Συναισθηματική ανάπτυξη στη νηπιακή και παιδική ηλικία


ΤΗΣ ΝΑΣΙΑΣ ΤΡΙΓΩΝΑΚΗ*

Μεγαλώνοντας τα παιδιά αναπτύσσονται τόσο βιολογικά όσο και ψυχικά.  Η ψυχική διάσταση της ανάπτυξης του παιδιού περιλαμβάνει την κίνηση, την επικοινωνία, την κοινωνικοποίηση αλλά και το συναίσθημα. Οι έρευνες της εξελικτικής ψυχολογίας έχουν τεκμηριώσει την σημασία της συναισθηματικής ανάπτυξης του ατόμου από την βρεφική ηλικία και το πόσο καθοριστική είναι για την πορεία του παιδιού προς την ενηλικίωση.

Μετά τους πρώτους 24 μήνες της βρεφικής ηλικίας, το νήπιο έχει πιο ανεπτυγμένο εγκέφαλο και αρχίζει να δίνει νόημα σε αυτά που βλέπει γύρω του, στις εμπειρίες και στα γεγονότα που διαδραματίζονται και στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους.  Ενώ ως τα 2 του χρόνια το παιδί έδειχνε κάποια συναισθήματα κυρίως με το κλάμα ή με το γέλιο του, τώρα και λόγω της ανάπτυξης του λόγου και της ομιλίας είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει λέξεις για να εκφράσει τι θέλει και τι δεν θέλει, τι του αρέσει και τι όχι, με ποιόν θέλει να παίξει και με ποιόν δεν θέλει.  Αναγνωρίζει καλύτερα τις αντιδράσεις των άλλων στα δικά του συναισθήματα (πχ η μαμά θύμωσε επειδή κλαίω) και εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια αυτοκριτικής και αυτοαξιολόγησης (πχ να σταματήσω να φωνάζω γιατί η γιαγιά δυσανασχετεί). 

Η νηπιακή ηλικία είναι ηλικία ορόσημο αφού πολλά παιδιά πηγαίνουν σε παιδικό σταθμό ή σε προνηπιακή τάξη και αναγκαστικά αρχίζει η κοινωνική συναναστροφή με συνομηλίκους, η κατανόηση κοινωνικών κανόνων και η επιπτώσεις όταν αυτοί δεν τηρούνται.  Τα νήπια αρχίζουν να δείχνουν συμπάθεια ή αντιπάθεια σε άλλα παιδιά ή ακόμα και σε νηπιαγωγούς ή άτομα πέραν της πυρηνικής τους οικογένειας και τα συναισθήματα μπορεί να αλλάζουν ανάλογα με τις συμπεριφορές του περιβάλλοντος και των ατόμων σε αυτό.  Η απομάκρυνση αυτή καθαυτή από τη μητέρα ή τον παππού και την γιαγιά που μέχρι τότε τα φρόντιζαν, δημιουργεί συναισθήματα άγχους, φόβου, ανασφάλειας σε πολλά νήπια και η αντίδραση μπορεί να είναι κλάμα, απομόνωση, απόσυρση, μειωμένη λήψη τροφής, κατακράτηση ούρων ή παλινδρόμηση στις σωματικές κενώσεις.  Πολλά νήπια δεν κοιμούνται τα βράδια ή δεν αφήνουν το χέρι της μητέρας τους το πρωί έξω από το νηπιαγωγείο. 

Φυσικά υπάρχουν και νήπια που δεν δυσκολεύονται συναισθηματικά να μεταβούν στο νηπιαγωγείο ή να περάσουν όμορφα εκεί – η διαφορά στις δυο αυτές ομάδες νηπίων είναι στο πόσο προετοιμασμένα είναι τα μεν και πόσο απροετοίμαστα τα δε.  Όσο πιο έντονους συναισθηματικούς δεσμούς έχει το νήπιο με τους γονείς και τον παππού / γιαγιά, τόσο πιο μεγάλη θα είναι η συναισθηματική του αντίδραση στο νηπιαγωγείο λόγω της έντασης του άγχους και της ανασφάλειας που θα βιώνουν εκτός του οικείου περιβάλλοντος της οικογένειας.  Στη νηπιακή ηλικία τα παιδιά μαθαίνουν θα εκφράζουν και δευτερεύοντα συναισθήματα πχ απογοήτευση, έκπληξη, δυσαρέσκεια, αλλά μαθαίνουν να κρύβουν και κάποια συναισθήματα διαμορφώνοντας έτσι σταδιακά το «εγώ» τους. 

