Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική


ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

(Υπουργου Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας) 

Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική, γράφει ο ποιητής.  Στις αμμουδιές του Ομήρου.  Στις ίδιες αυτές αμμουδιές, όπου για χιλιάδες χρόνια ακτινοβολεί το δημιουργικό πνεύμα ανθρώπων που ζητούν να είναι ελεύθεροι, και αναζητούν το κάλλος του πολιτισμού. «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;» λέει ο Διονύσιος Σολωμός απευθυνόμενος στον σοφολωγιότατο και οριοθετεί την ουσία του διαφωτισμού που ενέπνευσε στις εποχές εκείνες την αναγέννηση, τον σηκωμό του νέου Ελληνισμού.  Πνευματικό κύμα και ρεύμα σκέψης στο οποίο και η ελληνική κοινωνία της Κύπρου οφείλει τη σύγχρονη κοινωνική συγκρότηση και την ανάπτυξη της από το δεύτερο ήμισυ του 19ου και μέσα στον 20ο αιώνα.

Η ιστορία του Ελληνισμού μέσα στον κόσμο, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε, ότι είναι η ιστορία της γλώσσας μας.  Με τα υψηλά επιτεύγματα, τα ομηρικά έπη που για πολλούς αιώνες ήταν στον δυτικό κόσμο βάση εκπαίδευσης, αλλά και τη σύγχρονη δημιουργία ενός Σεφέρη ή ενός Ελύτη.  Με τη γλώσσα που επέτρεψε τη διεθνή διάδοση και την ανάπτυξη των πατερικών κειμένων και του χριστιανικού ανθρωπισμού εν γένει.  Με τις στέρεες όσο και ανυπέρβλητες παρακαταθήκες της φιλοσοφίας, της ρητορικής, του θεάτρου, της κλασικής εποχής, αλλά και τη διεθνή επιστημονική και λόγια ορολογία που καθιερώνει κατά κανόνα με ελληνικούς όρους βήματα προόδου και στέρεες αποδόσεις υψηλών νοημάτων εις το διηνεκές μέσα στην ιστορία του πνεύματος.  Όπως, βεβαίως, στον αντίποδα, η κοινωνική ιστορία της γλώσσας σε δύσκολες στιγμές παθών, όπως στην πολεμική και συγκρουσιακή αναμέτρηση καθαρευουσιάνων και δημοτικιστών κ.ο.κ.

Η γλώσσα δεν είναι απλώς κώδικας επικοινωνίας.  Ως γνωστό, είναι κάτι πολύ περισσότερο. Είναι πεδίο σκέψης και λογισμού, εξελίσσεται ως διαδικασία συλλογικής σοφίας.  Εκτός από κιβωτός συλλογικής μνήμης, είναι αειθαλές εφαλτήριο πνευματικής αναζήτησης και μέτρο αισθητικής παιδείας.  Την ίδια ώρα που κοιτάς να δεις τον Παρθενώνα - και τα μάρμαρα που δυστυχώς ακόμα λείπουν στο Λονδίνο – την ίδια ώρα που με δέος αντικρύζεις την κατεχόμενη ακρόπολη της Κύπρου στη Σαλαμίνα, συνειδητοποιείς ότι για κάποιους λόγους δεν είναι τυχαίο που λέμε στα ελληνικά «φιλότιμο» και αυτή η έννοια δεν έχει λέξη αντίστοιχη για μετάφραση σε άλλη γλώσσα.  Όπως όταν χρειάστηκε νεοτερισμός και οι Έλληνες απέκτησαν δικό τους κράτος, είπαν υπουργός αντικαθιστώντας το προσωρινό δάνειο «μινίστρος».  Αυτή η έννοια, υπόλογος υπό – το έργον, υπόλογος για έργο όχι τόσο αξιωματούχος όσο λειτουργός της Δημοκρατίας, υπεύθυνος για έργο απέναντι στον λαό, μαρτυρά τη συλλογική πνευματική δημιουργία, τη συνεχή προσαρμογή που κάνει τη γλώσσα ταυτόσημη με την ιστορία μιας κοινωνίας.  Και για να μην παρεξηγηθώ που αναφέρομαι σε αυτό το παράδειγμα και τον όρο που με αφορά προσωπικά, παρακαλώ ας σκεφτούμε λίγο ένα από τα εξαίσια δείγματα στην κυπριακή διάλεκτο της ελληνικής γλώσσας:  συντυχάνω, συν – τυγχάνω, αποδίδει το ρήμα συνομιλώ.  Ας σημειώσουμε πόσο δυνατή είναι η έννοια, η ομιλία, ο διάλογος είναι μοίρα, κοινή τύχη!  Η γλώσσα, η επιλεκτική χρήση και ειδική σύνθεση μιας λέξης αποδίδει τρόπο θέασης της κοινωνικής σχέσης.  Συγκινητικά βαθειά, πολύ δυνατή έννοια.  Ο κοινός δεσμός, η συσχέτιση των ανθρώπων εν κοινωνία αποτυπώνεται σε ρήμα που μαρτυρά συλλογική θέληση δεσμού και σοφία κοινωνίας: συντυχάνω.  Άμα μιλώ, επι – κοινωνώ, έχω την προϋπόθεση δεσμού με τον Άλλο, τον συνάνθρωπο, έχω κοινή επομένως τύχη. Αυτό ως δείγμα για την κοινή εμπειρία και τη συλλογική σοφία που μεταφέρεται με τη γλώσσα.

