ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ Γ. ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ*
Το συζητάμε εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Συζητάμε το αυτονόητο. Για διορισμό σε δημόσια σχολεία, οι εκπαιδευτικοί να επιλέγονται με βάση αξιοκρατικά κριτήρια και όχι μόνο με την αρχαιότητα και την ηλικία.
Όπως ακριβώς γίνεται σε όλα τα άλλα σύγχρονα κράτη. Όπως ακριβώς συμβαίνει με όλες τις άλλες επαγγελματικές ειδικότητες. Δηλαδή, όπως οικονομολόγοι, γιατροί, δικηγόροι, λογιστές, μηχανικοί και όλοι οι άλλοι, έτσι και οι εκπαιδευτικοί να διορίζονται μετά από επιλογή των καταλληλότερων.
Σε μια χώρα όπου, ιστορικά, η ελληνική παιδεία αποτέλεσε το βασικό μοχλό διαφωτισμού, αυτοσυνειδησίας και κοινωνικής ανάπτυξης, είναι φανερό ότι τα τελευταία χρόνια γνωρίζουμε κάτι σαν αποτελμάτωση. Την ίδια ώρα που σε διαπραγματεύσεις διεκδικούμε εδάφη μας, σε εθνική βάση, εκεί όπου εξαρτάται μόνο από εμάς, στην εκπαιδευτική-μορφωτική διεργασία, αμέριμνα παραδίδουμε «εδάφη» της γλώσσας μας! Σε ένα κράτος όπου η δημόσια εκπαίδευση λειτούργησε ως βασικός καταλύτης προόδου και διαμόρφωσης ενός σημαντικού κοινωνικού κεφαλαίου και μαζί «συγκριτικού πλεονεκτήματος», τα τελευταία χρόνια κάνουμε βήματα προς τα πίσω.
Στα σχολεία δεν καταφέρνουμε να μάθουμε κάν καλά τη γλώσσα και τη γραμματεία μας (κι αυτό, μοιραία, έχει και συνέπειες στη συγκρότηση και στον τρόπο σκέψης μας- κριτικής σκέψης ή άλλης). Τα σχολεία μας δεν φαίνεται να δίνουν επαρκώς στους νέους μας εκείνες τις θεμελειώδεις γνώσεις που είναι απαραίτητη προϋπόθεση της μετοχής του ενεργού πολίτη στο σύγχρονο κόσμο και την τεχνοδομή του. Κι ας έχουμε γεμίσει... πτυχία!
Αυτό μαρτυρούν αδιάψευστα οι αντικειμενικές μετρήσεις που έχουμε. Οι γενικές εισαγωγικές εξετάσεις για τα πανεπιστήμια... Όπου αγνοούμε την υστέρηση και το έλλειμμα, και αρκούμαστε να κάνουμε «αναγωγή βαθμολογίας». Δηλαδή, απαξιώνοντας τη λογική της αριστείας, μειώνουμε με «διάταγμα» τα κριτήρια και την ποιότητα. Όπως επίσης μας τα δείχνουν διεθνείς μετρήσεις (οι γνωστές δοκιμασίες PISA, TIMSS κ.ά.). Όπου φανερώνεται πως η Κύπρος έχοντας από τις μεγαλύτερες συγκριτικά δαπάνες στην εκπαίδευση, κατατάσσεται ανάμεσα στους χειρότερους ως προς τα αποτελέσματα. Μιλάμε μάλιστα για τις δημόσιες δαπάνες, πόσω μάλλον αν συνυπολογίσουμε και τις «ανεπίσημες» ιδιωτικές.
Χρόνια τώρα ξέρουμε ότι κάτι δεν πάει καλά. Αλλά δεν καταφέραμε να κάνουμε τίποτα αποτελεσματικό. Θα πει βέβαια κανείς «μα φταίει μόνο το σύστημα διορισμού;». Όχι βέβαια! Είναι όμως ένα από τα πιο προφανή και τα πρώτα πράγματα που πρέπει να διορθώσουμε. Με τρόπο μάλιστα απόλυτα δίκαιο, προκρίνοντας την αξιοκρατία. Με τρόπο αποτελεσματικό ως προς το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά και κοινωνικά δίκαιο: για το όποιο «προνόμιο» συνεπάγεται θέση εκπαιδευτικού, ανάμεσα στους υποψήφιους θα επιλέγονται οι κατά τεκμήριον καλύτεροι. Το χρωστάμε αυτό στα παιδιά. Το χρωστάμε στις επόμενες γενιές. Το οφείλουμε στην κοινωνία.
