ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
Παρόλο που, όπως έχει φανεί από το προηγούμενό μου άρθρο, η Έκθεση αυτή έχει ήδη δαιμονοποιηθεί (με χαρακτηρισμούς όπως «κουτί της Πανδώρας», «ξενόφερτα συστήματα», «νεοφιλελεύθερη απειλή», «νεοφιλελεύθερη συνταγή», κονιορτοποιεί «καίριες κατακτήσεις του κλάδου»), πιστεύω πως υπάρχει ακόμα κάποιο περιθώριο συζήτησης και διαλόγου, κυρίως ενόψει της καθολικής αίσθησης της επιτακτικής ανάγκης άμεσης λήψης κάποιων μέτρων για βελτίωση της ομολογουμένως μη ικανοποιητικής κατάστασης της σημερινής ελληνοκυπριακής εκπαίδευσης.
Γι’ αυτό έκρινα ότι πιθανό να βοηθούσε μια επανεπίσκεψη του θέματος για διατύπωση μερικών σκέψεών μου. Θα ξεκινήσω με τα υπάρχοντα δεδομένα, στη συνέχεια θα σταθώ στις κυριότερες δυσκολίες, και, τέλος, θα προσπαθήσω να ιεραρχήσω , με κριτήριο τις κυρίαρχες στην Κύπρο εκπαιδευτικές αξίες, τις προτεινόμενες από την Έκθεση επιλογές, ώστε να φανεί ποιες απ’ αυτές έχουν κάποιες ελπίδες αποδοχής από το «καθεστώς αλήθειας» της Κύπρου, όπως αυτό είναι διαμορφωμένο στο παρόν στάδιο.
Τα υπάρχοντα σχετικά δεδομένα είναι τα εξής τρία :
α) οι επίσημες δεσμεύσεις όλων των κυβερνήσεων της Κύπρου να προσφέρουν «ποιοτική εκπαίδευση σ’ όλους τους μαθητές» και οι επανειλημμένες διακηρύξεις των υπουργών Παιδείας για προσπάθεια εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης,
β) τα υψηλά ποσοστά κρατικής επένδυσης στην εκπαίδευση – μια από τις ψηλότερες επενδύσεις στην Ε.Ε. (€9145 ετήσια δαπάνη για κάθε μαθητή σε σύγκριση με τη μέση δαπάνη στην ΕΕ €6900),
γ) τα δυσανάλογα μ’ αυτή την υψηλή επένδυση μαθησιακά αποτελέσματα σ’ όλες τις διεθνείς αξιολογήσεις (στο Πρόγραμμα PISA, για παράδειγμα, οι μαθητές της Κύπρου έφεραν τα τρίτα χειρότερα αποτελέσματα στην Ανάγνωση, τα δεύτερα χειρότερα στα Μαθηματικά, και τα χειρότερα στις θετικές Επιστήμες) και οι πολύ απογοητευτικές ενδείξεις σχετικά με την κοινωνική συμπεριφορά των μαθητών.
Οι βασικές δυσκολίες είναι επίσης τρεις:
α) η μεγάλη έμφαση που η εκπαιδευτική μας παράδοση δίνει στην αξία της ισότητας / ομοιομορφίας και η αρνητική στάση έναντι των άλλων τριών βασικών εκπαιδευτικών αξιών (ποιότητας, αποτελεσματικότητας, και δικαιώματος εκλογής),
β) η έλλειψη παράδοσης μεσοπρόθεσμου προγραμματισμού σ’ολόκληρη την κρατική μηχανή (μια προσπάθεια εισαγωγής του στην κατάρτιση του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2008 απέτυχε) και παρακολούθησης των αποτελεσμάτων. Τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα η έμφαση είναι στις εισροές/input (προγράμματα, βιβλία, εκπαίδευση εκπαιδευτικών) παρά στα αποτελέσματα / εκροές (output),
γ) το αρνητικό κλίμα που έχει ήδη δημιουργηθεί εναντίον της Έκθεσης κυρίως λόγω της πατρότητάς της και της υποψίας για υπόγειες σχέσεις της σύνταξής της με την Τρόικα.
Πιστεύω πως μέσα στις συνθήκες αυτές η υποβολή της Έκθεσης της Π.Τ. δημιουργεί μια πολύ σοβαρή πρόκληση για το ΥΠΠ, τις εκπαιδευτικές οργανώσεις και τον κάθε εκπαιδευτικό χωριστά. Το βασικό ερώτημα είναι αν όλοι αυτοί θα δεχθούν την πρόκληση και θα αναλάβουν να σηκώσουν το βάρος της βελτίωσης και ανύψωσης της ελληνοκυπριακής εκπαίδευσης ή όχι.
Υπάρχουν τρία βασικά κριτήρια με βάση τα οποία οι προτάσεις της Έκθεσης θα γίνουν αποδεκτές ή όχι: α)ο αξιολογικός κώδικας της κοινωνίας μας, δηλαδή ο τρόπος ιεράρχησης των εκπαιδευτικών αξιών, β) ο βαθμός στον οποίο η πλειονότητα των εκπαιδευτικών θα συμφωνήσει με τη διατυπωθείσα ήδη άποψη ότι οι εισηγήσεις της Έκθεσης «κονιορτοποιούν καίριες κατακτήσεις του κλάδου» και γ)το κόστος κάθε υποψήφιας αλλαγής σε ανθρώπινους και χρηματικούς πόρους.
