ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
Στις 28 Απριλίου 2014 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα New York Times ένα άρθρο του Jacob Soll, καθηγητή Ιστορίας και Λογιστικής στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας και συγγραφέα του βιβλίου “The Reckoning: Financial Accountability and the Rise and Fall of Nations”, με τίτλο “No Accounting Skills? No Moral Reckoning”. Στο άρθρο ο συγγραφέας παρακολουθεί ιστορικά την εξέλιξη του πολύ σημαντικού ρόλου που διαδραμάτισε στην υγιή ανάπτυξη και ευημερία των καπιταλιστικών κοινωνιών από την εποχή της Αναγέννησης μέχρι σήμερα η υπεύθυνη, συστηματική και τίμια διαχείριση των χρημάτων με την τακτική και ακριβή καταχώριση εσόδων και εξόδων στα λογιστικά βιβλία και με την άγρυπνη προσπάθεια διασφάλισης ισοσκελισμού πιστώσεων και χρεώσεων.
Ξεκινώντας από την ετυμολογική σχέση της λέξης Accounting (Λογιστική) με τη λέξη accountability (λογοδοσία) προχωρεί να εξηγήσει τους τρόπους με τους οποίους η καθαρά οικονομική και νομική υποχρέωση που είχαν οι ταμίες, τα διοικητικά συμβούλια των δημόσιων εταιρειών και οι ηγέτες του κράτους να λογοδοτούν για τη σωστή και νομότυπη διαχείριση των χρημάτων που αναλάμβαναν να διαχειρισθούν, κατέληξε με την πάροδο του χρόνου να γίνει αντιληπτή και ως ηθική και θρησκευτική υποχρέωση και, επομένως, ως περισσότερο δεσμευτική.
Χαρακτηριστικοί οδοδείκτες σ’ αυτή την εξέλιξη ήταν α) η αντίληψη του κέρδους ως θετικής αξίας, β) η μεταφορά της ανάγκης και του πάθους για ισοσκελισμό από το οικονομικό πεδίο στο πεδίο της ηθικής ζωής, και γ) η βαθιά πίστη πως, όπως και στο τέλος της βιολογικής ανθρώπινης ζωής, έτσι και στην οικονομική διαχείριση επίκειται πάντοτε η ημέρα της Λογοδοσίας (The Day of Reckoning). Ο συγγραφέας του άρθρου αναφέρει περιπτώσεις πετυχεμένων εμπόρων της Αναγέννησης, όπως του Φλωρεντινού Francisco Datini, ο οποίος κρατούσε τα λογιστικά του βιβλία «Στο όνομα του Θεού και του Κέρδους» και ταυτόχρονα ένιωθε την υποχρέωση, όπως και ο μεγάλος Αμερικανός φυσικός και διπλωμάτης του 18ου αι. Βενιαμίν Φραγκλίνος, να τηρεί όχι μόνο λογιστικά βιβλία αλλά και βιβλία στα οποία καταχώριζε υπό μορφή χρεώσεων και πιστώσεων τις αμαρτίες και τις καλές του πράξεις. Η ανάγκη για έλεγχο, τάξη, επαγρύπνηση και ισοσκελισμό επεκτάθηκε έτσι και στο ηθικό πεδίο.
Περισσότερο σημαντικός ήταν ο τρίτος δείκτης, η ισχυρή αίσθηση ότι επέκειτο σε κάποια στιγμή η ημέρα της κρίσης, η ημέρα κατά την οποία θα κρινόταν σε όλα τα επίπεδα (στην οικογένεια, στην εταιρεία, στην πόλη, στο κράτος) ο τρόπος διαχείρισης των χρημάτων, η ημέρα της λογοδοσίας, κατά την οποία θα φαίνονταν τα σωστά ή πλημμελή/λανθασμένα / εγκληματικά αποτελέσματα της οικονομικής διαχείρισης κάθε λογαριασμού. Αυτή η αίσθηση της επερχόμενης κρίσης επέβαλλε υπευθυνότητα , πειθαρχία και δέος στη συμπεριφορά των διαχειριστών .Είναι αυτή η αίσθηση που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο κατορθώθηκε η ευδοκίμηση και η επιβίωση για εκατοντάδες χρόνια πλήθους μεγάλων εταιρειών, μεγάλων επιχειρήσεων, και μεγάλων κρατών στον καπιταλιστικό κόσμο.
