Από την Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση Κύπρου στο Υπουργείο Παιδείας: η αφετηρία


ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΣΟΥΛΙΔΗ*

Καθώς διανύουμε την πρώτη πεντηκονταετία από ιδρύσεως του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού και καλούμαστε να συμμετέχουμε σε μια σειρά εκδηλώσεων που έχουν προγραμματιστεί για τούτο το χρονικό ορόσημο, είναι σημαντικό, για να πετύχουμε στις επιδιώξεις της εκπαιδευτικής μας πολιτικής, να γνωρίσουμε πώς ξεκίνησαν όλα, να γνωρίσουμε την αφετηρία μας.

Το Μάρτιο του 1965, η Βουλή των Αντιπροσώπων αναλαμβάνει την ευθύνη της θεσμοθέτησης των νόμων και κανονισμών που διέπουν την ελληνοκυπριακή εκπαίδευση, αφήνοντας τον τομέα της διοίκησης και εποπτείας της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης Κύπρου (εφεξής ΕΚΣΚ) στο Υπουργείο Παιδείας. Ως βασικοί λόγοι της κατάργησης της ΕΚΣΚ και της ίδρυσης Υπουργείου Παιδείας αναφέρονταν η εκ των πραγμάτων αδυναμία της άσκησης των αρμοδιοτήτων της ΕΚΣΚ και η ταυτόχρονη ανάγκη της άσκησης αυτών των αρμοδιοτήτων (βλ. «Ο περί Μεταβιβάσεως  της Ασκήσεως των Αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Κοινοτικής Συνελεύσεως και περί Υπουργείου Παιδείας Νόμος Αρ.12 του 1965», Πρώτο Παράρτημα της Επίσημης Εφημερίδος της Δημοκρατίας,  υπ. αρ. 398 της 31ης Μαρ.[τίου].)

Ο Νόμος 12/1965 προνοούσε την ίδρυση Υπουργείου Παιδείας, στο οποίο υπαγόταν «η άσκησις πασών των μέχρι ενάρξεως ισχύος του παρόντος Νόμου ασκουμένων διοικητικών αρμοδιοτήτων της Συνελεύσεως επί πάντων των εκπαιδευτικών, μορφωτικών και διδακτικών θεμάτων». Ο Νόμος 12/1965 καθόριζε, ταυτόχρονα, τα πολλαπλά καθήκοντα του υπουργού Παιδείας, στον οποίο θα ανήκε από τούδε και στο εξής η ευθύνη χάραξης και υλοποίησης της εκπαιδευτικής πολιτικής.

Σύμφωνα με το Νόμο 12/1965, ο υπουργός: ««(α) προΐσταται του Υπουργείου, έχει την ανωτάτην διεύθυνσιν των υπηρεσιών τούτου, ασκεί εποπτείαν και έλεγχον επ’ αυτών και επαγρυπνεί διά την υπό των υπηρεσιών διαχείρισιν των υποθέσεων συμφώνως προς τους κειμένους νόμους,(β) καθορίζει τας γενικάς κατευθυντηρίους γραμμάς της εκπαιδευτικής πολιτικής εντός των ορίων των κειμένων νόμων προς υποβολήν εις το Υπουργικόν Συμβούλιον,(γ) μεριμνά διά την σύνταξιν διαταγμάτων ή κανονισμών αφορώντων εις το Υπουργείον προς υποβολήν εις το Υπουργικόν Συμβούλιον,(δ) εκτελεί τους εις την αρμοδιότητα του Υπουργείου αναφερομένους νόμους, προβαίνει εις την έκδοσιν διαταγών και γενικών οδηγιών προς εκτέλεσιν τούτων και οιουδήποτε διατάγματος ή κανονισμού ερειδομένου επί τοιούτου νόμου,(ε) προπαρασκευάζει προς υποβολήν εις το Υπουργικόν Συμβούλιον το τμήμα του προϋπολογισμού της Δημοκρατίας, το αναφερόμενον εις το Υπουργείον και προς τον σκοπόν τούτον αποστέλλει εις τον Υπουργόν Οικονομικών τας προβλέψεις του Υπουργείου εν σχέσει προς το οικονομικόν έτος όστις, διά τους σκοπούς συντάξεως του πλήρους προϋπολογισμού της Δημοκρατίας, χρησιμοποιεί ταύτας κατά τον αυτόν τρόπον ως τας υποβληθείσας προβλέψεις των άλλων υπουργείων και ανεξαρτήτων υπηρεσιών της Δημοκρατίας». 

