Το παραγνωρισμένο, αφανές, μη-κοινωνικά αποδεκτό πένθος


ΤΗΣ ΔΡΟΣ ΝΑΣΙΑΣ ΤΡΙΓΩΝΑΚΗ PhD *

Το παραγνωρισμένο, αφανές πένθος είναι το πένθος που δεν είναι κοινωνικά αποδεκτό, δεν εκφράζεται ανοιχτά και δεν βρίσκει εύκολα κοινωνική αποδοχή. Στην κατηγορία αυτή, μεταξύ άλλων, εμπίπτει το πένθος μετά από

  • Την απώλεια ενός κατοικίδιου ζώου (ε και τι έγινε, μια γάτα ήταν!)
  • Περιγεννητική απώλεια (δεν πειράζει, νέοι είστε, θα κάνετε άλλο παιδί)
  • Ακρωτηριασμό (τουλάχιστον ζεις, με ένα πόδι αλλά ζεις!)
  • Άνοια (δεν τα θυμάται όλα, χάνεται στην γειτονιά αλλά να χαίρεσαι που είναι ζωντανός)
  • Την απώλεια μια παράνομης σχέσης, μια μακροχρόνιας σχέσης που έληξε, ενός διαζυγίου (ευτυχώς γλύτωσες από αυτήν, ξέχνα την, βρες άλλην, ήσουνα δυστυχισμένος μαζί της)
  • Απώλεια ενός φίλου/μιας φίλης, ενός γείτονα/μιας γειτόνισσας, ενός/μιας συναδέλφου, ενός μακρινού γνωστού/μιας μακρινής γνωστής (μα είχατε τόσο στενή σχέση και λυπάσαι για τον θάνατό του;  Δεν είχα καταλάβει ότι ήσασταν τόσο συνδεδεμένοι)
  • Αυτοχειρία (μην το πείτε σε κανέναν, να μην ακουστεί στην γειτονιά, να μην το μάθουν στη δουλειά, είναι αμαρτία, κρίμα οι γονείς της)
  • Συνταξιοδότηση (έχεις όλο τον χρόνο δικό σου και καμιά ευθύνη, γιατί στεναχωριέσαι; Δεν θα σηκώνεσαι το πρωί να τρέχεις, υπάρχει πιο ωραίο πράγμα από αυτό, τυχερέ!)
  • Απώλεια περιουσίας (σίδερα, πέτρες και ξύλα είναι, ευτυχώς που δεν θρηνήσατε ανθρώπινες ζωές, θα αγοράσετε άλλο αυτοκίνητο/θα χτίσετε άλλο σπίτι – τόσο απλά!!)

Σίγουρα αν το καλοσκεφτούμε θα μπορέσουμε να προσθέσουμε κι άλλα είδη πένθους που εμπίπτουν σε πένθος που νιώθουμε ότι «δεν πρέπει» να το εκφράσουμε ή πένθος που «δεν επιτρέπεται» να βιώσουμε. Το αφανές και παραγνωρισμένο πένθος, το κρυφό και μη-κοινωνικά αποδεκτό πένθος είναι το πένθος που κατακλύζεται από αισθήματα τύψεων, ενοχών, μοναξιάς και συναισθηματικής απόσυρσης. Το βάρος του στιγματισμού και το ρίσκο του κοινωνικού, οικογενειακού, επαγγελματικού, πολιτισμικού, θρησκευτικού αποκλεισμού είναι τεράστιο για να το πάρει ο πενθών ή η πενθούσα χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειές του. Ακόμα και οι πιο θαρραλέοι, ακόμα και αυτοί που θα τολμήσουν να μιλήσουν για τη λύπη τους μετά τον θάνατο μιας πρώην, την στεναχώρια τους μετά τον θάνατο του συμμαθητή που δεν έχουν επικοινωνία τα τελευταία δέκα χρόνια, ακόμα και αυτοί που θα συγκινηθούν όταν μάθουν ότι βγήκε στην σύνταξη ο επόπτης τους από το Πανεπιστήμιο ή πέθανε η κουμπάρα της φίλης τους που την έβλεπαν μόνο τα καλοκαίρια, μπορεί να αντιμετωπίσουν τέτοια αντίδραση από τον κοινωνικό τους περίγυρο που θα τους οδηγήσει στο να μην το ξανασυζητήσουν με άλλους, να κρατήσουν τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους για τον εαυτό τους ή να θυμώσουν επειδή δεν αντιμετωπίζεται η σημασία της απώλειάς τους με σεβασμό, αβρότητα και εκτίμηση.