Όλα αυτά φαίνονται σ’ εμάς σήμερα σαν κάτι εξωπραγματικό, σαν παραμύθι. Η συμπεριφορά μας από το 1960 μέχρι σήμερα αποδεικνύει πως είμαστε μια καπιταλιστική κοινωνία χωρίς τις βασικές εγγενείς αρετές του καπιταλισμού: τη συστηματικότητα, την τάξη, την ακρίβεια, το συνεχή έλεγχο, την υπευθυνότητα, την προνοητικότητα και την τιμιότητα. Αυτή η έλλειψη είναι εκείνη που οδήγησε στα σημερινά οικονομικά ερείπια. Την ίδια μέρα που δημοσιεύτηκε το άρθρο του New York Times (28 Απριλίου 2014) η ηλεκτρονική εφημερίδα Stockwatch δημοσίευσε στην Κύπρο με τίτλο «Βουλιάζουν στα χρέη νοικοκυριά και επιχειρήσεις» στατιστικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σύμφωνα με τα οποία η Κύπρος βρίσκεται στη χειρότερη οικονομική θέση από όλες τις χώρες της Ευρωζώνης. Συγκεκριμένα, ανέφερε πως το ιδιωτικό χρέος της Κύπρου το 2013 ανερχόταν στα 22.4 δισεκ., που ισοδυναμούσε με το 288% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της Κύπρου, και ότι η δεύτερη χειρότερη χώρα είναι το Λουξεμβούργο αλλά σε πολύ καλύτερη θέση από την Κύπρο (μόλις 185% του ΑΕΠ). Ανάλογα είναι και τα υπόλοιπα στοιχεία. Το χρέος των κυπριακών επιχειρήσεων ανερχόταν το 2013 σε 25.2 δισεκ. και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια το Γενάρη του 2014 ήταν 26 δισεκ.
Η εφημερίδα Stockwatch εξηγούσε πως το μεγάλο χρέος των ιδιωτών είναι «προϊόν της αλόγιστης παραχώρησης δανείων από τις τράπεζες». Αυτό είναι σωστό. Οι διευθυντές και τα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών έδειξαν εγκληματική αδιαφορία για τα χρήματα των καταθετών τους και αγνόησαν ξεδιάντροπα κάθε νομική και ηθική δέσμευσή τους να αποφεύγουν να δημιουργούν καταστάσεις που να καθιστούν δύσκολη ή αδύνατη τη διασφάλιση ισοσκελισμένων λογαριασμών. Εξίσου σωστή όμως θα ήταν και η διατύπωση πως το μεγάλο χρέος είναι και «προϊόν της αλόγιστης λήψης δανείων από τα νοικοκυριά» Πολλοί οικογενειάρχες δεν έδειξαν την αναγκαία αίσθηση ευθύνης έναντι των μελών της οικογένειάς τους και παρασύρθηκαν από τον πειρασμό του καταναλωτισμού. Και έτσι φθάσαμε όλοι στην ημέρα της οικονομικής και ηθικής λογοδοσίας, την ημέρα της Κρίσης. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για τους πολιτικούς κυβερνώντες, αυτούς που διαχειρίσθηκαν τον εθνικό προϋπολογισμό. Σε μια προσπάθεια να φανούν γενναιόδωροι και αρεστοί στους ψηφοφόρους κατασπατάλησαν τα λεφτά του δημοσίου και οδήγησαν τη χώρα σε μια φοβερή περιπέτεια. Απέδειξαν έτσι πως ήταν ακατάλληλοι για θεματοφύλακες του εθνικού πλούτου, επειδή δεν ένιωθαν ότι ήταν πολιτικό αλλά και ηθικό καθήκον τους να καταρτίζουν κάθε χρόνο ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Είναι φανερό πως ποτέ δεν υπολόγισαν ότι θα ερχόταν κάποτε η μέρα της Κρίσης και θα αναγκάζονταν να λογοδοτήσουν.
*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου