ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ*
Εκτός από τη μετάβαση από το δημοτικό στο γυμνάσιο, περίπου την ίδια περίοδο συντελείται και μια άλλη, εξίσου σημαντική μετάβαση: το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση. Αυτή η περίοδος ονομάζεται εφηβεία.
Ετυμολογικά, η λέξη εφηβεία προέρχεται από το επί και Ήβη. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, η Ήβη θεωρείτο η θεά της νεότητας και της ζωντάνιας όπως και οι πλείστοι έφηβοι είναι γεμάτοι ζωντάνια, δύναμη και ενθουσιασμό.
Το σημαντικότερο βέβαια χαρακτηριστικό της εφηβείας είναι το «ξύπνημα» της σεξουαλικότητας. Παρατηρούμε το παιδικό σώμα, καθώς κατακλύζεται από ένα «τσουνάμι» ορμονών, να αλλάζει δραματικά και να μετατρέπεται σταδιακά σε σώμα ενηλίκου, έτοιμο για αναπαραγωγή. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που τους έφηβους απασχολεί πολύ το σώμα και η εμφάνισή τους.
Η γνωστή ψυχαναλύτρια Φρανσουά Ντολτό, λέει ότι η εφηβεία μοιάζει με το «Δράμα του αστακού»: όπως όταν ο αστακός μεγαλώνοντας αποβάλλει το εξωτερικό σκληρό του περίβλημα το οποίο δεν τον χωράει πια και μέχρι να φτιάξει καινούργιο παραμένει εκτεθειμένος, έτσι και ο έφηβος βρίσκεται «ευάλωτος» και «τρωτός» μπροστά στις «απειλές» της περιόδου αυτής, καθώς δεν έχει ακόμη δημιουργήσει τις άμυνές του.
Οι έφηβοι βιώνουν ευχάριστα συναισθήματα όπως ο αυθορμητισμός, η τολμηρότητα και η περιέργεια. Συχνά βιώνουν και δυσάρεστα συναισθήματα όπως το άγχος, η ντροπή και η στενοχώρια. Τα συναισθήματα είναι τόσο έντονα στους εφήβους που πολλές φορές τους παρασύρουν σε φαινομενικά παράλογες και παρορμητικές συμπεριφορές. Ένας από τους λόγους που συμβαίνει αυτό είναι επειδή το τμήμα του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνο για τη λήψη αποφάσεων με βάση τη λογική (προμετωπιαίος φλοιός) δεν είναι πλήρως ανεπτυγμένο στην εφηβεία ενώ, αντίθετα, το κέντρο που είναι υπεύθυνο για τα συναισθήματα (αμυγδαλή) αναπτύσσεται ραγδαία κατά τη συγκεκριμένη περίοδο.
Σαφώς, οι έντονες αλλαγές που βιώνουν σε βιολογικό, γνωστικό και κοινωνικό επίπεδο μπορούν να εξηγήσουν πολλά από αυτά που παρατηρούμε στους εφήβους. Όμως για να σκιαγραφήσουμε καλύτερα τη ψυχοσύνθεση των παιδιών αυτής της ηλικίας, είναι σημαντικό να θυμόμαστε δύο βασικές, από ψυχολογικής πλευράς, ανάγκες που έχουν. Η πρώτη είναι η επιθυμία τους να ανήκουν σε ομάδα συνομηλίκων. Απομακρύνονται έτσι από την «ασφυκτική αγκαλιά» των γονέων επιζητώντας την επαφή και την αποδοχή της παρέας, η οποία έχει πλέον κεντρικό ρόλο στη ζωή τους. Οι γονείς μπορεί να νιώθουν «προδομένοι» αλλά θα πρέπει αποδεχθούν τη νέα συνθήκη παραμένοντας συναισθηματικά κοντά στο παιδί τους, το οποίο θα δοκιμασθεί μέσα από τις σχέσεις που θα αναπτύξει.
Η δεύτερη βασική ανάγκη των εφήβων είναι να δημιουργήσουν τη δική τους ταυτότητα. Στην προσπάθεια τους να ανακαλύψουν ποιοι είναι και τι τους ταιριάζει, θα αμφισβητήσουν την αυθεντία και την εξουσία που, στα μάτια τους, συνήθως εκπροσωπούν οι γονείς και οι καθηγητές τους. Η επαναστατικότητα, ωστόσο, η οποία συνήθως εκφράζεται με σύγκρουση είναι κάτι το υγιές γιατί οδηγεί στην αυτονόμηση, που είναι και το ζητούμενο. Άρα οι γονείς και οι καθηγητές καλούνται να διαχειριστούν την επιθετικότητα του εφήβου, που μπορεί να μεταφράζεται σε πρόκληση έντασης, ανυπακοή και ειρωνεία και να αποφεύγουν να τον αντιμετωπίζουν ανταγωνιστικά, μιμούμενοι το ύφος του. Εναλλακτικά, θα βοηθούσε η κατανόηση, η ψυχραιμία και το χιούμορ.
Πέραν των παραπάνω, τα παιδιά στην εφηβεία χρειάζονται τα στηρίγματα των ενηλίκων γύρω τους για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις και να αποδώσουν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους. Ίσως το πιο σημαντικό για τους γονείς είναι να παραμείνουν συνδεδεμένοι με τα παιδιά τους μέσα από την καλλιέργεια σχέσης αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Τρία σημαντικά “κλειδιά” για τη διατήρηση σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ γονέα και εφήβου, είναι τα εξής:
Πρώτο, είναι πολύ βοηθητικό ο γονιός να επικοινωνεί εποικοδομητικά με το παιδί του από μικρή ηλικία αλλά ειδικά όταν βρίσκεται στην εφηβεία. Κυρίως, να ακούει περισσότερο και να μιλάει λιγότερο. Η καλή σχέση με το παιδί χτίζεται όταν ο γονιός δίνει προσοχή στα λόγια και στη “γλώσσα του σώματος” του, αφουγκράζεται τις ανάγκες και τα συναισθήματά του και τα καθρεφτίζει πίσω σε αυτό. Καλύτερα λοιπόν να αποφεύγει να δίνει («στο πόδι») συμβουλές, να το «διορθώνει» ή να επικρίνει τα λεγόμενά του.
Δεύτερο, ο γονιός θα πρέπει να συνεχίσει να θέτει όρια γιατί παρόλο που το παιδί μεγαλώνει, εξακολουθεί να τα έχει ανάγκη. Αυτό που πρέπει να αλλάξει σε αυτή την ηλικία είναι η προσέγγιση του γονιού. Δεν αρέσει στους εφήβους να νιώθουν ότι τους επιβάλλονται όροι και κανόνες καταπιεστικοί. Με λίγα λόγια, το μήνυμα που θα πρέπει να στέλνει ο γονέας είναι: «Δεν σου το απαγορεύω, σου το επιτρέπω αλλά υπό προϋποθέσεις». Για παράδειγμα, «Δεν σου απαγορεύω να πας βόλτα με τους φίλους σου αλλά θέλω να γνωρίζω με ποιους θα πας, που θα βρίσκεσαι και τι ώρα θα επιστρέψεις». Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα από επιχειρήματα και διαπραγμάτευση αλλά ταυτόχρονα, σταθερότητα και συνέπεια στις αποφάσεις που θα παρθούν. Η αμοιβαία εμπιστοσύνη χτίζεται μέσα από την από κοινού τήρηση των συμφωνιών.
Τρίτο, ο γονιός χρειάζεται να προσφέρει υποστήριξη και ενθάρρυνση στο παιδί, άνευ όρων. Οι έφηβοι θέλουν να νιώθουν τους γονείς τους πλάι τους ακόμη και όταν δεν είναι «καλά» παιδιά ή άριστοι μαθητές. Με τα «ανοίγματα» που κάνουν μεγαλώνοντας, σίγουρα θα έχουν αστοχίες και θα βιώσουν αποτυχίες. Οι γονείς καλούνται να ενεργούν σαν το «δίκτυ» προστασίας στις «ακροβασίες» των παιδιών τους.
Εν κατακλείδι, η εφηβεία είναι μια περίοδος γεμάτη προκλήσεις για το παιδί που μεγαλώνει, ωστόσο, δεν χρειάζεται απαραίτητα να είναι τόσο δύσκολη φτάνει να υπάρχουν τα κατάλληλα στηρίγματα από τους σημαντικούς ενήλικες γύρω του.
*Εκπαιδευτικός Ψυχολόγος
Yπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας
ΥΠΑΝ