν φτωχή αντίληψη του εαυτού τους και των άλλων και ενώ μπορεί να αισθάνονται άσχημα, παρόλα αυτά τείνουν να προβαίνουν σε μη επιτρεπτές συμπεριφορές.  Κάποιοι άλλοι μαθητές, ενώ θέλουν την κοινωνική αναγνώριση και την κοινωνική συναναστροφή, δεν έχουν αναπτύξει τις απαιτούμενες δεξιότητες για εγγύτητα ενώ κάποια άλλα παιδιά παρόλο που είναι επιθετικά, ελέγχουν την επιθετικότητά τους στρέφοντάς την προς τον ίδιο τους τον εαυτό.  Υπάρχει και η κατηγορία των «φιλότιμων» παιδιών, των παιδιών που ακολουθούν τους κανόνες της τάξης και του σχολείου αλλά μήπως αυτά τα παιδιά είναι πολύ αυστηρά με τον εαυτό τους;  Μήπως οι γονείς τους επιβάλλουν αυστηρούς κανόνες και η υπακοή και το φιλότιμο δεν είναι αποτέλεσμα ασφάλειας αλλά μια έλλειψη εμπιστοσύνης στον ίδιο τους τον εαυτό (πχ τι θα γίνει εάν πάρω μια πρωτοβουλία, τι θα γίνει εάν πάει κάτι λάθος, ας κάνω καλύτερα ό,τι μου λένε).   Οι εκπαιδευτικοί που γνωρίζουν για τις θεωρίες δεσμών μπορούν να εντοπίσουν, να κατανοήσουν και να επιδείξουν ευαισθησία στις δυσλειτουργικές συμπεριφορές μαθητών/μαθητριών που πχ φαίνεται να εμφανίζουν διαπροσωπικές δυσκολίες στο σχολείο ή κοινωνική απόσυρση ή άγχος στις συναναστροφές τους.  Για παράδειγμα, ένα παιδί που εκδηλώνει συμπεριφορές απομάκρυνσης από την ομάδα, μπορεί να χαρακτηρίζεται από σύστημα δεσμού αποφυγής και αν και για το ίδιο το παιδί αυτό να είναι φυσιολογικό, για τις απαιτήσεις της τάξης δεν είναι.  Ο δάσκαλος ή η δασκάλα, έχοντας τις θεωρίες δεσμού υπόψη, θα μπορούσε να προσπαθήσει να φέρει το παιδί αυτό σε επαφή με εκείνους τους συμμαθητές του που φαίνεται ότι έχουν ασφαλή συστήματα δεσμού και δεν επηρεάζονται αρνητικά από τέτοιου είδους συμπεριφορές.  Ούτως ή άλλως, οι αλλαγές θα έρθουν μέσα από το ίδιο το σύστημα σχέσεων και τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις. 

*Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας / ΥΠΠΑΝ




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










868