Το πένθος, η λύπη και η στεναχώρια κάνουν τους ανθρώπους να νιώθουν άβολα.  Στην προσπάθειά μας να κάνουμε τους άλλους να «νιώσουν καλύτερα», ουσιαστικά λέμε πράγματα που επιθυμούμε να ελαφρύνουν εμάς, να κάνουν τα δικά μας αισθήματα αβεβαιότητας περισσότερο διαχειρίσιμα, να ακουστούμε στα δικά μας τα αφτιά παρηγορητικοί και υποστηρικτικοί, χωρίς τελικά να προσφέρουμε και μεγάλη ανακούφιση στους ίδιους τους πενθούντες. Άλλες φορές πάλι, υποτιμούμε ή υποβιβάζουμε την σοβαρότητα της απώλειας για τον άλλον, διακωμωδούμε ή βιαζόμαστε να μιλήσουμε και να συγκρίνουμε με δικά μας παραδείγματα το μέγεθος της απώλειας. Χρησιμοποιούμε θεωρίες ή γνωμικά που κάπου διαβάσαμε, αποφθέγματα θετικής ψυχολογίας που μας άρεσαν, προσπαθούμε να εμψυχώσουμε και να συμβουλεύσουμε τον πενθών ή την πενθούσα χωρίς να μας το έχουν ζητήσει ή χωρίς να τους έχουμε ρωτήσει τι είναι αυτό που πρωτίστως χρειάζονται. Πολλές φορές, όχι κακοπροαίρετα, θα μας ξεφύγει και ένα «θα σου περάσει», «τι σου ήταν αυτός και σε πόνεσε τόσο πολύ ο χαμός του;», «έχετε να μιλήσετε χρόνια, γιατί κλαίς;», «μήπως κάτι άλλο συνέβαινε μεταξύ σας, γι΄ αυτό είσαι έτσι;», «μα δες την, κλαίει για τη νύφη της, δεν είχαν δα και την καλύτερη σχέση» και άλλα τέτοια πολλά. 

Το παραγνωρισμένο, αφανές και μη-κοινωνικά αποδεκτό πένθος είναι δύσκολα αναγνωρίσιμο (αφού συχνά δεν βγαίνει στην επιφάνεια για να γίνει κοινώς γνωστό), είναι πολυ-επίπεδο και πολυ-μορφικό.  Η μη-αυθόρμητη έκφρασή του, ο φόβος του αποκλεισμού και της απόρριψης, η μοναξιά της διαχείρισής του, ο πιθανός στιγματισμός και η μείωση της σημαντικότητάς του από τους άλλους, δημιουργεί επιπλέον πόνο, αγωνία, απομόνωση, ακόμα και έντονα ψυχοσωματική συμπτωματολογία (που δεν διαφέρει από τα άλλα είδη πένθους) με πονοκεφάλους, ζαλάδα, ανορεξία, αϋπνία, σωματική κόπωση, στρες κλπ.  Πολλοί άνθρωποι που έρχονται αντιμέτωποι με ένα μη-κοινωνικά αποδεκτό πένθος, βρίσκουν παρηγοριά στο αλκοόλ, στη δουλειά, στις ναρκωτικές ουσίες, στο να προσπαθούν να συνδεθούν με άγνωστους μέσα από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, να συνδεθούν με ανθρώπους που δεν γνωρίζουν και που δεν θα τους αντιμετωπίσουν με προκατάληψη.  Πολλοί πενθούντες που βιώνουν ένα παραγνωρισμένο πένθος, τείνουν να μην ζητούν βοήθεια, να προσποιούνται ότι όλα είναι καλά, να κυκλοφορούν με μια μάσκα ευθυμίας και να ζουν, για όσο διαρκεί το πένθος τους αυτό, με καταπιεσμένα τα αισθήματα της λύπης και της στεναχώριας της απώλειάς τους. 

Αυτό το είδος πένθους είναι κοινωνικά κατασκευασμένο και επιβαλλόμενο – εάν η κοινωνία δεν έχει αφήσει χώρο για να πενθήσει, λόγου χάριν, ο άντρας ο ομοφυλόφιλος τον σύντροφό του, το πένθος θα φανεί προς τα έξω ως θυμός, κακία, αλαζονεία, οργή ή κατάθλιψη, απάθεια, απόσυρση αλλά όχι σαν πένθος μιας φυσιολογικής απώλειας όπως στην περίπτωση μιας ετεροφυλικής συντροφικής σχέσης (το πένθος μιας γυναίκας που χάνει τον σύντροφό της είναι κοινωνικά αποδεκτό, με άλλα λόγια, σε αντίθεση με το πένθος μιας ομοφυλόφιλης γυναίκας που έχασε την σύντροφό της).  Το να παραβρεθεί όλο το χωριό στην κηδεία της δασκάλας είναι κοινωνικά αποδεκτό και αναμενόμενο εκτός φυσικά του άντρα με τον οποίο είχε δεσμό και δεν παντρεύτηκε ποτέ ή την παράτησε για μια άλλη γυναίκα και την «στιγμάτισε».  Φυσικά κανένας στο χωριό δεν θα ρωτήσει και δεν θα ενδιαφερθεί για τον άντρα εκείνον και το δικό του αφανές, παραγκωνισμένο, μη-κοινωνικά αποδεκτό πένθος.

Πρόσφατες έρευνες συσχετίζουν την πανδημία του covid-19 με το αφανές πένθος – σύντομα, καταλήγουν τέτοιες έρευνες, θα έχουμε άτομα όλων των ηλικιών που θα έχουν βιώσει απώλειες λόγω της πανδημίας (και δεν αναφέρονται μόνο στους θανάτους αγαπημένων ανθρώπων) αλλά δεν θα έχουν βρει τον χώρο να τις πενθήσουν, δεν θα τους έχει δοθεί η ευκαιρία να το διαχειριστούν, δεν θα τους έχει επιτραπεί να το εξωτερικεύσουν.  Και τελικά θα ξεχειλίσουμε από παραγκωνισμένα πένθη που έχουν τη μορφή της κατάθλιψης, της οργής, του θυμού, του άγχους, της μοναξιάς και δεν θα τα αναγνωρίζουμε ως πένθη.

*Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας / ΥΠΠΑΝ




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










1127