Από τα 2 λοιπόν χρόνια και κατά τη διάρκεια της νηπιακής ηλικίας τα παιδιά φαίνεται πως

  • Αναγνωρίζουν καταστάσεις και αντιδρούν συναισθηματικά σε αυτές
  • Αναγνωρίζουν ότι τα δικά τους συναισθήματα μπορεί να διαφέρουν από τα συναισθήματα των άλλων
  • Αναπτύσσουν στρατηγικές συναισθηματικής ρύθμισης
  • Επιδεικνύουν περισσότερα συναισθήματα, τα ονοματίζουν και εξηγούν το λόγο για αυτά
  • Αρχίζουν να αναγνωρίζουν ότι κάποια συναισθήματα μπορεί να είναι αλληλοσυγκρουόμενα και αυτό τους μπερδεύει
  • Αναπτύσσουν συναισθηματικό λεξιλόγιο για κάθε περίσταση και το συνδέουν με γεγονότα
  • Αρχίζουν να αναπτύσσουν πιο σύνθετα συναισθήματα όπως πχ αυτό της ντροπής

Οι διεργασίες αυτές δεν είναι εύκολες και είναι η προετοιμασία για την εξελικτική πορεία των παιδιών στα συναισθήματά τους και την περαιτέρω ανάπτυξη αυτών καθώς αφήνουν τη νηπιακή και μεταβαίνουν στην παιδική / σχολική ηλικία.  Από τα 5 μέχρι τα 7 του περίπου χρόνια το παιδί χρησιμοποιεί το παιχνίδι για να εκφράσει συναισθήματα είτε ευχάριστα ή οδυνηρά.  Μέχρι τη Β΄ τάξη του δημοτικού αναμένουμε ότι ένα τυπικά αναπτυσσόμενο παιδί μπορεί να δρα και να συμπεριφέρεται βάσει κοινωνικών κανόνων, να κατανοεί την δράση-αντίδραση στα δικά του συναισθήματα αλλά και στων άλλων ανθρώπων, να αυτορυθμίζεται όταν βρεθεί κάτω από πίεση ή σε ένταση, να εξηγεί και να ερμηνεύει το «γιατί κάνει έτσι αφού συνέβη αυτό».  Σε αυτή την ηλικία τα παιδιά αρχίζουν να εκφράζουν και άλλα συναισθήματα όπως πχ υπερηφάνεια, ζήλεια, ενοχή – και σιγά σιγά αρχίζουν να μαθαίνουν ότι κάποια συναισθήματα τα καταπιέζουμε και επειδή δεν είναι σωστό να τα δείχνουμε στους άλλους αλλά και ως τρόπο επιβίωσης.  Το παιδί δηλαδή αρχίζει να μαθαίνει να προσποιείται. 

Πριν την εφηβεία, στις ηλικίες από 7 έως περίπου 12 ετών (δηλαδή μέχρι περίπου το τέλος του δημοτικού), τα συναισθήματα είναι πλέον πολύπλοκα και περίπλοκα.  Εδώ αρχίζει να αναπτύσσεται και η ενσυναίσθηση, η ικανότητα να αντιλαμβάνονται και να συμμερίζονται τα συναισθήματα των άλλων. 

Σε αυτή την ηλικία δεν παίζει ρόλο μόνο «ποιος νιώθει τι» αλλά οι μορφασμοί και οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο καθένας για να εκφράσει συναισθήματα, η ηλικία του άλλου, η θέση που κατέχει το άλλο άτομο αλλά και οι αντιδράσεις του.  Παίζει ρόλο η ιδιοσυγκρασία, οι αξίες και τα πιστεύω του καθενός.  Παίζει ρόλο η όποια ασθένεια, αναπηρία, ειδική ικανότητα του κάθε ατόμου.  Σε αυτή την ηλικία ο όρος «συναίσθημα» γίνεται πολυεπίπεδος και επηρεάζεται από πολλές παραμέτρους που στις πλείστες των περιπτώσεων ξεφεύγουν από τον έλεγχο του παιδιού.  Το παιδί δεν μπορεί να γνωρίζει ούτε να ελέγχει τα πάντα για τους συνομηλίκους ή τους ενήλικες στο περιβάλλον του και έτσι η δική του συναισθηματική αντίδραση στο άγνωστο έχει ένα ρίσκο – το ρίσκο του να είναι αποδεκτή ή μη αποδεκτή με τις ανάλογες συνέπειες και επιπτώσεις.  Γι’  αυτό το παιδί αναπτύσσει μηχανισμούς αυτοπροστασίας, αυτορρύθμισης, αυτοκριτικής, προσποίησης, αποφυγής ή και απομάκρυνσης για να επιβιώσει σε έναν συναισθηματικά περίπλοκο κόσμο.

*Υπηρεσία  Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας / Υπουργείο Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας (ΥΠΑΝ)




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










3931