Έδιναν σε φιλόλογο και μισθό και επιδομα μητρότητας και τωρα θα επιστρέψει €4724. Απερρίφθη προσφυγή


Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της καθηγήτριας φιλολογίας Ιφιγένειας Ποντίκη, η οποία υποχρεώνεται να επιστρέψει στο κράτος €4.724,28 λόγω λανθασμένων κυβερνητικών ενεργειών. Συγκεκριμένα η Ποντίκη λάμβανε ταυτόχρονα και το μισθό της και το επίδομα μητρότητας με αποτέλεσμα, όταν έγινε αντιληπτό να της ζητηθεί από την τότε Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας να επιστρέψει  το πιο πάνω ποσό σε μηνιαίες δόσεις.  

Στην απόφαση του ο Δικαστής Δ. Χριστοδούλου τονίζει ότι: «Η απόφαση για αποκοπή του επιδόματος μητρότητας από τον μισθό της αιτήτριας (Ποντίκη), ελήφθη κατά ρητή επιταγή του Νόμου και αν η διοίκηση δεν ενεργούσε ως ενήργησε θα παρανομούσε».

Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως τα περιγράφει ο Δικαστής Δ. Χριστοδούλου   

  «Σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου του 1997 (Ν.100(1)/1997)και των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Χορήγηση Αδειών) Κανονισμών, η άδεια μητρότητας είναι συνολικής διάρκειας 18 συναπτών εβδομάδων από τις οποίες οι 12 εβδομάδες είναι με πλήρεις απολαβές, μείον το επίδομα των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, και οι 6 εβδομάδες μόνο με επίδομα από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις με βάση τους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους.

     Η αιτήτρια, καθηγήτρια φιλολογίας στη Μέση Γενική Εκπαίδευση, γέννησε το πρώτο της παιδί στις 25.6.09 και υπέβαλε αίτηση για επίδομα μητρότητας από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οποία εγκρίθηκε στις 23.7.09 από 22.6.09 μέχρι 24.10.09 στο ποσό  των €393,69 την εβδομάδα. Το ίδιο συνέβη και όταν γέννησε το δεύτερο της παιδί στις 9.2.2012, με τη διαφορά ότι στην πρώτη περίπτωση εκ παραδρομής - όπως ισχυρίζονται οι καθ΄ ων η αίτηση - το επίδομα μητρότητας που έλαβε από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν αποκόπηκε από το μισθό της παρόλο που καθ’ όλο το διάστημα της άδειας μητρότητας ελάμβανε πλήρως το μισθό της.

     Η μη αποκοπή του επιδόματος που έλαβε η αιτήτρια από τις Κοινωνικές Υπηρεσίες διαπιστώθηκε μετά από έλεγχο που έγινε από το Λογιστήριο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, με αποτέλεσμα να της αποσταλεί επιστολή της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου ημερ. 24.5.13, με την οποία την πληροφορούσε ότι το μη αποκοπέν ποσό, ύψους €4.724,28 (€393,69 χ 12 εβδομάδες), θα της αποκόπτετο από το μισθό της σε εννέα μηνιαίες δόσεις.

     Η προαναφερθείσα επιστολή περιήλθε σε γνώση της αιτήτριας στις 27.7.13, η οποία αντέδρασε με την παρούσα προσφυγή ισχυριζόμενη ότι η επίδικη απόφαση είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.  Και αυτό στη βάση ότι εκδόθηκε κατά παράβαση των προνοιών του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν.158(1)/1999)καθότι «. η διοίκηση δεν νομιμοποιείται να ζητεί μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου μισθοδοτικά επιδόματα που είχε καταβάλει στους διοικούμενους από λάθος ή πλάνη και τα οποία είχαν ληφθεί καλόπιστα».

     Η προσφυγή προσέκρουσε σε ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση οι οποίοι υποστηρίζουν την ορθότητα και νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης, εγείροντας παράλληλα και δύο προδικαστικές ενστάσεις.  Η πρώτη ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά χρηματική διαφορά αναγόμενη στο πεδίο του διοικητικού δικαίου και ως εκ τούτου είναι ανεπίδεκτη αναθεωρητικού ελέγχου και, η δεύτερη, στην περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, η προσφυγή είναι πρόωρη εφόσον η επιστολή του Υπουργείου ημερ. 24.5.13 είναι πληροφοριακού χαρακτήρα και προπαρασκευαστική της αποκοπής καθότι η πρώτη αποκοπή πραγματοποιήθηκε στις 30.9.13 ενώ η προσφυγή καταχωρίστηκε στις 18.9.13.

  Υιοθετώ ως ορθές τις εισηγήσεις της ευπαιδεύτου συνηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση (Υπουργείου Παιδείας) οι οποίες βρίσκουν θεμελίωση και στις αυθεντίες που παρέπεμψε ενώ οι αυθεντίες που επικαλέστηκαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της αιτήτριας διαφοροποιούνται ουσιωδώς με τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.  Στην προκείμενη περίπτωση η απόφαση για αποκοπή του επιδόματος μητρότητας από τον μισθό της αιτήτριας, ελήφθη κατά ρητή επιταγή του Νόμου και αν η διοίκηση δεν ενεργούσε ως ενήργησε θα παρανομούσε. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελούσε αιφνιδιασμό για την αιτήτρια εφόσον αυτή γνώριζε - ή αναμενόταν να γνωρίζει - ότι αφ΄ ης στιγμής είχε λάβει πλήρως τις μισθολογικές απολαβές της καθόλη τη διάρκεια της άδειας μητρότητας, θα της αποκοπτόταν το επίδομα. Ενόψει τούτου η αρχή που έχει καθιερωθεί από τη νομολογία ότι η αναζήτηση των αποδοχών που έλαβε υπάλληλος καλόπιστα δημιουργεί γί΄ αυτόν απρόβλεπτες οικονομικές συνέπειες που μπορεί να έχουν άμεση επιρροή στα μέσα διαβίωσης του, δεν ευσταθεί.  Δεν θα ήταν δε χωρίς σημασία να τονιστεί ότι το επίδομα μητρότητας καταβάλλεται κατά άσκηση επιβαλλόμενης κοινωνικής πολιτικής με επιβάρυνση των δημοσίων ταμείων - και κατ΄ επέκταση των φορολογουμένων - και θεωρώ καταχρηστική την αξίωση ενός διοικουμένου που αμείβεται από το δημόσιο - όπως είναι η αιτήτρια - την κατακράτηση του επιδόματος μητρότητας που του καταβλήθηκε από τα ταμεία των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τη στιγμή που καθόλη τη διάρκεια της άδειας μητρότητας ελάμβανε πλήρως τα μισθοδοτικά της ωφελήματα.   Συνεπώς ότι η διοίκηση ενήργησε σύννομα και καμιά αρχή περί χρηστής διοίκησης, όπως ισχυρίζεται η αιτήτρια, δεν παραβιάστηκε και ως εκ τούτου η προσφυγή είναι καταδικασμένη σε απόρριψη.

   Υπό το φως των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται ως αβάσιμη και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος, με €1.300 έξοδα προς όφελος των καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας».




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










259