Αύριο θα ξυπνήσω πάλι παιδί


ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΑΡΤΕΜΙΟΥ ΦΩΤΙΑΔΟΥ*

Σας μιλώ για το Αύριο. Που μου΄ρχεται πάντα σαν  επανάληψη του Χτες. Και με ταράζουν  οι σειρήνες του μυαλού κι ο βόμβος των αεροπλάνων καθώς εισβάλλουν στο ήρεμο πρωινό ενός κατά τα άλλα φιλήσυχου καλοκαιριού. Κι αύριο, ξέρω,  θα ξυπνήσω χωρίς να έχω κοιμηθεί. Με μια περίεργη αράχνη να στήνει τον ιστό της μες στη νύχτα και να αιχμαλωτίζει τα ανυποψίαστα όνειρά μου. Και τότε θα σωπάσουν και πάλι τα τριζόνια, θα κοπάσει το θαλασσινό  αγέρι, θα κοιμηθεί ο φλοίσβος κι όλα θα γίνουν πανικός, κι όλα θα γίνουνε κραυγές από ζωή που πνίγεταικαι θάνατο αντάρτη. Αύριο θα γεννηθώ πάλι  παιδί με δυο τεράστια απορημένα  μάτια. Και μέσα εκεί θα στριμωχτούν τόσες μέρες που δεν έζησα και τόσες νύχτες που με μεγάλωνε απότομα ο Tρόμος. Θα έρθει ξανά να με ανταμώσει το αλαφιασμένο βάδισμα της μάνας στο δωμάτιο. Θα νιώσω ακόμα μια φορά  τα χέρια της, λευκά, δίχως αίμα, να με σηκώνουν απ΄ τον ύπνο, να με κρατάνε σφικτά μέσα στην έγνοια, ενώ τα χείλη της θα μου ψελλίζουν μάταια στο αυτί να μη φοβάμαι. Μα θα΄ναι ο δικός της φόβος  στα δάχτυλά της μυτερό  σπαθί κι εγώ θα πονάω και θα ματώνω καθώς θα τρέχω μες στο κράτημά της να σωθώ από την εισβολή του πιο σκληρού χειμώνα στον μικρό, πληγιασμένο ήλιο μου.

Κι ύστερα θα έρθει ξανά  εκείνη η ατέλειωτη ουρά με τις σταυρωμένες ώρες. Κι οι άνθρωποι  στη μνήμη μου θα γίνονται  άξαφνα δέντρα  δίχως τις ρίζες τους κι έτσι ακρωτηριασμένα σε σώμα καικαρδιά  θα ψάχνουν άλλο χώμα να φυτρώσουν. Και θα τρέχει η ελπίδα προς τον Νότο, με τόσες ζωές στριμωγμένες  σαν μπόγους στα αυτοκίνητα και τόσα αναπάντητα «γιατί» να περιφέρονται στα σφιγμένα χείλη, στις μικρές προσευχές, στην απόγνωση και την αβεβαιότητα που σπέρνει η επέλαση του εχθρού.

  Θυμάμαι …΄Ολα μαζεμένα σε μια ανάμνηση λαβωμένη, με τον καημό να ρέει ακατάσχετα.Καταφύγαμε σε φίλους που γίνανε στα μάτια μας μικροί Θεοί. Ανοίξανε για μας ένα μικρό παράδεισοασφαλείας,  για να ξεχάσουμε την κόλαση που είχαμε αφήσει πίσω μας. Σε ένα μικρό σπίτι στοιβαχτήκαμε  σαράντα άτομα και κρατιότανε η ψυχή μας από την ψυχή του άλλου  σαν αλυσίδα που πάλευε να δέσει την ανάγκη και να την κάνει υποφερτή. Γριές σταυροκοπιούνταν, γυναίκες ψάχνανε απεγνωσμένα τα αναγκαία για τα βρέφη κι ένας μεσήλικας, βουτηγμένος μες στις πιο μαύρες σκέψεις του,  κρατούσε συνέχεια στο αυτί ένα μικρό ραδιοφωνάκι. Κι εκείνα τα εμβατήρια του προδομένου μας πολέμου ακόμα ηχούν στα αυτιά μου. Πατριωτικές εξάρσεις που τρυπούσαν κάθε τόσο είτε την πηχτή σιωπή είτε τη φλυαρία του πόνου . 

Η μάνα έπαιζε συνέχεια στα χέρια  ένα κλειδί. Μα μόνο την λύπη της άνοιγε. Όλα τα άλλα κλειστά. Το χαμόγελο, η δύναμη, το χρώμα στα δυο της μάτια. Εκείνη έβλεπε πέρα από την γκρίζα μέρα. Διέκρινε το μέλλον που ερχόταν με σκοτεινά αβέβαια βήματα. Χωρίς τα περιβόλια που μας μεγάλωσαν με ανθούς και μυρωδιές πλάι στο σπίτι, χωρίς τη θάλασσα που μας γέμισε το μυαλό με απέραντες γαλάζιες αναζητήσεις.

Αύριο θα γεννηθώ πάλι παιδί και μέχρι το βράδυ θα έχω γίνει ένα ηλικιωμένο τραύμα, που κανείς δεν μπόρεσε , χρόνια τώρα, να περιθάλψει με τις απαραίτητες δόσεις ελπίδας, αισιοδοξίας, αναμονής. Αύριο θα ζήσω  σαν μια ταινία τρόμου σε επανάληψη, όλο το Χτες. Κι ίσως, αν δω με ολοκάθαρα μάτια το παρόν, να τρομάξω ακόμα περισσότερο…

*Διευθύντρια Δημοτικής




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










187