Πένθος πέρα από κοινωνικές προσδοκίες και στερεότυπα


ΤΗΣ ΔΡΟΣ ΝΑΣΙΑΣ ΤΡΙΓΩΝΑΚΗ PhD*

Το πένθος είναι οικογενειακή υπόθεση.  Όταν ένα μέλος της οικογένειας πεθάνει, όλη η οικογένεια επηρεάζεται.  Μοιάζει με μια αλυσίδα που σπάει και ένας κρίκος της χάνεται και όλοι ψάχνουν να τον βρουν για να γίνει η αλυσίδα όπως ήταν πριν.  Όταν ο κρίκος δεν είναι πουθενά και δεν μπορεί κανένας να τον βρει, ο καθένας αντιδρά στην απώλεια αυτή με τον δικό του μοναδικό τρόπο.  Όταν πεθάνει ένα μέλος της οικογένειας, οι ρόλοι και οι υπευθυνότητες αλλάζουν, οι σχέσεις διαταράζονται, η επικοινωνία και οι δεσμοί ανάμεσα στους ζώντες αποκτάει άλλο νόημα και άλλον χαρακτήρα.  Η οικογένεια, με τη νέα της μορφή, προσπαθεί να κατανοήσει το κενό της απώλειας του θανόντος / της θανούσας, να αναδιοργανώσει τους ρόλους και τις ευθύνες του καθενός, να αποζημιωθεί με κάποιον τρόπο για αυτό που έχασε.  Αυτό είναι μια περίπλοκη διαδικασία αφού οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά διαφέρουν όχι μόνο βάσει προσωπικότητας και μοτίβων συμπεριφοράς αλλά και βάσει ηλικίας, εμπειριών, γνωστικών και συναισθηματικών λειτουργιών και κυρίως βάσει της σχέσης που είχαν με το άτομο που πέθανε.  Όταν πεθάνει ένα μέλος της οικογένειας, δεν αντιδρούν όλοι με τον ίδιο τρόπο, αν και η ίδια η οικογένεια, ο κοινωνικός περίγυρος, η κουλτούρα στην οποία ζουν αναμένει παρόμοιες ή και ίδιες αντιδράσεις πένθους στην απώλεια.  Πολλές φορές, μέλη της οικογένειας κατηγορούνται ή δέχονται αρνητική κριτική για τον τρόπο με τον οποίο εκφράζουν το πένθος τους, η συμπεριφορά τους παρερμηνεύεται και ίσως και να απομονώνονται εάν οι προσδοκίες των άλλων δεν ικανοποιούνται.

Όπως διαφέρουν οι άνθρωποι στο πως αντιδρούν στη χαρά, στην επιτυχία, στην αγάπη, στην απογοήτευση, στην αδικία, έτσι διαφέρουν και στο πως αντιδρούν στην γέννηση και στο θάνατο.  Κάποιοι αντιδρούν «εγκεφαλικά», κάνουν ερωτήσεις, αναζητούν απαντήσεις και επιχειρηματολογούν, αναλαμβάνουν τις πρακτικές διευθετήσεις της κηδείας, τρέχουν να κανονίσουν εκείνα τα θέματα που τους κρατούν απασχολημένους χωρίς να εξωτερικεύουν ή να δείχνουν με δάκρυα, με κλάμα, με φωνές και με σπαρακτικούς λυγμούς το πένθος τους.  Είναι οι άνθρωποι που «σκέφτονται», οι άνθρωποι που «εργαλειοποιούν» την μετά θάνατον  διαδικασία - κυρίως στην κατηγορία αυτή, όπως αναφέρουν οι έρευνες της κοινωνικής ψυχολογίας του πένθους , εμπίπτουν οι άντρες.  Είναι και εκείνοι οι άνθρωποι που θα κλάψουν έντονα, θα θρηνήσουν ανοιχτά, θα ρωτήσουν πολλές φορές «γιατί» και θα αναζητήσουν συναισθηματική στήριξη από φίλους, γνωστούς, συγγενείς και κάποια στιγμή από ψυχολόγους – η κοινωνική ψυχολογία καταλήγει ότι σε αυτήν τη «διαισθητική», «έντονα συναισθηματική» κατηγορία ανήκουν οι γυναίκες.  Τέλος, υπάρχει, κατά τα ερευνητικά γραφόμενα, μια τρίτη κατηγορία ανθρώπων , οι άνθρωποι που βρίσκονται σε μια εσωτερική σύγκρουση, μια γνωστική ασυμφωνία για το πώς «πρέπει» ή ποιος είναι ο «σωστός» τρόπος να πενθήσουν.  Αυτή η κατηγορία επηρεάζεται και περισσότερο, σε σχέση με τις άλλες δυο, από κοινωνικά και πολιτισμικά «έτσι είναι», «έτσι πρέπει», «δεν κάνει έτσι ένας άντρας» κλπ καθώς και στερεότυπα, προκαταλήψεις, στάσεις, πιστεύω που δεν έχουν να κάνουν με το ίδιο το άτομο αλλά με τις επιβολές της οικογένειας, της κοινωνίας, της θρησκείας.

