ΤΗΣ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ*
Τα κίνητρα ορίζονται ως οι παράγοντες ή οι αιτίες που ενθαρρύνουν και παρωθούν το άτομο να ασχοληθεί ή να επιδιώξει την επιτυχία κάποιου στόχου του (Noe, Hollenbeck, Gerhart & Wright, 2006). Τα κίνητρα αποτελούν την κινητήριο δύναμη, ή με πιο απλά λόγια, τη «βενζίνη» που όταν υπάρχει το άτομο ενεργοποιείται, ενώ στην απουσία της είναι αδρανής, δυσκολεύεται να κατανοήσει την έννοια της εργασίας του, δεν συνεργάζεται και πιθανόν η αποδοτικότητά του να μειώνεται. Στον εργασιακό χώρο, ο όρος αναφέρεται στη διάθεση, την επιμονή και την προσπάθεια που καταβάλλουν οι εκπαιδευτικοί κατά την ενασχόλησή τους µε ένα έργο, προκειμένου να φτάσουν σε ένα επιθυμητό αποτέλεσμα. Όσο πιο υψηλά βρίσκονται αυτοί οι παράγοντες, τόσο πιο αποδοτικό είναι το άτομο. Και εδώ προκύπτει το ερώτημα: πώς η χρηματική αμοιβή επιδρά στην αποδοτικότητά των εκπαιδευτικών; Ως απαραίτητο συστατικό για την επιβίωση μας, το χρήμα είναι ο βασικότερος παράγοντας που μας υποκινεί στον εντοπισμό εργασίας και λειτουργεί σαν κίνητρο τόσο στην εξεύρεση εργασίας όσο και στα επίπεδα αποδοτικότητας ενός εκπαιδευτικού. Είναι όμως αρκετή η χρηματική αμοιβή ώστε το άτομο να είναι μεν αποδοτικό αλλά και ικανοποιημένο από την εργασία του; Μπορεί η χρηματική αμοιβή να λειτουργήσει σαν το μοναδικό κίνητρο ενός εκπαιδευτικού;
Καταρρίπτοντας την Τεϊλορική άποψη που επισημαίνει ότι οι χρηματική αμοιβή είναι ο μοναδικός παράγοντας που παρακινεί τους υπαλλήλους, ο Maslow (1960) υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι προσπαθούν να ικανοποιήσουν ανώτερες ανάγκες, όπως οι κοινωνικές ανάγκες (δημιουργία σχέσεων, αποδοχή, φιλία), οι ανάγκες αναγνώρισης από τρίτους, όπως και οι ανάγκες αυτοπραγμάτωσης, για τις οποίες είναι απαραίτητη η ύπαρξη και άλλων «κινήτρων» πέρα από τη χρηματική αμοιβή. Οι συνέπειες της θεωρίας του Maslow είναι πολύ σημαντικές στο χώρο εργασίας, αφού υποδεικνύουν ότι η χρηματική αμοιβή δεν είναι ικανή ώστε να καταστήσει τον εκπαιδευτικό αποδοτικό, αφού πέρα από τις πρωταρχικές του ανάγκες (επιβίωση), έχει και άλλες ανάγκες (που αναφέρθηκαν πιο πάνω) οι οποίες πολλές φορές υποσυνείδητα τον οδηγούν στην εξεύρεση εργασίας και εφαρμογής του επαγγέλματός του. Έτσι, πέρα από τη χρηματική αμοιβή που λειτουργεί ως εξωτερικό κίνητρο για τον εκπαιδευτικό, είναι απαραίτητη και η ύπαρξη εσωτερικών κινήτρων τα οποία εξυπηρετούν τις επιπλέον ανάγκες του.