Σύμφωνα με το πρώτο κριτήριο, το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν θα γίνουν δεκτές όλες οι εισηγήσεις της Έκθεσης, υπάρχει όμως κάποια πιθανότητα να γίνουν δεκτά κάποια μέτρα. Υποθέτω πως αυτά, εκτός από τα καθαρά τεχνικά( μείωση του αριθμού των αποσπασμένων) θα είναι εκείνα που κανονικά μπορούν να ενταχθούν στην αρχή του συνεχούς των αξιών της ποιότητας και αποτελεσματικότητας .
Για να βοηθήσω στην κατανόηση αυτής της πιθανότητας, θα προσπαθήσω να τοποθετήσω τα προτεινόμενα μέτρα στο συνεχές της αξίας της αποτελεσματικότητας (και της ποιότητας) από το Α ως το Ω τοποθετώντας στο αριστερό άκρο (Α) τα λιγότερο ριζοσπαστικά και επομένως πιθανότερο αποδεκτά και στο δεξιό (Ω) τα περισσότερο ριζοσπαστικά και πιθανότερο μη αρεστά. Αυτά που θα τοποθετηθούν στο αριστερό άκρο δεν συγκρούονται σε μεγάλο βαθμό προς την αξία της ισότητας / ομοιομορφίας, σ’ αντίθεση μ’ εκείνα που θα τοποθετηθούν στο άκρο δεξιά που είναι μέτρα που εμφορούνται από ό,τι χαρακτηρίζεται ως νεοφιλεύθερη ιδεολογία.
Στο αριστερό άκρο μπορούν να τοποθετηθούν με τη σειρά :
(α) η μείωση του αριθμού των αποσπασμένων εκπαιδευτικών,
(β) ο συνυπολογισμός των ωρών που διαθέτουν οι εκπαιδευτικοί για συσκέψεις με τους μέντορες και τους συμβούλους τους στο θεσπισμένο ωράριό τους,
(γ) η αύξηση του χρόνου σχολικής εμπειρίας και πρακτικής άσκησης στην αρχική εκπαίδευση των εκπαιδευτικών ,
(δ)η μείωση των ωρών των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών, ώστε να έχουν χρόνο προετοιμασίας για τα μαθήματά τους και η εγκατάλειψη της πρακτικής της μείωσης των ωρών των παλαιότερων με βάση τα έτη υπηρεσίας,
(ε) η αναδιοργάνωση του ΥΠΠ με σκοπό την εξασφάλιση μεγαλύτερης συνοχής και καλύτερου προγραμματισμού. Τέτοια μέτρα είναι η ίδρυση Τμήματος Γενικής Παιδείας στη θέση των Τμημάτων Προδημοτικής και Δημοτικής, Μέσης Γενικής και μέσης Τεχνικής και Επαγγελματικής, η ίδρυση Τμήματος Πολιτικής και Στρατηγικού Σχεδιασμού, και η δημιουργία σώματος εξειδικευμένων επιθεωρητών –αξιολόγων,
(στ) η στενή παρακολούθηση των μαθησιακών αποτελεσμάτων των μαθητών (monitoring),
(ζ) η εισαγωγή του θεσμού των εθνικών επιπέδων με θέσπιση δεικτών επιτυχίας,
(η) η έμφαση στην αξιολόγηση των μαθητών και των εκπαιδευτικών,
(θ) η αλλαγή του τρόπου διορισμού των εκπαιδευτικών με μετακίνηση του βάρους από την αρχαιότητα στην αξία (εισαγωγή εξετάσεων).
(ι)Στο δεξιό άκρο του συνεχούς τοποθετείται η πρόταση για αμοιβή των εκπαιδευτικών και των διευθυντών με βάση τα αποτελέσματά τους (payment by results).
Ο μόνος τρόπος, πιστεύω, να ανατραπεί αυτή η ιεράρχηση είναι να συμφωνηθεί από όλους τους ενδιαφερόμενους να προτιμηθούν μέτρα για άμεση βελτίωση του συστήματος, δηλαδή να ισχύσουν ποιοτικά κριτήρια, οπότε ουσιαστικά θα ανατραπεί η σημερινή ιεράρχηση του αξιακού κώδικα(αφού θα ιεραρχηθεί πρώτη η αξία της ποιότητας αντί εκείνη της ισότητας). Προσωπικά θεωρώ ότι κάτι τέτοιο είναι πολύ απίθανο, όπως είναι απίθανο να ισχύσει το δεύτερο κριτήριο και να απορριφθούν όλες οι εισηγήσεις, επειδή καταργούν «τις καίριες κατακτήσεις του κλάδου».
Το τρίτο σημαντικό κριτήριο για το τι θα εφαρμοσθεί ή όχι θα είναι το θέμα της δαπάνης. Από ό,τι αναφέρει η Έκθεση της Π.Τ., η κυβέρνηση ζήτησε από την Παγκόσμια Τράπεζα να προνοήσει ώστε τα μέτρα που θα προτείνει να μην επιφέρουν πρόσθετη δαπάνη. Δεν είμαι βέβαιος, ωστόσο, αν αυτό επιτεύχθηκε. Με βάση αυτό το κριτήριο θα αποφευχθούν όλα τα δαπανηρά μέτρα.
*Πρώην Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου