Δρυός πεσούσης…


ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΙΚΕΛΛΙΔΗ*

   Η άσκηση εξουσίας – είτε μέσω πολιτικής δύναμης είτε οικονομικής επιφάνειας είτε έντονης δημοσιότητας λόγω καλλιτεχνικών ή αθλητικών ή άλλων επιδόσεων – οδηγεί συχνά πολύ κόσμο στο περιβάλλον του κατέχοντα την εξουσία. Είναι ίδιον του ανθρώπου να επιδιώκει να βρίσκεται κοντά σ’ εκείνους που έχουν δύναμη. Έτσι πιστεύουν ότι αντλούν κι εκείνοι από τη δύναμη εξουσίας που κατέχουν οι περί ου ο λόγος ασκούντες εξουσία. Ή ότι μέρος της αίγλης του αστέρα αντανακλά και στους ίδιους.

   Ηδονίζονται να μιλούν σε συνάξεις φίλων για κάτι που έκαναν ή είπαν με τον τάδε (αναφέροντάς τον με το μικρό του όνομα) ή να περιγράφουν κάποια έξοδο με τον ή τη δείνα (να και πάλι το μικρό όνομα του πολιτικού, του επιχειρηματία, του καλλιτέχνη). Και βεβαίως δυσκολεύεσαι λίγο να αντιληφθείς πως όταν στην κουβέντα απάνω ρίχνουν το μικρό ή υποκοριστικό όνομα κάποιου εννοούν τον πρόεδρο του κράτους ή ενός κόμματος ή κάποιου βουλευτή, δημάρχου, τραγουδιστή κ.ο.κ. Τους βλέπεις σε συνεντεύξεις – αν πρόκειται για καλλιτέχνες μικρής εμβέλειας – να μιλούν για τη φιλία τους με τον Μάνο και να εκστασιάζονται. Κι εννοούν τον Χατζιδάκι κι είναι αμφίβολο αν αντάλλαξαν με τον μεγάλο μουσουργό μια απλή κουβέντα κάποτε! Η αίγλη όμως του μεγάλου συνθέτη ξέρουν πως δίνει αξία στη δική τους περιορισμένη ή ανύπαρκτη αξία. Με τον ίδιο τρόπο άλλοι αναφέρονται στη στιχομυθία τους που είχαν (;) με κάποιο τέως πρόεδρο ή άλλο ηγέτη που βεβαίως πλέον δεν είναι στη ζωή για να ξέρουμε, αν όντως έγινε μια τέτοια στιχομυθία!

   Είναι κάποιοι που έτσι και απευθύνουν ένα «γεια» σ’ έναν πολιτικό ή καλλιτέχνη που έτυχε να τον δουν σε μια συγκέντρωση ή σε μια παράσταση κλπ νομίζουν πως έχουν γίνει και αυτοκόλλητα φιλαράκια. Και κατορθώνουν με το πες και πες κάποια πράγματα να πιστέψουν κι οι ίδιοι όλα όσα λένε. Υπάρχουν βέβαια, ιδιαίτερα στο χώρο της πολιτικής, άνθρωποι που όντως πλησιάζουν πολιτικά πρόσωπα. Βρίσκονται συνεχώς στον περίγυρό τους, τους υπηρετούν με θέρμη, τους υποστηρίζουν όπου και όπως μπορούν. Και βεβαίως δεν διστάζουν να ζητούν απ’ αυτούς μικρές εκδουλεύσεις - ενίοτε και μεγαλύτερες. Κάποιες φορές στην προσπάθειά τους να προβάλουν σε συγγενείς και φίλους την σημαντικότητά τους, αφού γνωρίζουν τον αρχηγό του κόμματος ή τον χι βουλευτή ή έχουν την ψι βαρύτητα στο ίδιο το κόμμα ή είναι κολλητοί φίλοι με το δήμαρχο, δεν διστάζουν να ζητούν μικρές εξυπηρετήσεις, όπως λένε εκλεπτυσμένα το ρουσφέτι! Για τους ίδιους η ανταπόκριση του πολιτικού ή του κόμματος που υπηρετούν στις εκδουλεύσεις που θέλουν αποτελεί αυτονόητο «κεκτημένο». Και κάπως έτσι εκμαυλίζεται ανεπαίσθητα ο δημόσιος μας βίος. Σε κάθε περίπτωση εκείνο που μετρά είναι η προσκόλληση, σαν βδέλλες, των ανθρώπων αυτών στα άτομα της εξουσίας.