Μετά από περίπου είκοσι χρόνια άκαρπων συζητήσεων, για πρώτη φορά η Κυβέρνηση έχει έτοιμη στη Βουλή την απαραίτητη νομοθετική πρόταση. Μετά από εξαντλητικό διάλογο (για μια φορά ακόμη!), ο υπουργός Παιδείας έχει καταθέσει νομοσχέδιο. Πρόκειται μάλιστα για εξαιρετικά διαλλακτική και συναινετική πρόταση. Διότι, μαζί με την αδήρριτη ανάγκη ενός νέου αξιοκρατικού συστήματος επιλογής εκπαιδευτικών, λαμβάνει υπ’όψη και την υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων. Απαντά στο ερώτημα «τι θα γίνουν όσοι εκπαιδευτικοί μέσα από το προηγούμενο σύστημα δεν είχαν ακόμα φτάσει σε μόνιμο διορισμό ενώ εδώ και κάποια χρόνια υπηρετούν με άλλους τρόπους τη δημόσια εκπαίδευση;».
Η πρόταση προβλέπει και «καλύπτει» αυτές τις περιπτώσεις και όσους (χωρίς δική τους ευθύνη, βέβαια) είχαν αναπτύξει λογική προσδοκία επικείμενου διορισμού. Ενώ θα αρκούσε μια «μεταβατική περίοδος» δυο-τριών χρόνων, η Κυβέρνηση προτείνει μεταβατική περίοδο δεκαετίας! Σ’αυτά τα επόμενα χρόνια θα διορίζονται παράλληλα τόσο υποψήφιοι από τους παλιούς καταλόγους (σειρά αρχαιότητας) όσο και νέοι που θα επιλεγούν μέσα από τη διαγωνιστική διαδικασία. Ας σημειωθεί, μάλιστα, πως όσοι βρίσκονται ήδη στη «λίστα αναμονής» θα έχουν τη δυνατότητα και να περιμένουν τη «σειρά τους», αλλά και να διαγωνισθούν. Λένε κάποιοι πως θα ήταν «άδικο» ή και «άνισο» να κληθούν υποψήφιοι που, έστω χωρίς διορισμό, βρίσκονται στην έδρα εδώ και κάποια χρόνια, να διαγωνισθούν με συναδέλφους τους αποφοίτησαν πρόσφατα (και έχουν πιο «νωπές» τις γνώσεις). Ίσως όμως είναι αντίστροφα άνισο: για τους νεότερους που έρχονται έχοντας μόνο την εμπειρία του πανεπιστημίου και θα συναγωνισθούν στο αντικείμενο ακριβώς που οι άλλοι διδάσκουν στην έδρα για χρόνια!
Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για άλλη κωλυσιεργία. Μέσα από διάλογο έχουν ήδη συγκατανεύσει οι εκπαιδευτικές οργανώσεις. Απομένει να κάνει και η Βουλή το καθήκον της. Λόγοι κοινωνικής οφέλειας, αλλά και δικαιοσύνης, επιβάλλουν να υιοθετήσουμε τώρα αυτή τη μεταρρύθμιση. Γιατί, όσο δεν υπάρχει αξιοκρατική διαδικασία, εκτός του ότι παραβλάπτεται το καλώς νοούμενο συμφέρον δεκάδων χιλιάδων μαθητριών και μαθητών, αδικούνται και χιλιάδες νέων αποφοίτων των πανεπιστημίων των τελευταίων χρόνων που απλώς βλέπουν τις πόρτες κλειστές και σφραγισμένς. Ας σημειωθεί ότι ανάμεσα σε αυτούς τους τελευταίους συγκαταλέγονται νέοι όπως αυτούς στους οποίους τις τελευταίες μέρες σύσσωμη η κοινωνία έπλεξε το εγκώμιο επειδή αρίστευσαν στις εισαγωγικές εξετάσεις! Δεν έχουμε δικαίωμα να κρατάμε κλειστές τις πόρτες της εκπαίδευσης σε αυτούς, όπως και σε εκατοντάδες άλλους που διακρίθηκαν όχι μόνο φέτος αλλά και τα τελευταία 5-10 χρόνια.
Είναι κοινωνικά άδικο. Είναι απίστευτη ηλικιακή διάκριση κατά των νέων. Είναι πλήρης στρέβλωση. Είναι απολύτως ανορθολογικό. Αλλά περισσότερο από το ζήτημα δικαιοσύνης στην απασχόληση, μετράει η ποιότητα των εκπαιδευτικών υπηρεσιών που παρέχει η χώρα μας. Η πολιτεία οφείλει να στέλνει στην έδρα διδασκαλίας ό,τι καλύτερο διαθέτει. Το οφείλουμε στα παιδιά. Στο μέλλον, όπως λέμε, αυτής της κοινωνίας. Είναι καιρός να πάρουμε αποφάσεις για την παιδεία. με γνώμονα όχι μόνο τους συνδικαλιστές ή τις κλίμακες, τους καταλόγους και τις «σειρές», αλλά την ποιότητα και το καλό των παιδιών.
*Βουλευτής Λευκωσίας (ΔΗΣΥ)