Στις βασικές πρόνοιες του νόμου περιλαμβάνονταν ακόμα:

(α)   η σύσταση πενταμελούς Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ),

(β)   η μεταβίβαση όλων των υποχρεώσεων, ευθυνών και δικαιωμάτων της ΕΚΣΚ στην εκτελεστική εξουσία,

(γ)   η μεταφορά του προσωπικού της ΕΚΣΚ «εις την υπηρεσίαν της Δημοκρατίας», εφόσον «τούτο είναι πρακτικώς δυνατόν»,

(δ) η αναγνώριση της υφιστάμενης υπηρεσίας των εκπαιδευτικών λειτουργών και η συνέχιση της αντιμισθίας τους από τη Δημοκρατία.

Συγκρίνοντας την οργανωτική δομή του υπουργείου Παιδείας με τη διοικητική διάρθρωση του Γραφείου Ελληνικής Παιδείας στην προηγούμενη περίοδο, μπορεί κανείς να διακρίνει τις παρακάτω μεταβολές:

  1. Δημιουργία θέσης Γενικού Διευθυντή, στον οποίο, διοικητικά, υπάγονται ο Διευθυντής Εκπαίδευσης και οι Διευθύνσεις της Στοιχειώδους και της Μέσης / Ανωτέρας Εκπαίδευσης.
  2. Η Τεχνική Εκπαίδευση, η οποία προηγουμένως υπαγόταν στη Διεύθυνση Μέσης/Ανωτέρας αποκτά ξεχωριστή Διεύθυνση.
  3. Κατάργησητης Αναθεωρητικής Επιτροπής, του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, της Πειθαρχικής Επιτροπής και της Επιτροπής Διορισμών. Το έργο των δύο τελευταίων αναλαμβάνει η νεοσύστατη Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, (ΕΕΥ).
  4. Οι Υπηρεσίες Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας, Συμβουλευτικής και Φυσικής Αγωγής παραμένουν υπό την ευθύνη του Διευθυντή Εκπαίδευσης, θέση που συνεχίζει να υφίσταται, ενώ οι Υπηρεσίες Λογιστηρίου, Αρχείου, Τεχνικών Υπηρεσιών, Πολιτισμού, Έρευνας και Βιβλιοθήκης μεταφέρονται κατευθείαν στην ευθύνη του Γενικού Διευθυντή.

Η ταύτιση της Εκπαίδευσης με το Κράτος, ύστερα από την ίδρυση του Υπουργείου Παιδείας, εντείνει τα χαρακτηριστικά του συγκεντρωτισμού. Κατά την προηγούμενη περίοδο ο συγκεντρωτισμός ήταν επίσης εμφανής, ενταγμένος όμως στο πνεύμα της τοπικής αυτοδιοίκησης και του κοινοτισμού που εξέπεμπε η Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση Κύπρου. Τα όρια ανάμεσα στις Διευθύνσεις παραμένουν διακριτά, χωρίς να επιτρέπουν την εμπλοκή ή τη συνεργασία της μίας Διεύθυνσης με την άλλη, ενώ οι Σχολικές Εφορείες συνεχίζουν να έχουν διευρυμένες αρμοδιότητες στο χώρο της Μέσης Εκπαίδευσης.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αντιδράσεις των ελληνοκυπριακών εκπαιδευτικών οργανώσεων σε αυτή τη σημαντική πολιτική μεταβολή. Όλα αυτά σε άρθρο που ακολουθεί.

*Διευθυντής – Γραφείο Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού

Ιστορικός της Εκπαίδευσης




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











487