   Πολλές φορές βλέποντας συγκεκριμένους ανθρώπους να συνωστίζονται γύρω από έναν πολιτικό διερωτάται - όποιος μπορεί να σκεφθεί ακόμη νηφάλια και  χωρίς παρωπίδες  – τι σκέφτεται άραγε ο ίδιος ο πολιτικός άνδρας; Το χαίρεται; Κολακεύεται; Νιώθει ότι έτσι εδραιώνεται ή έστω επιβεβαιώνεται η εξουσία του; Πιστεύει πράγματι ότι όλοι αυτοί γύρω του τον αγαπούν και τον θαυμάζουν; Κι αν το πιστεύει γιατί δεν διερωτάται πού ήταν όλοι αυτοί προτού γίνει «κάποιος»; Χρειάζεται μεγάλη αυτοσυγκράτηση από έναν πολιτικό πρόσωπο για να μην «ψωνιστεί», να μην τον καταβάλει η αλαζονεία της εξουσίας βλέποντας όλους αυτούς να κάνουν ουρές έξω απ’ το γραφείο του.

 Αλλά γιατί να περιορίζουμε τις σκέψεις αυτές σε πολιτικούς; Μήπως δεν βλέπουμε παρόμοια φαινόμενα να συμβαίνουν και στον επαγγελματικό χώρο του καθενός; Δεν υπάρχουν κι εκεί άτομα που συνωστίζονται περί τον κατέχοντα το ύπατο αξίωμα στην ιεραρχία του επαγγελματικού μας χώρου; Οι αυλοκόλακες, οι σφογγοκολλάροι της εξουσίας δεν «σφάζονται» στα πόδια του διευθυντή ή του προϊσταμένου; Άραγε εκείνοι καταλαβαίνουν πότε τους πλησιάζει κάποιος υφιστάμενός τους και γιατί; Είναι σε θέση να ξεχωρίζουν την ήρα από το στάχυ; Ή μήπως επιλέγουν να ‘ναι αυτός ο τρόπος άσκησης ηγεσίας στο χώρο προκειμένου να ελέγξουν πράγματα και καταστάσεις και να φέρουν σε πέρας το έργο τους, έστω και αν μετατρέπονται σε απλούς διαχειριστές και αναδεικνύονται βαρναλικές φιγούρες άσκησης της εξουσίας  – «δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι».

    Τι γίνεται όμως όταν ο πολιτικός χάσει την εξουσία του; Όταν ο βουλευτής απολέσει την έδρα του στο κοινοβούλιο κι επιστρέψει στον πρότερο επαγγελματικό του βίο ή βγει στη σύνταξη; Τι γίνεται με τον παλιό προϊστάμενο που πλέον τον συναντάμε στον πρωινό του περίπατο στο πάρκο ή στην παραλία ή τον βλέπουμε πού και πού σε καμιά κοινωνική σύναξη; Τον καλημερίζουμε ή κάνουμε πως δεν τον βλέπουμε; Πόσες φορές την ημέρα κτυπάει το τηλέφωνό τους; Πόσοι τους θυμούνται στην ονομαστική τους εορτή; Ποιοι τους αναφέρουν όταν κάθονται σε συγγενικές μαζώξεις; Πόσοι εξακολουθούν να μιλούν γι’ αυτούς με θαυμασμό; Όλοι εκείνοι οι θαυμαστές πού βρίσκονται τώρα; Πώς νιώθουν όλοι αυτοί που έχασαν το μέσο που τους έδινε τη δύναμη, όταν  δουν τους πρώην κόλακές τους να συμπεριφέρονται με τον ίδιο γλοιώδη τρόπο στους αντικαταστάτες τους στη βουλή, στο κόμμα, στον υπουργικό θώκο, στην τοπική αυτοδιοίκηση, στην ιεραρχία του επαγγέλματος; Δεν τους τσούζει μια αηδία; Δεν νιώθουν μια συντριβή του προσωπικού τους εγωισμού; Δεν μέμφονται τον εαυτό τους που δεν κατανόησαν προηγουμένως ή που – ακόμη χειρότερα- ενώ είχαν καταλάβει τι γινόταν γύρω τους καμώνονταν πως δεν έβλεπαν και το απολάμβαναν; Η γνωστή αισώπειος φράση «δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται» σίγουρα κάτι θα σήμαινε πλέον και για κείνους…

*Εκπαιδευτικός




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










193