Οι περισσότερες δυτικές κοινωνίες και πολιτισμοί διδάσκουν στα αγόρια ότι «πρέπει να είναι δυνατά», «να μην κλαίνε (σαν γυναικούλες)», «να είναι οι άντρες του σπιτιού (εάν έχει πεθάνει ο πατέρας)», «να φροντίζουν τα μικρότερα αδέρφια (επειδή έτσι κάνουν οι αληθινοί άντρες)» και άλλα παρόμοια.  Οι αληθινοί άντρες δεν κλαίνε, είναι δυνατοί, ξέρουν τι να κάνουν σε μια δύσκολη οικογενειακή στιγμή, τα διευθετούν και τα ταχτοποιούν όλα – αλλοίμονο!  Οι άντρες αναμένεται να κάνουν το συναίσθημα πράξη.  Αναμένεται να μην νιώθουν έντονα αλλά να δείχνουν με τις πράξεις τους ότι νοιάζονται.  Το να κλαίνε και να θρηνούν δεν είναι «σωστό» ούτε «αντρική δουλειά» - αυτά είναι για τις γυναίκες.  Εάν η γυναίκα δεν κλάψει, δεν ντυθεί στα μαύρα, δεν λιποθυμήσει, δεν ουρλιάξει, ο κόσμος μπορεί να πει «μα καλά αυτή δεν λυπάται για τον χαμό του άντρα της;», «δες την! Ούτε ένα δάκρυ δεν έχυσε…», «κλαίνε οι άλλοι και αυτή απαθής, αδιάφορη μου φαίνεται…» και άλλα πολλά (και χειρότερα).

Όταν μια οικογένεια πενθεί και κάποια μέλη αντιδρούν περισσότερο συναισθηματικά ενώ κάποιοι άλλοι εμπλέκονται σε πρακτικές διαδικασίες και διευθετήσεις, συγκρούσεις μπορεί να υπάρξουν.  Ο κίνδυνος του μη-συγχρονισμού των μελών στην εκδήλωση του πένθους, οι αντιθέσεις στο τι αναμένεται, τι επιβάλλεται και στο τι κάνει τελικά ο καθένας, το πώς ο καθένας ερμηνεύει, κατανοεί, νοηματοδοτεί τις αντιδράσεις των άλλων, η επικοινωνία ή η έλλειψη αυτής στην οικογένεια και τι σημαίνει για το κάθε άτομο, σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τις προκαταλήψεις του κάθε ατόμου, τα κοινωνικά στερεότυπα και τις προσωπικές αλλά και συλλογικές προσδοκίες.  Η προσωπική μου εμπειρία μου έχει δείξει και άντρες που κλαίνε και θρηνούν ανοιχτά και γυναίκες που αναλαμβάνουν το πρακτικό κομμάτι των διευθετήσεων, άντρες που δεν έχουν το κουράγιο να αναλάβουν ούτε το πιο μικρό κομμάτι της πρακτικής ευθύνης όπως και γυναίκες που δεν αφήνουν κανέναν άλλον να αναλάβει  το οτιδήποτε, γυναίκες που δεν θα κλάψουν, θα φανούν ψύχραιμες ή και συναισθηματικά απόμακρες - άντρες και γυναίκες που έχουν κατηγορηθεί ότι είναι «λάθος», «δεν λυπούνται αρκετά», «δεν τους νοιάζει».  Λίγοι όμως από αυτούς που κατηγορούν, κατακρίνουν, στραβοκοιτάζουν, μειδιούν, θα μπουν στη διαδικασία να σκεφτούν τις δικές τους προκαταλήψεις, τις δικές τους προσδοκίες, τα δικά τους πιστεύω πριν καν προσπαθήσουν να ερμηνεύσουν το πένθος και τις αντιδράσεις σε αυτό των άλλων.

*Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας / ΥΠΠΑΝ




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










1069