Τα κίνητρα διαχωρίζονται σε εσωτερικά και εξωτερικά. Τα εσωτερικά κίνητρα, όπως το ενδιαφέρον, η αγάπη για την εργασία, το αίσθημα της ικανοποίησης, η περιέργεια κ.ά., πηγάζουν από το εσωτερικό κέντρο του ατόμου, ενώ τα εξωτερικά κίνητρα όπως είναι η χρηματική αμοιβή ή και η αποφυγή της οικονομικής δυσκολίας, προέρχονται από το περιβάλλον του ατόμου. Και τα εσωτερικά αλλά και τα εξωτερικά κίνητρα, κινητοποιούν το άτομο στην επίτευξη του στόχου του, η διαφορά όμως μεταξύ των εσωτερικών και εξωτερικών κινήτρων είναι ο τρόπος με τον οποίο το άτομο κινητοποιείται, η ποιότητα της εργασίας του, η συστηματικότητα και χρονική σταθερότητα της προσπάθειάς του (Kehr, 2004). Ας πάρουμε για παράδειγμα δύο εκπαιδευτικούς, οι οποίοι δουλεύουν στο ίδιο σχολείο με την ίδια χρηματική αμοιβή, φόρτο και ώρες εργασίας. Το ένα άτομο δεν έχει πολύ καλές σχέσεις με τους συναδέλφους του, νιώθει πως δεν επικοινωνεί μαζί τους, δεν συνδέεται ιδιαίτερα με τους μαθητές του, η δουλειά του δεν του δημιουργεί ενδιαφέρον και δεν νιώθει να συνάδει με τους προσωπικούς του στόχους. Παρόλα αυτά, αμείβεται ικανοποιητικά, παράγοντας απαραίτητος για να ζήσει μια ποιοτική ζωή αυτός και η οικογένειά του. Το δεύτερο άτομο επίσης υποκινείται από την ικανοποιητική χρηματική αμοιβή, ενώ παράλληλα οι εργασιακοί στόχοι του δημιουργούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Έχει πολύ καλές σχέσεις με τους συναδέλφους του, νιώθει να επικοινωνεί μαζί τους και το χιούμορ τον βοηθά ιδιαίτερα τις ώρες που είναι κουρασμένος. Νιώθει χαρά σε κάθε επιτυχία των μαθητών του και είναι προσηλωμένος στον επόμενο του στόχο. Και τα δύο άτομα είναι τυπικά στην ώρα τους και ολοκληρώνουν τα καθήκοντά τους. Η διαφορά μεταξύ τους είναι πως ο πρώτος εκπαιδευτικός υποκινείται κυρίως από εξωτερικά κίνητρα, κάτι που με το πέρασμα του χρόνου και όταν ο φόρτος εργασίας αυξηθεί, πιθανόν να φέρει αρνητική επίπτωση στη συνολική του αποδοτικότητα, όπως επίσης είναι πιο πιθανόν ο συγκεκριμένος εκπαιδευτικός να βιώσει το αίσθημα της ματαίωσης αλλά και την επαγγελματική εξουθένωση. Αντιθέτως, οι πιθανότητες επαγγελματικής εξουθένωσης, εργασιακής παραίτησης, μείωσης της αποδοτικότητας και άγχους, είναι χαμηλότερες για τον δεύτερο εκπαιδευτικό, αφού τόσο τα εξωτερικά αλλά ειδικά τα εσωτερικά κίνητρα που τον υποκινούν για την εργασία λειτουργούν σαν προστατευτικοί παράγοντες απέναντι στις πιο πάνω δυσκολίες. Ωστόσο, έρευνες υποστηρίζουν την αυξημένη αποδοτικότητα αλλά και την ύπαρξη θετικών συναισθημάτων, σε υπαλλήλους που υποκινούνται και από εξωτερικά αλλά και από εσωτερικά κίνητρα.
Συνοψίζοντας, η ανάπτυξη εσωτερικών κινήτρων στους εκπαιδευτικούς είναι απαραίτητη και αναγκαία αφού «προβλέπει» υψηλότερα επίπεδα αποδοτικότητας, προσπάθειας, θετικών συναισθημάτων, χαμηλότερο άγχος και κόπωση. Τόσο η αναγνώριση και επιβράβευση του εκπαιδευτικού για τα αποτελέσματά του, αλλά και η ύπαρξη θετικού κλίματος στον εργασιακό χώρο, η καλή επικοινωνία μεταξύ των συναδέλφων, ο σεβασμός, η ομαδικότητα, η αποδοχή και η στήριξη, αποτελούν βασικές αξίες και παράγοντες που αυξάνουν τα εσωτερικά κίνητρα των εκπαιδευτικών και καθιστούν τα άτομα πιο αποδοτικά και ευχαριστημένα από το επάγγελμά τους.
*Ειδικευόμενη Σχολική Ψυχολόγος
Εκπαιδευτική Ψυχολογία, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού
Τμήμα Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο Κύπρου