Μην παρεξηγήσουμε όμως τέτοιες αναφορές.  Τέτοια παραδείγματα και δρόμοι σκέψης για το απόθεμα και τη λειτουργία της γλώσσας μας δεν είναι ισχυρισμός ούτε μοναδικότητας ούτε, βεβαίως, κάποιας ιεράρχησης και «ανωτερότητας».  Όχι, δεν υπάρχει ανάγκη καμία για τέτοιες σκέψεις και συγκρίσεις.  Η ελληνική είναι δεσμός δικής μας οικειότητας, συνάφειας και αυτό είναι αρκετό.  Είναι, τρόπον τινά, οριοθέτηση του δικού μας κόσμου, ενός οικείου σύμπαντος – για να θυμηθούμε και τις τόσο φημισμένες παρακαταθήκες του Βίτγκενσταϊν – μέσα από το οποίο και πάλι στους άλλους, στον υπόλοιπο κόσμο θα ανοιχτούμε.

Αφού η αναφορά έγινε, ας θυμηθούμε το πολύ δυνατό και τόσο συζητημένο αξίωμα του περίφημου αυστριακού φιλοσόφου Λούντβιχ Βίτγκενστάϊν «τα όρια του κόσμου μου, είναι τα όρια της γλώσσας μου».  Ή, ακόμα, «τα όρια της σκέψης μου είναι τα όρια της γλώσσας μου».  Η γλωσσική παιδεία ορίζει ένα σύμπαν, ένα κόσμο, ένα χώρο γνώσης, στοχασμού και διαίσθησης, όχι τόσο για τον καθένα χωριστά, αλλά και συλλογικά, νομίζω.  Οριοθετεί πάντως τη σκέψη, την αντίληψη.  Και αυτό έχει θεμελιακή σημασία για την αξία της γλώσσας. 

Με πρόταγμα την ανάγκη να θεωρήσουμε στη σύγχρονη ζωή τη γλώσσα ως αξία, αναφέρομαι ήδη στην προτροπή του Γ. Μπαμπινιώτη.

Υπενθυμίζω αναφορά του καθηγητή Μπαμπινιώτη, πατριάρχη πλέον των σπουδών γλωσσολογίας (και όχι μόνο), ό οποίος από δεκαετίες τώρα, αναφερόμενος στην τρισχιλιετή ιστορία της ελληνικής λαλιάς στην Κύπρο, έγραφε «Τρεις χιλιάδες χρόνια ζωντανής Ελληνικής γλώσσας στο νησί, μιας γλωσσικής παράδοσης, που αποτελεί εθνική ταυτότητα μαζί και διαβατήριο για την πολιτιστική κοινότητα της Ευρώπης, μιας γλωσσικής παράδοσης, που πρέπει να είναι καμάρι του κυπριακού ελληνισμού, αλλά και μόνιμη έγνοια του να τον διατηρήσει ως “κόρην οφθαλμού”».

Γιατί, όπως πλήρως συνειδητοποιημένος έγραψε ο μεγάλος ποιητής μας, Κώστας Μόντης, «Ελάχιστοι μας διαβάζουν.  Ελάχιστοι ξέρουν τη γλώσσα μας, μένουμε αδικαίωτοι και αχειροκρότητοι σ’ αυτή τη μακρινή γωνιά, όμως αντισταθμίζει που γράφουμε Ελληνικά».

