19 Μαΐου, Μέρα Μνήμης Γενοκτονίας Ποντίων


ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΜΠΑΡΡΗ*

  Σε εποχές κρίσεων και εκπτώσεων κάθε είδους, ο άνθρωπος τείνει να ξεχνά και να παρακάμπτει ότι δεν τον αγγίζει και προσωπικά δεν τον επηρεάζει. Πορεύεται ο σημερινός άνθρωπος στη ζωή του έχοντας μικρή μνήμη και στενή σκέψη στοχεύοντας πώς προσωπικά θα επιβιώσει. Έτσι αμβλύνεται η εθνική μνήμη και εξασθενεί η εθνική συνείδηση. Αυτό δυστυχώς δε συμβαίνει μόνο ατομικά, αλλά προπάντων εθνικά. Σε καιρούς άκρατου κοσμοπολιτισμού, ισοπεδωτικής παγκοσμιοποίησης και εθνικής παρακμής βολεύει να ασθενεί η ιστορική μνήμη και να επικρατεί η λήθη. Λυπούμαι να παρατηρήσω ότι αυτό συχνά εξυπηρετεί οικονομικά και εθνικά συμφέροντα και είναι γι΄αυτό τεράστια η ευθύνη πολιτικής και πολιτικών.

      Αν αυτό είναι σύνηθες και ίσως ανώδυνο για άλλα έθνη, για μας είναι εξαιρετικά επικίνδυνο και καταστροφικό. Ως ελληνισμός μας λείπει η ιστορική μνήμη, ενώ τα λάθη μας είναι συνεχή και επαναλαμβανόμενα κι αυτός είναι ο λόγος που φτάσαμε σήμερα στο χείλος του γκρεμού.

    Όταν η Μητροπολιτική Ελλάδα σήμερα καταρρέει ποιος σκέφτεται να τιμήσει παθόντες ομοεθνείς ενώ την ίδια ώρα δεν γνωρίζει αν αύριο θα επιβιώσει;

    Έτσι εξασθενεί η Εθνική συνείδηση, αδυνατεί η μνήμη και αυτό είναι ασφαλώς κατάντημα.

   Σε τέτοιες συνθήκες λοιπόν, ας είναι η σημερινή μέρα αφορμή ενδοσκόπησης και απονομής πρέπουσας τιμής σε αδελφούς Έλληνες που υπέφεραν, αλλά και καταδίκης βάρβαρης συμπεριφοράς αλλοεθνών και αλλοθρήσκων.

    Τιμούμε λοιπόν και καταδικάζουμε τη γενοκτονία των Ποντίων που στοίχισε 353.000 νεκρούς και που αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη γενοκτονία του αιώνα μας. Ο όρος σημαίνει τη μεθοδική εξολόθρευση μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας. Στη γενοκτονία δεν εξοντώνεται κάποιος για κάτι που έκανε, αλλά για κάτι που είναι.  Στην περίπτωση των Ποντίων επειδή ήταν Έλληνες και Χριστιανοί.

    Η γενοκτονία αναφέρεται σε σφαγές και εκτοπισμούς εναντίον ελληνικών πληθυσμών στην περιοχή του Πόντου που πραγματοποιήθηκαν από το κίνημα των Νεοτούρκων κατά την περίοδο 1914-1923. Οι επιζώντες κατέφυγαν στον Άνω Πόντο στην πρώην Σοβιετική Ένωση και μετά τη Μικρασιακή καταστροφή το 1922, στην Ελλάδα.

    Οι διωγμοί ξεκίνησαν βέβαια πολύ νωρίτερα. Από την πτώση της Τραπεζούντας το 1461 ο Ποντιακός Ελληνισμός γνώρισε συνεχείς διωγμούς, σφαγές, ξεριζωμούς και προσπάθειες για βίαιο εξισλαμισμό και εκτουρκισμό με αποκορύφωμα τη συστηματική και μεθοδευμένη εξόντωση – γενοκτονία τον αιώνα μας. Η βία συνεχίστηκε από τα μέσα του 17ου αι. μέχρι το τέλος του Ρωσσοτουρκικού πολέμου με κύριο χαρακτηριστικό τη θρησκευτική βία κατά των Χριστιανικών πληθυσμών και τους ομαδικούς εξισλαμισμούς. Από τους Βαλκανικούς πολέμους οι Νεότουρκοι διδάχθηκαν από τους Γερμανούς ότι μονάχα με την εξαφάνιση των Ελλήνων και των Αρμενίων θα έκαναν πατρίδα τους τη Μικρά Ασία. Η απόφαση για την εξόντωση τους πάρθηκεν από τους Νεότουρκους το 1911, εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και ολοκληρώθηκε από το Μουσταφά Κεμάλ (1919-23).

    Ο ξεριζωμός, η εξάντληση στις κακουχίες, τα βασανιστήρια, η πείνα, η δίψα, τα στρατόπεδα θανάτου ήταν οι μέθοδοι των Νεοτούρκων για να πετύχουν το στόχο τους. Άρχισαν με την επιστράτευση όλων από 15 έως 45 ετών και την αποστολή τους σε Τάγματα εργασίας. Οι άτακτες ορδές των Τούρκων επιτίθονταν στα απομονωμένα ελληνικά χωριά κλέβοντας, φονεύοντας, αρπάζοντας νέα κορίτσια κακοποιώντας και καίγοντάς τα.

    Χαρακτηριστικά τα λόγια του Λάμπου Μαυρίδη από το Τεπεκιοϊ της Πουλαντζάκης:

    «Ύστερα ο Ταπάλ Οσμάν ήρθε χαράματα και περικύκλωσε το χωριό με τους Τσέτες του. Μάζεψαν τον κόσμο και τους έβαλαν σ΄ένα σπίτι. Άνδρες, παιδιά, γυναίκες, γέρους, μωρά. Έδωσαν φωτιά το σπίτι και τους έκαψαν ζωντανούς.

    Προτού να τους κάψουν διάλεξαν 4-5 νέες γυναίκες και τις κράτησαν για τον εαυτό τους.  Μετά έχυσαν 10 τενεκέδες πετρέλαιο μέσα και ολόγυρα στο σπίτι και κατόπιν έριξαν μια χειροβομβίδα»

    Η εφαρμογή αυτής της πολιτικής ανάγκασε χιλιάδες Έλληνες των παραλίων της Μικρασίας να εγκαταλείψουν τις προαιώνιες εστίες τους και να μετοικήσουν με πολυήμερες εξοντωτικές πορείες. Γυμνοί και ξυπόλητοι χωρίς τροφή και νερό δερόμενοι και υβριζόμενοι όσοι δεν εφονεύοντο οδηγούνταν στα όρη από τους δημίους τας. Οι περισσότεροι απ΄αυτούς πέθαιναν κατά την πορεία από τα βασανιστήρια. Σκοπός των Τούρκων ήταν με τους εκτοπισμούς, τις πυρπολήσεις των χωριών, τις λεηλασίες να επιτύχουν την αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα των Ελληνικών περιοχών και να καταφέρουν ευκολότερα τον εκτουρκισμό εκείνων που θα απέμειναν.

    Το 1919 με την αποβίβαση του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα. αρχίζει νέος διωγμός από το Κεμαλικό καθεστώς πολύ πιο άγριος και απάνθρωπος από τους προηγούμενους. Αυτός ο διωγμός υπήρξε η χαριστική βολή για τον Ποντιακό Ελληνισμό. Η τρομοκρατία, τα εργατικά τάγματα, οι εξορίες, οι κρεμάλες, οι πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί , οι δολοφονίες, ανάγκασαν τους Έλληνες του Πόντου ν΄ανεβούν στα βουνά οργανώνοντας αντάρτικο για την προστασία του άμαχου πληθυσμού. Τα θύματα της γενοκτονίας θα ήταν πολύ περισσότερα αν δεν υπήρχε το επικό και ακατάβλητο ποντιακό αντάρτικο.

    Σ΄αυτό τον άνισο αγώνα πρέπει να τονιστεί ότι ο Ποντιακός Ελληνισμός δεν είχε αντιπάλους μόνο τον Τουρκικό Εθνικισμό. Πέραν των Γερμανών που υπήρξαν σύμβουλοι των Τούρκων και είχαν τεράστια οικονομικά και στρατιωτικά συμφέροντα στην Τουρκία, οι Σοβιετικοί υπήρξαν οι βασικοί σύμμαχοι του Κεμαλικού Εθνικισμού. Πιθανότατα οι μπολσεβίκοι να αντάλλαξαν με τον τρόπο αυτό των υποστήριξη του Παντουρκιστικού κινήματος που δρούσε στη Ρωσσία στην Οκτωβριανή τους Επανάσταση.