Συχνά βλέπω γύρω ανθρώπους να ανησυχούν ή και να αγωνιούν ακόμα για τη σημερινή γλωσσική παιδεία και τη χρήση και εκφορά του λόγου.  Ιδιαίτερα μέσα σε ένα κοινωνικό περίγυρο που εν πολλοίς ορίζεται από τη δημόσια αλλά και πάλι έντονα εξατομικευμένη επικοινωνία στους λεγόμενους χώρους κοινωνικής δικτύωσης.  Εκεί δεν αποτυπώνεται μόνο έλλειμμα παιδείας και φροντίδας για τη γλώσσα ή και πρόδηλη αισθητική ασχήμια, αλλά, όπως είχε ήδη επισημάνει ο Σεφέρης, «μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες».  Ναι, ανησυχητικό έως και συχνά καταθλιπτικό το γλωσσικό τοπίο.  Δείγματα αδιαφορίας μαζί και άγνοιας και μια κυρίαρχη συχνά ακηδία.  Ωστόσο, για να είμαστε σαφείς, δεν είναι η γλώσσα που πάσχει ή «κινδυνεύει».  Όχι ακριβώς.  Ο ασύνταχτος και ανερμάτιστος γλωσσικός περίγυρος είναι και δείγμα προβληματικής πνευματικής συγκρότησης.  Κι αυτό ίσως περισσότερο προβληματίζει.  Γιατί, όπως το είπε απ΄ την αρχή ο Πλάτων και το επιβεβαίωσε συστηματικά ένας Saussure, γλώσσα και σκέψη δεν χωρίζονται.  Έλεγε και πάλι, το 1993, ο καθηγητής Μπαμπινιώτης, ότι «η γλώσσα (μιλάω για τη μητρική γλώσσα), η γλώσσα κάθε ανθρώπου δεν είναι ένας απλός μηχανισμός συνεννοήσεως, αλλά η ίδια του η ύπαρξη, η διαχρονική παρουσία και η συνείδησή του, το είναι και το γίγνεσθαι κάθε ατόμου, κάθε κοινωνίας, κάθε έθνους, κάθε λαού».

Μπορεί κάποιοι να ευτελίζουν το θέμα ή να προβάλλουν την αυταπάτη πως η όποια χρήση γλώσσας – έστω και πρόσμικτης ή ατομικά αυτοσχέδιας – αρκεί εφ’ όσον έτσι επικοινωνούν.  Για τα «πρακτικά» ίσως.  Επικοινωνούν με ελάχιστο κώδικα, δεν κοινωνούν όμως στο απόθεμα της πνευματικής συγκρότησης και της συλλογικής σοφίας ή ακόμα και αισθητικής του τόπου, του λαού, της ιστορικής συνέχειας.

Γι’ αυτό, λοιπόν, δεν χρειάζεται κάποια προσέγγιση «άμυνας».  Όχι. Χρειάζεται προβληματισμός όχι για τη γλώσσα, αλλά για την ικανότητα και τη δυνατότητα που δίνουμε πράγματι στους νέους μας.  Κι όταν μιλάμε για νέους, εννοούμε πια μέσα από αρκετά χρόνια αμέλειας και τους όχι και τόσο νέους.  Εν πάση περιπτώσει, νομίζω, ότι ξεπροβάλλει καθημερινά η ανάγκη για ενίσχυση της γλωσσικής παιδείας.

Προβληματίζει η διαπίστωση ότι στο σημερινό κόσμο, με τόσες υλικές και τεχνολογικές δυνατότητες, δεν δίνεται η ευκαιρία να γνωρίζουν επαρκώς, να συναισθανθούν και να κατακτήσουν τη γλωσσική κληρονομία ως νήμα συλλογικού πεπρωμένου, σοφίας και υψηλής αισθητικής.  Τους στερούμε τη δυνατότητα να μυηθούν σε ένα υπέροχο κόσμο.

Επομένως, μια σύγχρονη και πραγματικά ενημερωμένη προσέγγιση είναι αναντίλεκτα να ενισχύσουμε τη γλωσσική παιδεία.  Τόσο μέσα στο σχολείο, όσο και ευρύτερα.  Και να αναδείξει αυτή η κοινωνία την ελληνική γλώσσα ως αξία.  Την αξία που είναι και που μπορεί να είμαστε και εμείς μαζί.  Αρκεί να το μάθουμε.  Να το συνειδοτοποιήσουμε και να γιορτάζουμε στην ομιλία, στη σκέψη, στη διανόηση τη χαρά και την πνευματική πληρότητα.

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










2237