    Οι Σοβιετικοί προμήθευαν τους Κεμαλικούς με όπλα, χρήματα, στρατιωτικούς Συμβούλους. Η Τουρκική αντεπίθεση στο Μικρασιατικό μέτωπο κατά των Ελληνικών στρατευμάτων το 1921 οργανώθηκε από το Φρούντζε στρατιωτικό απεσταλμένο των Σοβιετικών.

    Ο ίδιος στο βιβλίο του «Αναμνήσεις από την Τουρκία» γράφει:

    «Από τους 200.000 Έλληνες που ζούσανε στη Σαμψούντα, τη Σινώπη και την Αμάσεια έμειναν λίγοι μόνο αντάρτες που τριγύριζαν στα βουνά. Οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έσπειραν τον πανικό στην πόλη Χάβζα. Έκαψαν, βασάνισαν και σκότωσαν όλους τους Έλληνες και Αρμένιους που βρήκαν μπροστά τους. Η διαδρομή από την πόλη Καβάκ προς το πέρασμα Χατζηλάρ θα μείνει για πάντα στη μνήμη μου. Σε απόσταση 30 χιλιόμετρων συναντούσαμε μόνο πτώματα. Μόνο εγώ μέτρησα 58. Σε ένα σημείο συναντήσαμε το πτώμα μιας ωραίας κοπέλας. Της είχανε κόψει το κεφάλι και το τοποθέτησαν κοντά στο χέρι της. Σε κάποιο άλλο σημείο υπήρχε το πτώμα ενός κοριτσιού 7-8 χρόνων με το πρόσωπο χωμένο στο χώμα, δολοφονημένο από το κάρφωμα της λόγχης του φαντάρου».

     Απέναντι στη βαρβαρότητα και για την ανάγκη επιβίωσης, οι Έλληνες του Πόντου οργανώνουν ένοπλες ομάδες αντίστασης για να προστατευθούν από τις επιθέσεις που οργάνωναν οι Τουρκικές συμμορίες με σύνθημα να «ληστέψουμε τους ληστές» Μεγάλη συμμετοχή στις ένοπλες ομάδες είχαν και οι γυναίκες. Η σημαντικότερη αντάρτικη ομάδα της περιόδου ως το 1918 είχε για αρχηγό των καπετάνισσα Πελαγία. Το κίνημα φουντώνει και φτάνει να έχει 18.000 ενόπλους, όμως είναι διασπασμένο καθω΄ς ήταν μοιρασμένο σε 300 ομάδες με ξεχωριστούς καπετάνιους. Στο αίτημα των ανταρτών προς την Ελλάδα για βοήθεια δυστυχώς δε βρήκαν και καμία ανταπόκριση. Οι εκκλήσεις τους για να συμπεριληφθουν στο Ελληνικό κράτος δεν εισακούστηκαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος θεωρούσε ότι ο Πόντος ήταν πολύ απομακρυσμένος από τις υπόλοιπες Ελληνικές περιοχές με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η προάσπιση του από τις Τουρκικές επιδρομές. Σε αντάλλαγμα πρότεινε να προχωρήσουν οι Πόντιοι στη δημιουργία μιας ομοσπονδίας με τους Αρμένιους. Πράγματι ο Αρχιεπίσκοπος Τραπεζούντας Χρύσανθος Φιλιππίδης και ο πρόεδρος των Αρμενίων Αλέξανδρος Χατισιάν υπέγραψαν τον Ιανουάριο του 1920 συμφωνία για τη δημιουργία Πόντιο Αρμενικού Κράτους.

      Όταν όμως το Νοέμβριο του ιδίου έτους ο Αρμένικος στρατός ηττήθηκε στο Ερζερούμ από τις δυνάμεις του Κεμάλ, οι Αρμένιοι συνθηκολόγησαν με αποτέλεσμα οι Πόντιοι να μείνουν και πάλι μόνοι τους.

     Δυστυχώς το Ελληνικό κράτος δεν κατανόησε τη δυναμική και τη σημασία του Ποντιακού αγώνα και εγκατέλειψε τους Πόντιους στα χέρια των Τούρκων. Το αντάρτικο δεν μπορεί ν΄αντέξει με αποτέλεσμα σε λίγα χρόνια ο Κεμάλ να εξοντώσει τον Ελληνισμό του Πόντου και της Ιωνίας. Οι πόλεις και τα χωριά κάηκαν, οι χωρικοί σφάχτηκαν, ατιμάστηκαν, εξορίστηκαν  έφευγαν ομαδικά στα δάση και στα βουνά. Τον Οκτώβρη του 1922 η Ελληνική Κυβέρνηση και ο Κεμάλ συμφώνησαν να μεταφερθούν οι Έλληνες του Πόντου στην Κωνσταντινούπολη κι΄από κει στην Ελλάδα. Το προσφυγικό κύμα θα συνεχιστεί καθ΄όλο το 1923. Το 1924 οι Χριστιανικοί πληθυσμοί του Πόντου περιλήφθηκαν στην Ελληνοτουρκική σύμβαση για την ανταλλαγή πληθυσμών. Έτσι ολοκληρώθηκε το 1924 η γενοκτονία και ο ξεριζωμός των Ελλήνων από μια περιοχή στην οποία ο Ελληνισμός είχε συνεχή και λαμπρή παρουσία 2.800 χρόνων.  Στην τελευταία σελίδα του Προξενείου της Τραπεζούντας ο Πρόξενος της Ελλάδας έγραφε: «Αφήνουμε πίσω μας 100 χιλιάδες εξισλαμισμένους Έλληνες», ενώ ο Τούρκος υπουργός εσωτερικών Αχμέτ Φετχί μπέης έγραφε κυνικά «η ηρεμία βασιλεύει τώρα στην Αμάσεια και σ΄όλη τη γύρω περιοχή»

     Από τα 2.500.000 λοιπόν Ελλήνων της Μικρασίας και του Πόντου με 2.300 σχολεία 200.000 μαθητές, 500 δασκάλους και 2.200 εκκλησίες έφτασαν ξεριζωμένοι στην Ελλάδα 1500.000 σ΄εφαρμογή της συνθήκης της Λωζάνης. Έτι έμεινε έρημος ο Πόντος χωρίς τη συντροφιά της λύρας και οι Πόντιοι χωρίς τη Μαύρη θάλασσα, χωρίς τη Παναγία Σουμελά αφήνοντας πίσω τους καμένα σπίτια, ματωμένα ποτάμια, άθαφτα κόκκαλα ηρώων και μαρτύρων.

     Τιμούμε λοιπόν στις 19 κάθε Μάη τη Μέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου κάτι που οι Τούρκοι δεν αναγνωρίζουν και ερμηνεύουν το θάνατο Ελλήνων στα πλαίσια των ευρύτερων απωλειών του πολέμου, του λιμού ή άλλων κοινωνικών αναταράξεων.

     Δυστυχώς και στον Ελληνισμό η θλιβερή αυτή επέτειος παραμένει ξεχασμένη και υποβαθμισμένη. Το Ελλαδικό κράτος απέκρυπτε για δεκαετίες το γεγονός ότι όταν υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάνης ουδείς Πόντιος ευρίσκετο στον Πόντο αφού ήδη είχαν εκτοπιστεί η εξολοθρευτεί. Έτσι σχετικοποίησε το έγκλημα, ελαχιστοποίησε τις ευθύνες του Ελλαδικού κράτους και περιθωριοποίησε το γεγονός μέσα από το λογική της «ανταλλαγής» των Τουρκικών πληθυσμών της Ελλάδας με τους Ελληνικούς της Μικράς Ασίας.

     Επιβάλλεται όπως όλοι ως Ελληνισμός αγωνιστούμε για αναγνώριση της γενοκτονίας, να έχουμε το θάρρος να θυμούμαστε τουλάχιστον και να μην έχουμε επιλεκτική ιστορική μνήμη. Αν θέλουμε να επιβιώσουμε και να μην έχουμε παρόμοια τύχη, πρέπει να σκεφτόμαστε ότι ο ίδιος εχθρός είναι εντός των πυλών, οι ξένες δυνάμεις εξακολουθούν να προκρίνουν το συμφέρον παρά το δίκαιο, εμείς συνεχίζουμε τα ίδια λάθη, η Ελλάδα καταρρέει. Ας έχουμε το νου μας λοιπόν. Δεν αντέχουμε άλλες χαμένες πατρίδες, μας περισσεύουν τα μνημόσυνα.

*Φιλόλογος

Επίτιμος Πρόεδρος Συνδέσμου Ελλήνων Διευθυντών Μέσης Εκπαίδευσης Κύπρου. 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










150